«Την κρατά προσηλωμένη στην Καιρχίν», είπε η Αλβιάριν. «Η κατάσταση εκεί είναι σχεδόν όσο άσχημη είναι και στο Τάραμπον και το Άραντ Ντόμαν, όλοι οι Οίκοι διεκδικούν το Θρόνο του Ήλιου και παντού απλώνεται ο λιμός. Η Μοργκέις θα επιβάλει ξανά την τάξη, όμως θα χρειαστεί καιρό για να σιγουρέψει το θρόνο. Μέχρι να τελειώσουν όλα αυτά, δεν θα έχει δυνάμεις να ασχοληθεί με άλλα πράγματα, ούτε ακόμα και με την Κόρη-Διάδοχο. Κι έβαλα μια γραφιά να στέλνει πού και πού κανένα γράμμα· μια γυναίκα που μιμείται καλά το γραφικό χαρακτήρα της Ηλαίην. Η Μοργκέις αντέχει μέχρι να εξασφαλίσουμε πάλι τον πλήρη έλεγχό της».
«Τουλάχιστον έχουμε στα χέρια μας τον γιο της». Η Τζολίνε χαμογέλασε.
«Ο Γκάγουυν δεν είναι ακριβώς στα χέρια μας», είπε κοφτά η Τέσλυν. «Τα Παλικαράκια του μπλέκουν σε αψιμαχίες με Λευκομανδίτες και στις δύο όχθες του ποταμού. Ενεργεί και από μόνος του, όχι μόνο με τις οδηγίες μας».
«Θα τον κάνουμε του χεριού μας», είπε η Αλβιάριν. Η Ελάιντα είχε αρχίσει να μισεί εκείνη τη διαρκή, ψύχραιμη αυτοκυριαρχία της.
«Μιας και λέμε για Λευκομανδίτες», παρενέβη η Ντανέλ, «φαίνεται ότι ο Πέντρον Νάιαλ κάνει μυστικές διαπραγματεύσεις, προσπαθώντας να πείσει την Αλτάρα και το Μουράντυ να παραχωρήσουν εδάφη στο Ίλιαν, για να εμποδίσει έτσι το Συμβούλιο των Εννέα να εισβάλει στη μια ή στην άλλη χώρα, ή και στις δύο».
Έχοντας αποφύγει το γκρεμό, οι γυναίκες στην άλλη πλευρά του τραπεζιού συνέχισαν να φλυαρούν, προσπαθώντας να συμπεράνουν αν οι διαπραγματεύσεις του Άρχοντα Μάγιστρου σήμαιναν ότι τα Τέκνα του Φωτός θα αποκτούσαν κύρος και επιρροή σε επικίνδυνο βαθμό. Ίσως θα έπρεπε να μπουν εμπόδια στις διαπραγματεύσεις, για να μπορέσει ο Λευκός Πύργος να μπει στη μέση και να τον αντικαταστήσει.
Η Ελάιντα στράβωσε το στόμα. Ο Πύργος συχνά στην ιστορία του φερόταν επιφυλακτικά λόγω αναγκαιότητας —ήταν πολλοί αυτοί που φοβούνταν τις αδελφές, πολλοί αυτοί που δεν τις εμπιστεύονταν ― αλλά ποτέ δεν φοβόταν τίποτα και κανέναν. Τώρα, φοβόταν.
Ύψωσε το βλέμμα στους πίνακες. Έναν τον αποτελούσαν τρία ξύλινα πάνελ τοίχου που απεικόνιζαν την Μπόνχουιν, την τελευταία Κόκκινη που είχε καθίσει στην Έδρα της Άμερλιν, πριν από χίλια χρόνια, η οποία ήταν και ο λόγος που καμία Κόκκινη δεν είχε φορέσει έκτοτε το επιτραχήλιο. Μέχρι την Ελάιντα. Έδειχνε την Μπόνχουιν, ψηλή και περήφανη, να προστάζει τις Άες Σεντάι, καθώς χειραγωγούσαν τον Άρτουρ τον Γερακόφτερο· την Μπόνχουιν, με αδάμαστη όψη, στα λευκά τείχη της Ταρ Βάλον, που την πολιορκούσαν οι δυνάμεις του Γερακόφτερου· την Μπόνχουιν, τέλος, γονατισμένη, ταπεινωμένη, μπροστά στην Αίθουσα του Πύργου, καθώς της αφαιρούσαν το επιτραχήλιο και τη ράβδο, επειδή σχεδόν είχε οδηγήσει τον Πύργο στον όλεθρο.
Πολλές απορούσαν γιατί άραγε η Ελάιντα είχε ξεθάψει το τρίπτυχο από τις αποθήκες όπου κειτόταν μαζεύοντας σκόνη· παρ’ όλο που καμία δεν μιλούσε ξεκάθαρα, η Ελάιντα άκουγε τους ψιθύρους τους. Δεν καταλάβαιναν ότι ήταν αναγκαία η διαρκής υπενθύμιση του κόστους της αποτυχίας.
Ο δεύτερος πίνακας ήταν φτιαγμένος σύμφωνα με τη νέα μόδα, σε τεντωμένο καμβά, αντίγραφο του σκίτσου ενός πλανόδιου καλλιτέχνη από τη μακρινή δύση. Αυτό προκαλούσε ακόμα μεγαλύτερη ταραχή στις Άες Σεντάι που το αντίκριζαν. Δύο άνδρες μάχονταν μέσα στα σύννεφα, μοιάζοντας να είναι στον ουρανό, κραδαίνοντας κεραυνούς αντί για όπλα. Ο ένας είχε πύρινο πρόσωπο. Ο άλλος ήταν ψηλός και νεαρός, με κοκκινωπά μαλλιά. Πρόξενος του φόβου ήταν ο νεαρός, κι έκανε ακόμα και την Ελάιντα να σφίγγει τα δόντια. Δεν ήξερε αν τα έσφιγγε από θυμό ή για να μην χτυπάνε μεταξύ τους νευρικά. Όμως μπορούσε, κι έπρεπε, να ελέγχει το φόβο. Ο έλεγχος ήταν το παν.
«Τελειώσαμε, λοιπόν», είπε η Αλβιάριν, καθώς σηκωνόταν με γαλήνιες κινήσεις από το σκαμνί της. Οι άλλες τη μιμήθηκαν, σιάζοντας τις φούστες και τα επώμιά τους, καθώς ετοιμάζονταν να φύγουν. «Σε τρεις μέρες, περιμένω να μου―»
«Σας επέτρεψα να φύγετε, κόρες μου;» Ήταν τα πρώτα λόγια που είχε προφέρει η Ελάιντα από τη στιγμή που τους είχε ζητήσει να καθίσουν. Την κοίταξαν με έκπληξη. Με έκπληξη! Κάποιες πλησίασαν πάλι τα σκαμνιά, μα δίχως βιασύνη. Και δεν είχαν πει λέξη για να ζητήσουν συγγνώμη. Η Ελάιντα είχε αφήσει αυτή την κατάσταση να παρατραβήξει. «Αφού είστε όρθιες, θα μείνετε όρθιες μέχρι να τελειώσω». Σύγχυση κατέλαβε για λίγο εκείνες που ήταν μισοκαθισμένες, ενώ αυτή συνέχισε να μιλά, ενώ ξανασηκώνονταν διστακτικές. «Δεν άκουσα να αναφέρεται τίποτα για την έρευνα για εκείνη τη γυναίκα και τις συντρόφισσές της».