Выбрать главу

Δεν χρειαζόταν να ονομάσει εκείνη τη γυναίκα, την προκάτοχο της Ελάιντα. Γνώριζαν ποια εννοούσε και η Ελάιντα κάθε μέρα δυσκολευόταν ολοένα και περισσότερο έστω και να σκεφτεί το όνομα της πρώην Άμερλιν. Όλα τα τρέχοντα προβλήματα —όλα!― ήταν ευθύνη εκείνης της γυναίκας.

«Είναι δύσκολο», είπε χωρίς έξαψη η Αλβιάριν, «αφού υποδαυλίζουμε τις φήμες ότι εκτελέστηκε». Αυτή η γυναίκα είχε πάγο στις φλέβες της. Η Ελάιντα στήλωσε το βλέμμα πάνω της, ώσπου η άλλη πρόσθεσε ένα καθυστερημένο «Μητέρα», μα το είπε με απάθεια, σχεδόν ανέμελα.

Η Ελάιντα έστρεψε το βλέμμα στις άλλες, έκανε τη φωνή της ατσάλι. «Τζολίνε, έχεις την ευθύνη τόσο αυτής της έρευνας όσο και της ανάκρισης για τη δραπέτευσή τους. Και στις δύο περιπτώσεις, το μόνο που ακούω είναι για τις δυσκολίες. Ίσως μια καθημερινή τιμωρία θα σε βοηθήσει να γίνεις πιο ευσυνείδητη, κόρη μου. Θέλω να γράψεις ποια κατά τη γνώμη σου θα ήταν η καταλληλότερη και να μου την υποβάλεις. Αν κρίνω ότι ― υστερεί, τότε θα την κάνω τρεις φορές βαρύτερη».

Το διαρκές χαμόγελο της Τζολίνε έσβησε με άκρως ικανοποιητικό τρόπο. Άνοιξε το στόμα της, ύστερα το ξανάκλεισε μπροστά στο σταθερό βλέμμα της Ελάιντα. Στο τέλος, έκανε μια βαθιά γονυκλισία. «Όπως ορίζεις, Μητέρα». Τα λόγια της ήταν σφιγμένα, η ταπεινότητα βεβιασμένη, αλλά αρκούσε. Προς το παρόν.

«Και τι γίνεται με την προσπάθεια να φέρουμε πίσω αυτές που το έσκασαν;» Ο τόνος της Ελάιντα ήταν ακόμα πιο σκληρός. Η επιστροφή των Άες Σεντάι, που είχαν διαφύγει, όταν είχε εκθρονιστεί εκείνη η γυναίκα, σήμαινε ότι οι Γαλάζιες θα επέστρεφαν στον Πύργο. Η Ελάιντα δεν ήξερε αν μπορούσε να εμπιστευτεί οποιαδήποτε Γαλάζια. Αλλά, βέβαια, δεν ήξερε αν μπορούσε να εμπιστευτεί οποιαδήποτε αδελφή από κείνες που το είχαν βάλει στα πόδια αντί να ζητωκραυγάσουν την άνοδό της στο αξίωμα της Άμερλιν. Όμως ο Πύργος έπρεπε να μονοιάσει ξανά.

Αυτό το έργο το επέβλεπε η Τζαβίντρα. «Και πάλι, υπάρχουν δυσκολίες». Τα χαρακτηριστικά του προσώπου της ήταν αυστηρά, όπως πάντα, όμως έγλειψε γοργά τα χείλη, βλέποντας τη θύελλα που μάνιαζε αθόρυβα στην έκφραση της Ελάιντα. «Μητέρα».

Η Ελάιντα κούνησε το κεφάλι. «Δεν θέλω να ακούω για δυσκολίες, κόρη μου. Αύριο θα μου φέρεις έναν κατάλογο με ό,τι έχεις κάνει, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων που έχουν ληφθεί για να μην ακούσει ο κόσμος τίποτα για διχόνοιες στον Πύργο». Αυτό ήταν εξαιρετικά σημαντικό· υπήρχε μεν καινούρια Άμερλιν, όμως ο κόσμος έπρεπε να βλέπει τον Πύργο μονοιασμένο και δυνατό όπως πάντα. «Αν δεν έχεις χρόνο για τις δουλειές που σου αναθέτω, ίσως θα έπρεπε να εγκαταλείψεις τη θέση σου ως Καθήμενη των Κόκκινων στην Αίθουσα. Είναι κάτι που πρέπει να σκεφτώ».

«Δεν είναι ανάγκη, Μητέρα», βιάστηκε να πει η σκληροπρόσωπη γυναίκα. «Θα έχεις αύριο την αναφορά που ζήτησες. Είμαι σίγουρη ότι σύντομα πολλές θα αρχίσουν να επιστρέφουν».

Η Ελάιντα δεν ήταν και τόσο σίγουρη, όσο και να το ήθελε —ο Πύργος έπρεπε να είναι δυνατός· έπρεπε― όμως είχε πετύχει το σκοπό της. Όλα τα μάτια ήταν ταραγμένα, συλλογισμένα, εκτός της Αλβιάριν. Αν η Ελάιντα ήταν διατεθειμένη να τα βάλει με μία του πρώην Άτζα της, και ήταν ακόμα πιο σκληρή με μια Πράσινη που της είχε σταθεί στο πλευρό από την πρώτη κιόλας μέρα, τότε ίσως ήταν λάθος τους να τη θεωρούν διακοσμητικό πρόσωπο. Μπορεί να την είχαν ανεβάσει στην Έδρα της Άμερλιν, όμως τώρα η Ελάιντα ήταν η Έδρα της Άμερλιν. Θα το χώνευαν με μερικά ακόμα μαθήματα τις επόμενες μέρες. Κι αν χρειαζόταν, η Ελάιντα θα έβαζε επιτίμια σε όλες τις γυναίκες που ήταν εκεί μέχρι να ζητήσουν έλεος.

«Υπάρχουν Δακρυνοί στρατιώτες στην Καιρχίν, όπως επίσης και Αντορινοί», συνέχισε να λέει, αγνοώντας τα αποστραμμένα βλέμματα. «Δακρυνοί στρατιώτες, τους οποίους έστειλε ο άνδρας που πήρε την Πέτρα του Δακρύου». Η Σέμεριν έσφιξε τα παχουλά χεράκια της και η Τέσλυν μόρφασε. Μόνο η Αλβιάριν έμεινε ατάραχη, σαν παγωμένη λίμνη. Η Ελάιντα τέντωσε πλατιά το χέρι και έδειξε τη ζωγραφιά των δυο ανδρών που πολεμούσαν με κεραυνούς. «Δείτε εκεί. Δείτε! Ειδάλλως θα σας βάλω όλες να σφουγγαρίζετε πατώματα πεσμένες στα τέσσερα! Αν δεν έχετε το θάρρος να κοιτάξετε έναν πίνακα, τι κουράγιο θα δείξετε γι’ αυτά που μας περιμένουν; Η δειλία δεν ωφελεί τον Πύργο!»