Σήκωσαν αργά τα μάτια, έσυραν τα πόδια σαν νευρικά κοριτσάκια αντί για Άες Σεντάι. Μόνο η Αλβιάριν κοίταξε απλά, και μόνο αυτή φάνηκε να μην συγκινείται. Η Σέμεριν έτριψε τα χέρια, δάκρυα ανάβλυσαν στα μάτια της. Κάτι έπρεπε να γίνει με τη Σέμεριν.
«Ο Ραντ αλ’Θόρ. Ένας άνδρας που μπορεί να διαβιβάζει». Οι λέξεις βγήκαν σαν μαστίγιο από το στόμα της Ελάιντα. Της έσφιξαν το στομάχι τόσο που φοβήθηκε ότι θα έκανε εμετό. Με κάποιον τρόπο κατόρθωσε να διατηρήσει ατάραχο το πρόσωπό της και συνέχισε, έσπρωξε τις λέξεις να βγουν, σαν πέτρες από σφεντόνα. «Ένας άνδρας που του μέλλεται να τρελαθεί και να σκορπίσει τη φρίκη με τη Δύναμη πριν πεθάνει. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Το Αραντ Ντόμαν και το Τάραμπον και όλα τα μέρη ανάμεσά τους είναι όλο ερείπια και ξεσηκωμούς εξαιτίας του. Αν δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιες για το ρόλο του στον πόλεμο και το λιμό της Καιρχίν, τότε σίγουρα μαγειρεύει ένα μεγαλύτερο πόλεμο εκεί, ανάμεσα στο Δάκρυ και το Άντορ, τη στιγμή που ο Πύργος έχει ανάγκη από ειρήνη! Στην Γκεάλνταν, κάποιος τρελός Σιναρανός κηρύσσει γι’ αυτόν στα πλήθη, πλήθη τόσο μεγάλα που δεν μπορεί να τα διαλύσει ο στρατός του Αλιάντρε. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος που αντιμετώπισε ποτέ ο Πύργος, η μεγαλύτερη απειλή που αντιμετώπισε ποτέ ο κόσμος, κι εσείς δεν αντέχετε να μιλήσετε γι’ αυτόν; Δεν μπορείτε να αντικρίσετε την εικόνα του;»
Της απάντησε η σιωπή. Όλων οι γλώσσες έμοιαζαν να έχουν παγώσει, εκτός της Αλβιάριν. Οι περισσότερες ατένιζαν τον νεαρό στη ζωγραφιά, πουλιά που τα είχε υπνωτίσει ένα φίδι.
«Ο Ραντ αλ’Θόρ». Το όνομα ήταν πίκρα στα χείλη της Ελάιντα. Κάποτε είχε εκείνον τον νεαρό, με το τόσο αθώο παρουσιαστικό, αρκετά κοντά της για να τον αγγίξει. Και δεν τον είχε καταλάβει τι ήταν. Η προκάτοχός της το γνώριζε ― μόνο το Φως ήξερε πόσον καιρό το γνώριζε, και τον είχε αφήσει να τριγυρνά ανεξέλεγκτος. Εκείνη η γυναίκα της είχε πει πολλά πράγματα πριν δραπετεύσει, είχε πει πράγματα, όταν είχε ρωτηθεί πιεστικά, που η Ελάιντα δεν ήθελε να τα πιστέψει —αν ήταν πράγματι ελεύθεροι οι Αποδιωγμένοι, τότε ίσως τα πάντα να ήταν χαμένα― αλλά με κάποιον τρόπο μερικές απαντήσεις είχε αρνηθεί να τις δώσει. Και ύστερα είχε δραπετεύσει πριν η Ελάιντα προλάβει να την πιέσει ξανά. Εκείνη η γυναίκα και η Μουαραίν. Εκείνη η γυναίκα και η Γαλάζια το γνώριζαν εξ αρχής. Η Ελάιντα σκόπευε να τις ξαναφέρει και τις δύο στον Πύργο. Θα έλεγαν και το παραμικρό απ’ όσα ήξεραν. Θα ικέτευαν γονατιστές να πεθάνουν όταν τις έπιανε στα χέρια της.
Βίασε τον εαυτό της να συνεχίσει, αν και τα λόγια της έκαιγαν το στόμα. «Ο Ραντ αλ’Θόρ είναι ο Αναγεννημένος Δράκοντας, κόρες μου». Τα γόνατα της Σέμεριν λύγισαν, σωριάστηκε στο πάτωμα. Και μερικών άλλων τα γόνατα επίσης έμοιαζαν να τρέμουν. Τα μάτια της Ελάιντα τις μαστίγωσαν με περιφρόνηση. «Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία γι’ αυτό. Γι’ αυτόν λένε οι Προφητείες. Ο Σκοτεινός ελευθερώνεται από τη φυλακή του, η Τελευταία Μάχη ζυγώνει, και ο Αναγεννημένος Δράκοντας πρέπει να είναι εκεί για να τον αντιμετωπίσει, αλλιώς όσο γυρνά ο Τροχός του Χρόνου, ο κόσμος είναι καταδικασμένος στην πυρά και τον όλεθρο. Και κυκλοφορεί ελεύθερος, κόρες μου. Δεν ξέρουμε πού είναι. Ξέρουμε δέκα μέρη όπου δεν είναι. Δεν είναι πια στο Δάκρυ. Δεν είναι εδώ στον Πύργο, θωρακισμένος και ασφαλής όπως θα έπρεπε. Φέρνει ανεμοστρόβιλο στον κόσμο, και πρέπει να τον σταματήσουμε, αλλιώς δεν θα υπάρχει η παραμικρή ελπίδα να επιζήσουμε από την Τάρμον Γκάι’ντον. Πρέπει να τον έχουμε στα χέρια μας για να φροντίσουμε να πολεμήσει στην Τελευταία Μάχη. Ή μήπως πιστεύει καμιά σας ότι ο Ραντ αλ’Θόρ θα πάει με τη θέλησή του στο θάνατό του, που έχει ήδη προφητευθεί, για να σώσει τον κόσμο; Ένας άνδρας που σίγουρα έχει ήδη αρχίσει να τρελαίνεται; Πρέπει να τον θέσουμε υπό τον έλεγχο μας!»
«Μητέρα», άρχισε να λέει η Αλβιάριν με την ενοχλητική εκείνη έλλειψη κάθε συναισθήματος, όμως η Ελάιντα την έκοψε με μια άγρια ματιά.
«Το να πέσει ο Ραντ αλ’Θόρ στα χέρια μας είναι σημαντικότερο από το αν υπάρχουν αψιμαχίες στο Σίναρ και ησυχία στη Μάστιγα, σημαντικότερο από το να βρούμε την Ηλαίην και τον Γκάλαντ, σημαντικότερο ακόμα και από τον Μάζριμ Τάιμ. θα τον βρείτε. Θα τον βρείτε! Όταν σας ξαναδώ, κάθε μια από σας θα είναι έτοιμη να μου πει με λεπτομέρειες τι έκανε γι’ αυτό το σκοπό. Τώρα μπορείτε να φύγετε, κόρες μου».
Ένα κυμάτισμα από αβέβαιες γονυκλισίες, τρεμουλιαστά μουρμουρητά και «Όπως ορίζεις, Μητέρα», και παραλίγο θα το έβαζαν στα πόδια, με τη Τζολίνε να βοηθά τη Σέμεριν να σηκωθεί όρθια παραπαίοντας. Η Κίτρινη αδελφή θα ήταν ιδανική για παραδειγματισμό την επόμενη φορά· ήταν αναγκαίο, για να εξασφαλίσει η Ελάιντα ότι καμία αδελφή δεν θα ξανάδειχνε την προηγούμενη συμπεριφορά, κι επίσης ήταν αδύναμη και κακώς της επιτρεπόταν να συμμετάσχει σ’ αυτό το συμβούλιο. Ούτως ή άλλως, φυσικά, δεν θα επιτρεπόταν πολύ ακόμα σ’ αυτό το συμβούλιο να συνεχίσει. Η Αίθουσα θα άκουγε τα λόγια της, και θα έσκυβε το κεφάλι.