Όλες έφυγαν εκτός από την Αλβιάριν.
Για μια ατέλειωτη στιγμή μετά απ’ όταν έκλεισε η πόρτα πίσω από τις άλλες αδελφές, οι δύο γυναίκες διασταύρωσαν τα βλέμματα τους. Η Αλβιάριν ήταν η πρώτη-πρώτη που είχε ακούσει και είχε συμφωνήσει με τις κατηγορίες κατά της προκατόχου της Ελάιντα. Επίσης η Αλβιάριν ήξερε πολύ καλά γιατί φορούσε αυτή το επώμιο της Τηρήτριας, αντί για κάποια από τις Κόκκινες. Το Κόκκινο Άτζα είχε στηρίξει ομοφώνως την Ελάιντα, όχι όμως το Λευκό, και δίχως την αμέριστη υποστήριξη του Λευκού, πολλές άλλες μπορεί να μην είχαν έρθει στο πλευρό της, και σε κείνη την περίπτωση η Ελάιντα, αντί να κάθεται στην Έδρα της Αμερλιν, θα ήταν τώρα κλειδωμένη σε κανένα κελί. Αν φυσικά δεν στόλιζαν κανέναν πάσαλο τα απομεινάρια του κεφαλιού της, παιχνίδια για τα κοράκια. Δεν μπορούσε να εκφοβίσει εύκολα την Αλβιάριν όπως τις άλλες. Αν ήταν δυνατόν καν να την εκφοβίσει. Στο αταλάντευτο βλέμμα της Αλβιάριν υπήρχε μια ενοχλητική αίσθηση ισότητας.
Στη σιωπή ακούστηκε ηχηρό ένα χτύπημα στην πόρτα.
«Μπες!» γάβγισε η Ελάιντα.
Μια Αποδεχθείσα, ένα λεπτό, χλωμό κορίτσι, μπήκε διστακτικά στο δωμάτιο και αμέσως έκανε τόσο βαθιά γονυκλισία που η λευκή φούστα της με τις επτά χρωματιστές ζώνες στον ποδόγυρο σχημάτισαν μια πλατιά λιμνούλα στο πάτωμα. Έτσι που είχε γουρλώσει τα μάτια της, έτσι που τα κρατούσε στραμμένα στο πάτωμα, φαινόταν ότι είχε αντιληφθεί τη διάθεση των γυναικών που είχαν βγει. Όπου οι Άες Σεντάι έβγαιναν τρέμοντας, οι Αποδεχθείσες έμπαιναν ρισκάροντας πολύ. «Μ-Μητέρα, είναι εδώ ο αφέντης Φ-Φάιν. Είπε ότι θ-θα τον έβλεπες τ-τέτοια ώρα». Η κοπέλα ταλαντεύτηκε έτσι σκυμμένη που ήταν, έτοιμη να πέσει από τον φόβο.
«Τότε πες του να έρθει μέσα, κορίτσι μου, που τον αφήνεις και περιμένει», μούγκρισε η Ελάιντα, αλλά θα της είχε γδάρει το τομάρι, αν δεν τον είχε αφήσει έξω. Ο θυμός που συγκρατούσε από την Αλβιάριν —δεν ήθελε να πιστέψει ότι φοβόταν να της τον φανερώσει — ξεχείλισε μέσα της. «Κι αν δεν μάθεις να μιλάς σωστά, ίσως τα μαγειρεία είναι πιο κατάλληλο μέρος για σένα από τον προθάλαμο της Αμερλιν. Λοιπόν; Θα κάνεις αυτό που σου είπα; Εμπρός, κορίτσι μου! Και πες στην Κυρά των Μαθητευομένων ότι πρέπει να σε διδάξει να υπακούς με ζωηρότητα!»
Η κοπέλα έκρωξε κάτι που μπορεί να ήταν η κατάλληλη απάντηση και έτρεξε να βγει.
Η Ελάιντα, με αρκετό κόπο, ξαναβρήκε την αυτοκυριαρχία της. Δεν την αφορούσε το αν η Σιλβιάνα, η νέα Κυρά των Μαθητευομένων, θα έδερνε γερά την κοπέλα ή αν απλώς θα τη μάλωνε. Σπανίως έβλεπε μαθητευόμενες ή Αποδεχθείσες, αν δεν της επέβαλλαν την παρουσία τους, και δεν την ένοιαζε καθόλου. Την Αλβιάριν ήθελε να ταπεινώσει, να την κάνει να γονατίσει.
Αλλά ήταν ο Φάιν τώρα. Χτύπησε ελαφρά το χείλος με το δάχτυλό της. Ένας κοκαλιάρης ανθρωπάκος με μεγάλη μύτη, που είχε κάνει την εμφάνισή του στον Πύργο πριν από λίγες μόνο μέρες με βρώμικα ρούχα, που έπλεαν πάνω του και κάποτε ήταν καλοραμμένα, και είχε ζητήσει να τον δεχθεί η Αμερλιν. Με εξαίρεση εκείνους που υπηρετούσαν τον Πύργο, οι άνδρες έρχονταν εδώ μόνο αν ήταν αναγκασμένοι ή αν είχαν μεγάλη ανάγκη, και κανείς δεν ζητούσε να μιλήσει στην Άμερλιν. Ήταν βλάκας, κατά κάποιον τρόπο, ή ίσως και μισότρελος· ισχυριζόταν πως ήταν από το Λάγκαρντ, στο Μουράντυ, αλλά μιλούσε με διάφορες προφορές, και μερικές φορές άλλαζε από τη μια στην άλλη στη μέση της φράσης του. Όμως έδειχνε ότι μπορεί να απέβαινε χρήσιμος.
Η Αλβιάριν ακόμα την κοίταζε, τόσο ψυχρή και γαλήνια, με μια μικρή λάμψη μόνο στα μάτια από τις απορίες που μπορεί να είχε για τον Φάιν. Το πρόσωπο της Ελάιντα σκλήρυνε. Παραλίγο θα άπλωνε στο σαϊντάρ, το θηλυκό μισό της Αληθινής Πηγής, για να δείξει στην άλλη ποια ήταν η θέση της με τη Δύναμη. Αλλά δεν ήταν αυτός ο κατάλληλος τρόπος. Ίσως μάλιστα η Αλβιάριν να αντιστεκόταν, και το να τσακώνεται σαν χωριατοπούλα στο στάβλο δεν ήταν η καλύτερη μέθοδος για να εδραιώσει η Άμερλιν την εξουσία της. Όμως η Αλβιάριν θα μάθαινε να της υποτάσσεται, όπως είχαν κάνει και οι άλλες. Το πρώτο βήμα θα ήταν να αφήσει την Αλβιάριν έρμαιο της άγνοιάς της σε ό,τι αφορούσε τον αφέντη Φάιν, όποιο εν πάση περιπτώσει κι αν ήταν το αληθινό του όνομα.
Ο Πάνταν Φάιν έδιωξε από τις σκέψεις του την αναστατωμένη Αποδεχθείσα, καθώς έμπαινε στο σπουδαστήριο της Άμερλιν· ήταν νοστιμούλα και του άρεσαν οι κοπέλες να σπαρταρούν σαν πουλάκια στο κλουβί, τώρα όμως έπρεπε να συγκεντρωθεί σε πιο σημαντικά ζητήματα. Ξεροτρίβοντας τα χέρια του, έσκυψε το κεφάλι χαμηλά όπως άρμοζε, ταπεινά όπως άρμοζε, όμως οι δύο γυναίκες που τον περίμεναν στην αρχή δεν έδειξαν να αντιλαμβάνονται την παρουσία του, έτσι όπως είχαν τα βλέμματα στυλωμένα μεταξύ τους. Η ένταση ανάμεσά τους ήταν τόσο απτή, ώστε του φάνηκε ότι, αν άπλωνε χέρι, θα την άγγιζε. Παντού μέσα στον Λευκό Πύργο απλωνόταν η ένταση και η διχόνοια. Τόσο το καλύτερο. Μπορούσε να υποδαυλίσει την ένταση, να εκμεταλλευτεί τη διχόνοια, κατά πώς όριζε η ανάγκη του.