Είχε ξαφνιαστεί βρίσκοντας την Ελάιντα στην Έδρα της Άμερλιν. Καλύτερα όμως έτσι παρά να έβρισκε εκείνη που περίμενε να βρει. Είχε ακούσει ότι κατά πολλούς τρόπους η Ελάιντα δεν ήταν τόσο δυνατή όσο η γυναίκα που φορούσε το επιτραχήλιο πριν απ’ αυτήν. Ήταν πιο σκληρή, αυτό μάλιστα, και πιο άσπλαχνη, αλλά και πιο εύθραυστη. Θα ήταν πιο δύσκολο να τη λυγίσει, πιθανότατα, αλλά πιο εύκολο να την τσακίσει. Αν χρειαζόταν να κάνει το ένα ή το άλλο. Πάντως γι’ αυτόν οι Άες Σεντάι δεν διέφεραν μεταξύ τους, ακόμα και μια Άμερλιν. Ανόητες. Επικίνδυνες ανόητες, αυτό ναι, αλλά χρήσιμες ηλίθιες, κάποιες φορές.
Τελικά συνειδητοποίησαν την παρουσία του· η Άμερλιν έσμιξε λιγάκι τα φρύδια όταν κατάλαβε ότι την είχε ξαφνιάσει, η Τηρήτρια των Χρονικών δεν άλλαξε έκφραση. «Τώρα μπορείς να πηγαίνεις, κόρη μου», είπε σταθερά η Ελάιντα, τονίζοντας διακριτικά αλλά σαφώς το «τώρα». Ω, ναι. Οι εντάσεις, οι χαραμάδες της εξουσίας. Χαραμάδες όπου μπορούσε να φυτέψει σπόρους. Ο Φάιν πρόφτασε να κρατηθεί πριν χαχανίσει.
Η Αλβιάριν δίστασε πριν κλίνει ελάχιστα το γόνυ. Βγαίνοντας από το δωμάτιο, το βλέμμα της πέρασε πάνω του, ανέκφραστο αλλά ανησυχητικό. Μαζεύτηκε ασυναίσθητα, καμπούριασε τους ώμους του προστατευτικά· το πανωχείλι του στράβωσε με ένα άηχο γρύλισμα προς τη λεπτή ράχη της. Φορές-φορές ο Φάιν, χωρίς να ξέρει γιατί, είχε την αίσθηση, για μια στιγμή μονάχα, ότι η Αλβιάριν ήξερε πολλά γι’ αυτόν. Το απαθές πρόσωπό της, το απαθές βλέμμα της, δεν άλλαξαν διόλου. Τέτοιες στιγμές ήθελε να τα κάνει να αλλάξουν. Από φόβο. Αγωνία. Ικεσία. Παραλίγο θα έβαζε τα γέλια με τις σκέψεις του. Θα ήταν άσκοπο, όμως. Η Αλβιάριν δεν θα καταλάβαινε τίποτα. Με λίγη υπομονή, θα ξεμπέρδευε μαζί της και με το απαράλλαγο βλέμμα της.
Ο Πύργος είχε πράγματα που άξιζαν λίγη υπομονή στα αμπαρωμένα δωμάτιά του. Ήταν εκεί το Κέρας του Βαλίρ, το μυθικό Κέρας που είχε φτιαχτεί για να καλέσει νεκρούς ήρωες από τον τάφο για την Τελευταία Μάχη. Ήταν κάτι που αγνοούσαν ακόμα και οι περισσότερες Άες Σεντάι, όμως αυτός ήξερε να μυρίζεται και να μαθαίνει. Ήταν εκεί το εγχειρίδιο. Ο Φάιν ένιωθε την έλξη του όπως στεκόταν εκεί. Μπορούσε να το δείξει με το χέρι. Ήταν δικό του, κομμάτι του εαυτού του, που το είχαν κλέψει και το είχαν κρύψει αυτές οι Άες Σεντάι. Αν είχε το εγχειρίδιο, θα αναπλήρωνε πολλά που είχε χάσει· δεν ήξερε πώς ακριβώς θα γινόταν αυτό, αλλά ήταν σίγουρος ότι έτσι θα γινόταν. Για όσα είχε χάσει η Αριντόλ. Ήταν πολύ επικίνδυνο να το επιστρέψει στην Αριντόλ, μπορεί να τον παγίδευαν ξανά εκεί. Ανατρίχιασε. Είχε μείνει τόσο καιρό παγιδευμένος. Δεν θα το ξαναπάθαινε.
Φυσικά, κανένας δεν την αποκαλούσε πια Αριντόλ, αλλά Σαντάρ Λογκόθ. Το Μέρος όπου Καρτερεί η Σκιά. Ταιριαστό όνομα. Είχαν αλλάξει τόσα πολλά. Ακόμα και ο ίδιος. Ο Πάνταν Φάιν. Ο Μόρντεθ. Ο Ορντήθ. Καμιά φορά, δεν ήξερε ποιο ήταν το πραγματικό του όνομα, ποιος πραγματικά ήταν. Ένα ήταν σίγουρο. Δεν ήταν αυτός που νόμιζαν ότι ήταν. Όσοι νόμιζαν ότι τον ήξεραν, έκαναν μεγάλο λάθος. Ήταν μεταμορφωμένος πια. Αυτεξούσιος, πέρα από κάθε άλλη δύναμη. Όλοι θα το μάθαιναν, κάποια στιγμή.
Ξαφνικά, συνειδητοποίησε αιφνιδιασμένος ότι η Άμερλιν είχε πει κάτι. Ψάρεψε το μυαλό του και το βρήκε. «Μάλιστα, Μητέρα, το σακάκι μού ταιριάζει πολύ καλά». Χάιδεψε το μαύρο βελούδο, για να δείξει πόσο φίνο το έβρισκε, λες και είχαν σημασία τα ρούχα. «Είναι εξαιρετικό σακάκι. Σ’ ευχαριστώ βαθύτατα, Μητέρα». Είχε προετοιμαστεί για να υπομείνει κι άλλες προσπάθειές της να τον κάνει να νιώσει άνετα, έτοιμος να γονατίσει και να φιλήσει το δαχτυλίδι της, όμως αυτή τη φορά η Άες Σεντάι μπήκε κατευθείαν στο ψητό.
«Πες μου κι άλλα που ξέρεις για τον Ραντ αλ’Θόρ, αφέντη Φάιν».
Το βλέμμα του Φάιν πετάχτηκε στον πίνακα με τους δύο άνδρες και. κοιτάζοντάς τον. η ράχη του ίσιωσε. Το πορτραίτο του αλ’Θόρ τον παράσερνε όσο και ο ίδιος εκείνος ο άνθρωπος, έκανε τις φλέβες του να κοχλάζουν από οργή και μίσος. Εξαιτίας αυτού του νεαρού είχε υποστεί πόνο πέρα από κάθε ανάμνηση, πόνο που σκοπίμως ξεχνούσε, και είχε υποστεί κάτι πολύ χειρότερο από πόνο. Τον είχαν σπάσει και τον είχαν ξαναφτιάξει από την αρχή, εξαιτίας του αλ’Θόρ. Φυσικά, το ξαναφτιάξιμό του είχε προσφέρει το μέσο να εκδικηθεί, αλλά αυτό ήταν άσχετο. Πλάι στην επιθυμία του να εξοντώσει τον αλ’Θόρ, όλο τα άλλα έμοιαζαν ασήμαντα.