Όταν στράφηκε πάλι στην Άμερλιν, δεν συνειδητοποίησε ότι ο τρόπος του ήταν επιβλητικός όσο και ο δικός της, και ότι την αντίκριζε κατάματα σαν ίσος προς ίσον. «Ο Ραντ αλ’Θόρ είναι πονηρός και πανούργος, αδιάφορος για τους πάντες και τα πάντα εκτός από την εξουσία του». Η ανόητη γυναίκα. «Δεν κάνει ποτέ αυτό που περιμένεις». Όμως, αν αυτή η γυναίκα του έφερνε στα χέρια τον αλ’Θόρ... «Είναι δύσκολο να τον καθοδηγήσει κανείς —πολύ δύσκολο― αλλά πιστεύω ότι μπορεί να γίνει. Πρώτα πρέπει να κάνεις του χεριού σου κάποιον από τους λίγους που εμπιστεύεται...» Αν του πρόσφερε τον αλ’Θόρ, ίσως την άφηνε να ζήσει, όταν θα έφευγε, έστω κι αν ήταν Άες Σεντάι.
Αράζοντας νωχελικά σε μια επίχρυση πολυθρόνα, φορώντας μόνο πουκάμισο, με το πόδι ριγμένο πάνω στο επενδυμένο μπράτσο της, ο Ράχβιν χαμογέλασε, καθώς η γυναίκα που στεκόταν μπροστά στο τζάκι επαναλάμβανε αυτά που της είχε πει. Υπήρχε μια γυαλάδα στα μεγάλα, καστανά μάτια της. Ήταν μια όμορφη νεαρή, ακόμα και τώρα που φορούσε απλά γκρίζα μάλλινα ρούχα για να μεταμφιεστεί, όμως δεν ήταν αυτό που τον ενδιέφερε πάνω της.
Καμία πνοή του αέρα δεν έμπαινε από τα ψηλά παράθυρα του δωματίου. Στο πρόσωπο της γυναίκας κυλούσε ιδρώτας, ενώ μιλούσε, και κόμποι ιδρώτα γέμιζαν το στενό πρόσωπο του άλλου άνδρα που ήταν παρών. Παρ’ όλο που ο άνδρας αυτός φορούσε φίνο κόκκινο σακάκι, μεταξωτό και χρυσοκέντητο, στεκόταν παγωμένος σαν υπηρέτης, κάτι που τρόπον τινά ήταν, αν και με τη δική του βούληση, αντίθετα από τη γυναίκα. Φυσικά, ο άνδρας προς στιγμήν ήταν κουφός και τυφλός.
Ο Ράχβιν χειριζόταν προσεκτικά τις ροές του Πνεύματος που είχε υφάνει γύρω τους. Δεν ήθελε να χαλάσει δύο πολύτιμους υπηρέτες.
Φυσικά ο ίδιος δεν ίδρωνε. Δεν επέτρεπε στην επίμονη κάψα του καλοκαιριού να τον αγγίξει. Ήταν ψηλός, μεγαλόσωμος, μελαχρινός και όμορφος παρά τις λευκές πινελιές στους κροτάφους του. Δεν είχε δυσκολευτεί να πειθαναγκάσει αυτή τη γυναίκα.
Μια βλοσυρή έκφραση αλλοίωνε το πρόσωπό του. Με μερικούς ανθρώπους έτσι ήταν. Λίγοι —ελάχιστοι― είχαν τόσο μεγάλη δύναμη του εαυτού τους που το μυαλό τους έψαχνε, έστω και ασυναίσθητα, για κενά απ’ όπου θα ξεγλιστρούσε. Για κακή του τύχη, είχε κάποια ανάγκη για ένα τέτοιο άτομο. Μπορούσε να χειραγωγήσει τη γυναίκα, αυτή όμως συνεχώς προσπαθούσε να βρει διέξοδο χωρίς να γνωρίζει ότι ήταν παγιδευμένη. Φυσικά, στο τέλος δεν θα την χρειαζόταν πια· τότε θα έπρεπε να αποφασίσει αν θα την άφηνε να συνεχίσει το δρόμο της, ή αν θα την ξεφορτωνόταν οριστικά. Και η μια και η άλλη επιλογή εγκυμονούσαν κινδύνους. Όχι κάτι που θα μπορούσε να τον απειλήσει, φυσικά, αλλά ήταν προσεκτικός άνθρωπος, επιμελής. Οι μικροί κίνδυνοι είχαν την τάση να μεγαλώνουν αν τους αγνοούσες, και πάντα επέλεγε τα ρίσκα του με μια δόση σύνεσης. Τι να ’κανε, να τη σκότωνε ή να την κρατούσε;
Όταν η γυναίκα έπαψε να μιλά, αυτό τον έβγαλε από τους στοχασμούς του. «Όταν φύγεις από εδώ», της είπε, «δεν θα θυμάσαι τίποτα από αυτή την επίσκεψη. Θα θυμάσαι μόνο ότι έκανες το συνηθισμένο πρωινό περίπατό σου». Εκείνη ένευσε, πρόθυμη να τον ευχαριστήσει, κι εκείνος έδεσε ανάλαφρα τις ίνες του Πνεύματος, για να εξατμιστούν από το μυαλό της όταν θα έφτανε στο δρόμο που πήγαινε. Όταν χρησιμοποιούσες συχνά τον πειθαναγκασμό, αυτός που τον υφίστατο σιγά-σιγά κατέληγε να σε υπακούει ακόμα και όταν είχε περάσει η επίδραση του· αλλά όσο βρισκόταν υπό την επήρεια του πειθαναγκασμού, υπήρχε κίνδυνος να γίνει αυτό το γεγονός αντιληπτό.
Όταν τελείωσε, αποδέσμευσε επίσης και το μυαλό του Έλεγκαρ. Του Άρχοντα Έλεγκαρ, Ήταν ένας ασήμαντος ευγενής, πιστός όμως στους όρκους του. Αυτός έγλειψε νευρικά τα χείλη του, έριξε μια ματιά στη γυναίκα και μετά έπεσε αμέσως στο ένα γόνατο μπροστά στον Ράχβιν. Οι Φίλοι του Σκότους —Σκοτεινόφιλους τους ονόμαζαν τώρα — είχαν αρχίσει να μαθαίνουν πόσο αυστηρά έπρεπε να φυλάνε τους όρκους τους, τώρα που ήταν ελεύθεροι ο Ράχβιν και οι άλλοι.
«Πήγαινε την στο δρόμο της περνώντας από τα πίσω στενά», είπε ο Ράχβιν, «και άφησέ την εκεί. Δεν πρέπει να τη δουν».
«Θα γίνει όπως το λες, Μεγάλε Αφέντη», είπε ο Έλεγκαρ, υποκλινόμενος, καθώς γονάτιζε. Σηκώθηκε και αποσύρθηκε από την παρουσία του Ράχβιν περπατώντας ανάποδα, ενώ υποκλινόταν και τραβούσε τη γυναίκα από το μπράτσο. Εκείνη φυσικά τον ακολούθησε πειθήνια, με το βλέμμα ακόμα θολό. Ο Έλεγκαρ δεν θα τη ρωτούσε το παραμικρό. Ήξερε αρκετά και καταλάβαινε ότι υπήρχαν πράγματα που θα ήταν καλύτερο να μην γνωρίζει.