Κ. Σ. Λιούις
Το Λιοντάρι, η Μαγιςςα και η Ντουλάπα
Αγαπημένη μου Λούσυ,
Αυτή την ιστορία την έγραψα για σένα, μα όταν την άρχιζα δεν ήξερα πως τα κοριτσάκια μεγαλώνουν πιο γρήγορα από τα βιβλία. Έτσι τώρα είσαι πολύ μεγάλη για παραμύθια, κι ώσπου να τυπωθεί και να δεθεί θα είσαι ακόμα μεγαλύτερη. Κάποια μέρα όμως θα γίνεις αρκετά μεγάλη για να ξαναγυρίσεις στα παραμύθια. Θα το κατεβάσεις τότε από κάποιο ψηλό ράφι, θα το ξεσκονίσεις και θα μου πεις τη γνώμη σου. Το πιθανότερο είναι πως θα ’μαι πολύ κουφός για να σ’ ακούσω και πολύ γέρος για να καταλάβω τι μου λες, αλλά θα σ’ αγαπώ σαν πάντα,
Ο νουνός σου
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Η Λούσυ τρυπώνει στη ντουλάπα
Ήτανε κάποτε τέσσερα παιδιά, ο Πήτερ, η Σούζαν, ο Έντμουντ και η Λούσυ. Σ’ αυτή την ιστορία θα σας μιλήσω για την περιπέτεια που έζησαν κάποια φορά, παλιά, στα χρόνια του πολέμου, όταν τα φυγαδέψαν από το Λονδίνο γιατί γινόντουσαν βομβαρδισμοί. Τα στείλανε λοιπόν στο σπίτι ενός γερο-καθηγητή, που έμενε στην καρδιά της εξοχής, δέκα μίλια από τον κοντινότερο σιδηροδρομικό σταθμό και δύο μίλια από το γειτονικό ταχυδρομείο. Ο καθηγητής, δεν είχε γυναίκα, κι έμενε σ’ ένα πελώριο σπίτι μαζί με την οικονόμο του, την κυρα-Μακρέντυ, και τρεις υπηρέτριες. (Αυτές εδώ τις έλεγαν Ήβη, Μπέτυ και Μαργαρίτα, αλλά δεν παίζουνε σπουδαίο ρόλο στην ιστορία μας). Ήταν πολύ γέρος ο καθηγητής, με φουντωτά πυκνά μαλλιά που του φυτρώναν στο κεφάλι και στο μισό του πρόσωπό, και τον έβαλαν αμέσως στην καρδιά τους· το πρώτο βράδυ όμως που βγήκε στην πόρτα να τους υποδεχτεί είχε τόσο παράξενη όψη, που η Λούσυ (η μικρότερη) τόνε φοβήθηκε λιγάκι, κι ο Έντμουντ (ο αμέσως μεγαλύτερος της) πάτησε τα γέλια κι έκανε πως φυσάει τη μύτη του για να μην τον πάρουν είδηση.
Όταν πια καληνύχτισαν τον καθηγητή κι ανέβηκαν στο πάνω πάτωμα, τ’ αγόρια τρύπωσαν στο δωμάτιο των κοριτσιών για να τα κουβεντιάσουν.
«Τύχη βουνό!» έκανε ο Πήτερ. «Θα τα περάσουμε σπουδαία. Ο φιλαράκος θα μας αφήνει να κάνουμε ό,τι θέλουμε».
«Είναι πολύ γλυκό γεροντάκι», είπε η Σούζαν.
«Δε με παρατάτε, λέω γω!» γκρίνιαξε ο Έντμουντ, που ήταν κουρασμένος αλλά παράσταινε τον ξεκούραστο, κι αυτό όπως πάντα του χαλούσε το κέφι. «Ώρα που βρήκατε για τέτοιες κουβέντες!».
«Τι σου φταίνε οι κουβέντες;» είπε ή Σούζαν. «Και, εδώ που τα λέμε, εσύ θα ’πρεπε να βρίσκεσαι στο κρεβάτι».
«Για κοίτα, μη μου κάνεις τη μαμά εμένα!» είπε ο Έντμουντ. «Από πού κι ως πού θα μου πεις πότε να πλαγιάσω; Αμα νυστάζεις, τράβα να κοιμηθείς!».
«Καλύτερα να πάμε όλοι για ύπνο», μπήκε στη μέση η Λούσυ. «Αν μας ακούσουν να μιλάμε, θα φάμε κατσάδα».
«Αποκλείεται», είπε ο Πήτερ. «Όπως σας βλέπω και με βλέπετε, σ’ αυτό το σπίτι κανείς δε θα νοιαστεί ποτέ τι κάνουμε. Κι έπειτα, πώς να μας ακούσουν; Από δω ως κάτω στην τραπεζαρία είναι δέκα λεπτά δρόμος, κι ανάμεσά μας ένα σωρό σκάλες και διάδρομοι».
«Τι έκανε έτσι;» πετάχτηκε ξαφνικά η Λούσυ. Πρώτη φορά βρισκόταν σε τόσο μεγάλο σπίτι, και μόνο που σκεφτόταν τους μακριούς διαδρόμους και τις πόρτες που έβγαζαν σε αδειανά δωμάτια, την έπιανε σύγκρυο.
«Πουλί ήτανε, βρε χαζή», είπε ο Έντμουντ.
«Κουκουβάγια», διόρθωσε ο Πήτερ. «Πρέπει να ’χει του κόσμου τα πουλιά εδώ γύρω. Εγώ πάντως πάω για ύπνο, κι αύριο θα τα ψάξουμε όλα με την ησυχία μας. Σε μέρος σαν κι αυτό, μπορεί να βρεις, ό,τι βάλει ο νους σου. Είδατε κείνα τα βουνά που περάσαμε; Αμ’ τα δάση; Πρέπει να ’χει αετούς. Και ελάφια. Και γεράκια».
«Και ασβούς!» είπε η Λούσυ.
«Και αλεπούδες!» είπε ο Έντμουντ.
«Και λαγούς!» είπε η Σούζαν.
Όταν όμως ξημέρωσε η άλλη μέρα, είχε πιάσει μια μονότονη κι επίμονη βροχή, τόσο πυκνή, που από το παράθυρο όχι δάση δεν έβλεπες, μα μήτε το ρυάκι στον κήπο.
«Όλα τα ’χαμε, η βροχή μας έλειπε!» είπε ο Έντμουντ. Είχαν τελειώσει τώρα δα το πρωινό τους με τον καθηγητή, κι ανέβηκαν στο δωμάτιο που τους βόλεψε για να παίζουν· ήταν μακρύ και χαμηλοτάβανο, με δυο παράθυρα μπροστά κι άλλα δύο πίσω.
«Να χαρείς, καημένε, άσε τις γκρίνιες», είπε η Σούζαν. «Πάω στοίχημα πως σε καμιά ώρα ο καιρός θ’ ανοίξει. Και στο μεταξύ, δεν περνάμε κι άσκημα. Έχουμε ραδιόφωνο, κι ένα σωρό βιβλία».
«Αυτά είναι για σας», είπε ο Πήτερ. «Εγώ λέω να εξερευνήσω το σπίτι».
Όλοι συμφώνησαν, κι έτσι άρχισαν οι περιπέτειες. Το σπίτι έμοιαζε να μην έχει τέλος, γεμάτο αναπάνταχες κρυψώνες. Οι πρώτες πόρτες που άνοιξαν έβγαζαν στα υπνοδωμάτια των ξένων - αυτό το περίμεναν· πιο κάτω όμως, συνάντησαν μια αίθουσα μακρόστενη, όλο κάδρα και μια πανοπλία· άνοιξαν έπειτα άλλη πόρτα κι είδαν μια κάμαρα ντυμένη με πράσινες κουρτίνες, και στη γωνιά στεκόταν μια μεγάλη άρπα· κατέβηκαν τρία σκαλιά, ανέβηκαν άλλα πέντε, βγήκαν σ’ ένα διαδρομάκι, κι από κει πέρασαν την πόρτα και βρέθηκαν στη γαλαρία· ανακάλυψαν τότε μια σειρά δωμάτια, που το ένα έβγαζε στο άλλο, κι είχαν τους τοίχους γεμάτους βιβλία - παμπάλαια, τα πιο πολλά, και μερικά πιο μεγάλα κι από το ευαγγέλιο στην εκκλησία. Και παρακάτω βρήκαν κι άλλο δωμάτιο, αδειανό, και μέσα μια μεγάλη ντουλάπα, από κείνες με τον καθρέφτη στην πόρτα. Δεν είχε τίποτ’ άλλο, εκτός από μια ψόφια χρυσόμυγα στο περβάζι.