Ο Έντμουντ είχε αρχίσει κιόλας να νιώθει απαίσια απ’ τα γλυκά που έφαγε, κι όταν άκουσε πως η Κυρία που συνάντησε και πιάσανε φιλίες ήταν μια μάγισσα κακιά κι επικίδυνη, έγινε ακόμα πιο χάλια. Ωστόσο, ακόμα και τώρα, πιο πολύ απ’ οτιδήποτε άλλο, ήθελε να ξαναδοκιμάσει τα λουκούμια της.
«Και ποιος σου τις είπε εσένα αυτές τις ιστορίες για τη Λευκή Μάγισσα;» ρώτησε.
«Ο κύριος Τούμνους, ο Φαύνος», είπε η Λούσυ.
«Κανένας δεν τους παίρνει στα σοβαρά τους Φαύνους», είπε ο Έντμουντ, παρασταίνοντας τον καμπόσο.
«Πού το ξέρεις εσύ;» είπε η Λούσυ.
«Αυτό το ξέρουνε κι οι κότες», έκανε ο Έντμουντ. «Ρώτα όποιον θες. Πάντως, για να σου πω, δεν είναι και κανένα κατόρθωμα να στεκόμαστε έτσι στα χιόνια. Πάμε σπίτι».
«Πάμε», είπε η Λούσυ. «Αχ Έντμουντ, να ’ξερες πόσο χαίρομαι που μπήκες και συ. Τώρα κι οι άλλοι θα πιστέψουν στη Νάρνια, αφού μπήκαμε κι οι δυο μας. Θα κάνουμε μεγάλο γλέντι».
Μέσα του όμως, ο Έντμουντ λογάριασε πως δε θα διασκέδαζε το ίδιο με τη Λούσυ, γιατί θα ’πρεπε να παραδεχτεί μπροστά σε όλους πως η αδερφή του είχε δίκιο, κι ήτανε σίγουρος πως οι άλλοι θα πήγαιναν με το μέρος των Φαύνων και των ζώων, ενώ εκείνος είχε αρχίσει κιόλας να συμπαθεί τη Μάγισσα. Δε θα ’ξερε λοιπόν τι να τους πει και πώς να κρατήσει το μυστικό του, όταν πια όλοι θα μιλούσαν για τη Νάρνια.
Ο δρόμος του γυρισμού τους φάνηκε μακρύς - όσο που, άξαφνα, ένιωσαν γύρω τους γούνες αντί για κλαδιά, και την άλλη στιγμή βρισκόντουσαν έξω από τη ντουλάπα, στο αδειανό δωμάτιο.
«Χάλια που έχεις!» είπε η Λούσυ. «Δε νιώθεις καλά;».
«Εγώ; Μια χαρά είμαι!» είπε ο Έντμουντ, αλλά δεν ήταν αλήθεια. Ένιωθε ζάλη κι ανακατωσούρα.
«Έλα τότε», είπε η Λούσυ, «πάμε να βρούμε τους άλλους. Έχουμε να τους πούμε τόσα πράγματα! Και τι περιπέτειες μας περιμένουν τώρα όλους μαζί!».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
Πάλι στην «αποδώ» μεριά της ντουλάπας
Το κρυφτό συνεχιζόταν, κι ο Έντμουντ με τη Λούσυ έκαναν κάμποση ώρα να βρουν τους άλλους. Όταν μαζεύτηκαν καμιά φορά σε κείνη τη μακρόστενη αίθουσα με την πανοπλία, η Λούσυ δεν κρατήθηκε άλλο:
«Πήτερ! Σούζαν! Είναι αλήθεια! Το ’δε κι ο Έντμουντ με τα μάτια του. Η χώρα πίσω απ’ τη ντουλάπα υπάρχει. Μπήκαμε κι οι δυο μας και συναντηθήκαμε στο δάσος. Άντε Έντμουντ, πες τους τα και συ!».
«Τι έγινε Έντμουντ;» είπε ο Πήτερ.
Και τώρα φτάνουμε σ’ ένα απ’ τα πιο δυσάρεστα σημεία της ιστορίας μας. Ως εδώ, ο Έντμουντ ένιωθε ανακατωσούρα ’και κακοκεφιά · ήταν και τσαντισμένος που η Λούσυ δικαιώθηκε - αλλά δεν είχε σκεφτεί ακόμα τι θα κάνει. Κι άξαφνα τώρα, μόλις τον ρώτησε ο Πήτερ, αποφάσισε να κάνει το πιο κακό κι ανάποδο πράγμα που μπορούσε να σκεφτεί: Να προδώσει τη Λούσυ.
«Λέγε, Εντ», είπε η Σούζαν.
Ο Έντμουντ λοιπόν κορδώθηκε λες κι ήταν κάμποσα χρονάκια μεγαλύτερος από τη Λούσυ (στην πραγματικότητα είχαν μονάχα ένα χρόνο διαφορά), χαμογέλασε πονηρά και είπε, «Α, βέβαια, παίζαμε με τη Λούσυ - κάναμε πως όλη αυτή η ιστορία με τη χώρα της ντουλάπας είναι αληθινή. Στα ψέματα βέβαια, γιατί στ’ αλήθεια δεν υπάρχει τίποτα».
Η καημένη η Λούσυ έριξε του Έντμουντ μια φοβερή ματιά και βγήκε σα σίφουνας από το δωμάτιο.
Ο Έντμουντ όμως, που κάθε λεπτό γινόταν και πιο οτριμμένος, σίγουρος πως τα κατάφερε περίφημα, συνέχισε, «Πάλι τα ίδια! Μα τι την έπιασε; Αυτό είναι το κακό με τα πιτσιρίκια. Όλο - ».
«Για να σου πω», έκανε άγρια ο Πήτερ. «Κόφτ’ το! Φέρεσαι απαίσια στη Λούσυ από τότε που άρχισε εκείνη την ανοησία με τη ντουλάπα, και τώρα της σκαρώνεις πλάκες για να την κουρδίζεις. Είμαι σίγουρος πως το κάνεις επίτηδες».
«Μα είναι κουταμάρες», είπε ο Έντμουντ μουδιασμένα.
«Και βέβαια κουταμάρες είναι», είπε ο Πήτερ. «Αυτό λέω και γω. Η Λου ήτανε μια χαρά όταν φύγαμε από το σπίτι, μα από τότε που ήρθαμε εδώ φαίνεται πως είτε της έστριψε, ή έγινε η πιο τρομερή ψεύτρα του κόσμου. Ό,τι από τα δύο κι αν συμβαίνει, δεν κάνεις καθόλου καλά να την πειράζεις και να την κοροϊδεύεις τη μια μέρα, και να την ενθαρρύνεις την άλλη».
«Μα εγώ νόμιζα - νόμιζα», είπε ο Έντμουντ· αλλά δεν του ’ρχότανε τίποτα να πει.
«Δε νόμιζες τίποτα», είπε ο Πήτερ· «το κάνεις από κακία. Πάντα σ’ αρέσει να φέρεσαι απαίσια στους μικρότερους σου· τα είδαμε και στο σχολείο τα κατορθώματά σου».
«Άστονε», είπε η Σούζαν · «δεν αλλάζει τίποτα και να τσακωθείτε. Πάμε να βρούμε τη Λούσυ».