«Δηλαδή το πιστεύετε στ’ αλήθεια πως μπορεί να υπάρχουν άλλοι κόσμοι - παντού, ακόμα κι εδώ γύρω - να, έτσι;» είπε ο Πήτερ.
«Τίποτα δεν είναι πιο πιθανό», απάντησε ο καθηγητής βγάζοντας τα γυαλιά του, κι άρχισε να τα καθαρίζει μουρμουρίζοντας μοναχός του, «Πολύ θα ’θελα να ξέρω τι τους μαθαίνουν σ’ αυτά τα σχολεία…».
«Και τώρα τι κάνουμε;» είπε η Σούζαν, βλέποντας τη συζήτηση να ξεφεύγει από το θέμα.
«Καλή μου δεσποινιδούλα», είπε ο καθηγητής, κι άξαφνα τους κοίταξε πολύ επίμονα, «έχω ένα σχέδιο που κανείς σας δεν το πρότεινε ακόμα, και που αξίζει να το δοκιμάσετε».
«Τι;» είπε η Σούζαν.
«Να προσπαθήσουμε να κοιτάμε όλοι τη δουλειά μας», είπε ο καθηγητής. Και εδώ ακριβώς τέλειωσε η συζήτηση.
Έπειτα απ’ αυτό, τα πράγματα έφτιαξαν κάπως για τη Λούσυ. Ο Πήτερ είχε το νου του στον Έντμουντ να μην την πειράξει, και κανείς πια δεν έβρισκε όρεξη να ξαναμιλήσει για τη ντουλάπα, που είχε γίνει αρκετά επικίνδυνο θέμα. Έτσι, για ένα διάστημα φάνηκε πως όλες οι περιπέτειες τελείωσαν· αλλά αυτό δεν ήταν καθόλου αλήθεια.
Το σπίτι του καθηγητή - που κι ο ίδιος το ήξερε τόσο λίγο - ήταν παμπάλαιο και ξακουστό, κι ένα σωρό κόσμος ερχόταν απ’ όλη την Αγγλία και του ζητούσε την άδεια να το δει. Ήταν από κείνα τα σπίτια που αναφέρουν οι τουριστικοί οδηγοί, ακόμα και τα βιβλία της ιστορίας· και γιατί όχι, αφού είχαν να λένε γύρω απ’ αυτό λογής λογής παράξενες ιστορίες, μερικές μάλιστα ακόμα πιο παράξενες από τούτη που σας γράφω τώρα δα. Κι όταν έρχονταν ξένοι και ζητούσαν να το δουν, ο καθηγητής πάντα τους άφηνε, και η κυρα-Μακρέντυ, η οικονόμος, τους πήγαινε από δωμάτιο σε δωμάτιο και τους μιλούσε για τους πίνακες και την πανοπλία και για τα σπάνια βιβλία στη βιβλιοθήκη. Της κυρα-Μακρέντυ δεν της άρεσαν τα παιδιά, μήτε της καλοφαινόταν να τη διακόπτουν εκεί που διηγούνταν στους επισκέπτες όσα ήξερε και δεν ήξερε. Σχεδόν από την πρώτη μέρα (μαζί μ’ ένα σωρό άλλες οδηγίες) είχε πει του Πήτερ και της Σούζαν: «Και σας παρακαλώ, μην ξεχνάτε πως δεν πρέπει να βρισκόσαστε στα πόδια μου όταν ξεναγώ κόσμο στο σπίτι».
«Πουφ! Λες και θα ‘θελε κανένας μας επίτηδες να φάει το μισό του πρωί παίρνοντας από πίσω ένα μπουλούκι μυστήριους μεγάλους!» είπε ο Έντμουντ. Κι οι άλλοι τρεις το ίδιο σκέφτηκαν. Έτσι λοιπόν ξεκίνησαν οι περιπέτειες τη δεύτερη φορά.
Κάμποσες μέρες αργότερα, εκεί που ο Πήτερ με τον Έντμουντ περιεργαζόντουσαν την πανοπλία και κοιτούσαν πώς θα γίνει να τη λύσουν, τα δυο κορίτσια μπήκαν τρέχοντας στην αίθουσα: «Το νου σας! Έρχεται η Μακρένταινα κι ένα τσούρμο ξοπίσω της!».
«Δρόμο!» φώναξε ο Πήτερ, και βγήκαν όλοι από την πόρτα που βρισκόταν στο βάθος της αίθουσας. Πέρασαν απ’ το Πράσινο Δωμάτιο, κι από κει στη βιβλιοθήκη, όταν ξάφνου άκουσαν φωνές μπροστά τους και κατάλαβαν πως η κυρα-Μακρέντυ πρέπει να ’φερνε τους ξένους από τις πίσω σκάλες, κι όχι από τις μπροστινές, όπως λογάριαζαν. Εκείνη τη στιγμή λοιπόν, δεν ξέρω αν χάσανε το νου τους, ή αν η κυρα-Μακρέντυ τους κυνηγούσε στ’ αλήθεια, ή αν το σπίτι είχε τίποτα μαγικό που ζωντάνεψε και τους έσπρωχνε να γυρίσουν στη Νάρνια - μα ένιωσαν στ’ αλήθεια κυνηγημένοι, κι αφού βολόδειραν από δω κι από κει, η Σούζαν είπε, «Ουφ κι αυτοί οι τουρίστες! Πάμε να κρυφτούμε στο Δωμάτιο της Ντουλάπας ώσπου να περάσουν. Εκεί δεν πρόκειται να μπει κανείς». Μόλις όμως χώθηκαν στο δωμάτιο, άκουσαν πάλι φωνές στο διάδρομο και κάποιος ψαχούλεψε το χερούλι στην πόρτα - το είδαν μάλιστα να γυρίζει αργά.
«Γρήγορα!» είπε ο Πήτερ. «Δεν υπάρχει άλλη λύση!» κι άνοιξε διάπλατα τη ντουλάπα. Όρμησαν κι οι τέσσερις μέσα κουτρουβαλώντας και κάθισαν λαχανιάζοντας στα σκοτεινά. Ο Πήτερ βαστούσε από μέσα την πόρτα, μισόκλειστη όμως, γιατί φυσικά, όπως και κάθε λογικός άνθρωπος, θυμόταν ότι ποτέ μα ποτέ δεν πρέπει να κλειδώνεσαι μέσα σε ντουλάπες.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ
Μέσα στο δάσος
«Άντε να τους ξεκουβαλήσει γρήγορα η Μακρένταινα», είπε σε λίγο η Σούζαν. «Μούδιασα ολόκληρη».
«Και βρομάει και ναφθαλίνη, πουφ!» είπε ο Έντμουντ.
«Θα ’χουν γεμίσει ως και τις τσέπες των πανωφοριών για να μην τα φάει ο σκόρος», είπε η Σούζαν.
«Κάτι κολλάει στην πλάτη μου», είπε ο Πήτερ.
«Και κάνει κρύο», είπε η Σούζαν.
«Σα να ’χεις δίκιο», είπε ο Πήτερ. «Να πάρει η ευχή, είναι και υγρά. Τι γίνεται εδώ μέσα; Κάθομαι πάνω σε κάτι βρεγμένο. Κι όλο και πιο βρεγμένο το νιώθω!». Σηκώθηκε σκουντουφλώντας.
«Δε βγαίνουμε τώρα;» είπε ο Έντμουντ. «Φύγανε».
«Ααα!» έκανε ξαφνικά η Σούζαν, κι όλοι τη ρώτησαν τι τρέχει.