Υπογραφή:
Τα παιδιά κοιτάχτηκαν.
«Τελικά, δεν ξέρω αν θα μου αρέσει αυτός ο τόπος», είπε η Σούζαν.
«Ποια είναι η Βασίλισσα, Λου;» είπε ο Πήτερ. «Ξέρεις τίποτα γι’ αυτήν;».
«Δεν είναι αληθινή βασίλισσα», είπε η Λούσυ· «είναι μια τρομερή μάγισσα, η Λευκή Μάγισσα. Όλοι -δηλαδή όλοι οι καλοί - τη μισούν. Έχει μαγέψει τη χώρα και είναι πάντα χειμώνας, αλλά ποτέ δεν έρχονται Χριστούγεννα».
«Α - αναρωτιέμαι αν αξίζει τον κόπο να προχωρήσουμε», είπε η Σούζαν. «Θέλω να πω, δε νομίζω πως είμαστε ιδιαίτερα ασφαλείς εδωπέρα, κι απ’ ό,τι φαίνεται δε θα διασκεδάσουμε καθόλου. Και, κάθε λεπτό που περνάει, κάνει και πιο πολύ κρύο, κι ούτε πήραμε φαΐ μαζί μας. Τι λέτε, γυρνάμε σπίτι;».
«Αυτό να το βγάλετε απ’ το νου σας», είπε ξαφνικά η Λούσυ. «Μα δεν καταλαβαίνετε λοιπόν; Μετά απ’ όσα έγιναν, δεν πρέπει να τον αφήσουμε έτσι. Για χάρη μου έμπλεξε τόσο άσκημα ο καημενούλης ο Φαύνος. Εκείνος μ’ έκρυψε από τη Μάγισσα και μου ’δειξε το δρόμο να γυρίσω. Αυτό εννοεί όταν λέει “συνέδραμε τους εχθρούς της Αυτής Μεγαλειότητος και συνήψε φιλικάς σχέσεις μετά Ανθρώπων”. Πρέπει να κάνουμε τ’ αδύνατα δυνατά για να τον σώσουμε».
«Εμένα μου λες;» είπε ο Έντμουντ. «Νηστικό αρκούδι δε χορεύει».
«Πάψε, παλιο -» έκανε ο Πήτερ, που ήταν ακόμα θυμωμένος με τον Έντμουντ. «Εσύ Σούζαν, τι λες;».
«Έχω ένα τρομερό προαίσθημα πως η Λούσυ έχει δίκιο», είπε η Σούζαν. «Δε θέλω να πάμε μήτε βήμα παραπέρα, μακάρι να μην ερχόμαστε ποτέ. Αλλά νομίζω πως κάτι πρέπει να γίνει για τον κύριο Πώστον λένε - θέλω να πω, τον Φαύνο».
«Το ίδιο πιστεύω και γω», είπε ο Πήτερ. «Ανησυχώ όμως γιατί δεν έχουμε τρόφιμα. Θα ψήφιζα να γυρίσουμε και να πάρουμε τίποτα απ’ το κελάρι, αλλά δεν είναι διόλου σίγουρο ότι θα καταφέρουμε να ξαναμπούμε σ’ αυτή τη χώρα, αν βγούμε τώρα. Λέω καλύτερα να προχωρήσουμε».
«Κι εγώ», είπαν μ’ ένα στόμα τα δυο κορίτσια.
«Ας ξέραμε μονάχα πού τον έχουνε το φουκαρά!» είπε ο Πήτερ.
Στάθηκαν τότε αναποφάσιστοι, μην ξέροντας από πού ν’ αρχίσουν, όταν η Λούσυ είπε, «Κοιτάξτε! Να ένας κοκκινολαίμης με κατακόκκινο στηθάκι. Είναι το πρώτο πουλί που βλέπω εδώ. Δεν ξέρω τι λέτε εσείς, αλλά εγώ αναρωτιέμαι μήπως, στη Νάρνια, μιλάνε και τα πουλιά! Μοιάζει σα να θέλει να μας πει κάτι». Γύρισε λοιπόν στον Κοκκινολαίμη και φώναξε: «Σε παρακαλώ, μήπως μπορείς να μας πεις πού πήγανε τον Τούμνους το Φαύνο;» και με τα λόγια αυτά έκανε ένα βήμα προς το μέρος του πουλιού. Το πουλί πέταξε, αλλά δεν πήγε πιο πέρα από το διπλανό δέντρο. Εκεί κούρνιασε σ’ ένα κλαρί και τους κοίταξε πολύ επίμονα, λες και καταλάβαινε τις κουβέντες τους. Σχεδόν ασυναίσθητα, τα τέσσερα παιδιά έκαναν άλλα δυο βήματα. Και πάλι ο Κοκκινολαίμης πέταξε στο παρακάτω δέντρο και τα ξανακοίταξε παράξενα. (Σίγουρα ποτέ σας δεν έχετε δει τέτοιον κοκκινολαίμη, με τόσο κόκκινο στηθάκι και τόσο λαμπερά μάτια).
«Ξέρετε κάτι;» είπε η Λούσυ. «Θαρρώ πως θέλει να τον ακολουθήσουμε».
«Έτσι μου φαίνεται και μένα», είπε η Σούζαν. «Εσύ Πήτερ, τι λες;».
«Δε χάνουμε και τίποτα να δοκιμάσουμε», είπε ο Πήτερ.
Ο Κοκκινολαίμης φαινόταν να ξέρει καλά τη δουλειά του· πετούσε από δέντρο σε δέντρο, μένοντας πάντα λίγα μέτρα μπροστά τους, αλλά αρκετά κοντά για να τον ακολουθούν άνετα. Κι έτσι, μπρος το πουλί και πίσω τα παιδιά, κατέβηκαν σιγά σιγά το λόφο. Από κάθε κλαρί που σταματούσε ο Κοκκινολαίμης, τιναζόταν ένας μικρός καταρράχτης από το στοιβαγμένο χιόνι. Και σε λίγο τα σύννεφα άνοιξαν και τους τύφλωσαν. Είχανε κάνει κοντά μισή ώρα δρόμο, με τα δυο κορίτσια μπροστά, όταν ο Έντμουντ μίλησε στον Πήτερ: «Αν η αφεντιά σου καταδέχεται ν’ ακούσει, έχω να σου πω κάτι που καλά θα κάνεις να το προσέ―
«Σαν τι;» είπε ο Πήτερ.
«Σςςςς! Όχι τόσο δυνατά!» είπε ο Έντμουντ. «Δε βγαίνει τίποτα να τις τρομάξουμε. Καταλαβαίνεις τι κάνουμε τόση ώρα;».
«Τι;» έκανε ψιθυριστά ο Πήτερ.
«Ακολουθούμε έναν άγνωστο οδηγό. Πού ξέρεις με ποιανού το μέρος είναι το πουλί; Αποκλείεται να μας παρασέρνει σε παγίδα;».
«Τι φριχτή ιδέα σου κατέβηκε! Κι ωστόσο - είναι κοκκινολαίμης, και σ’ όλες τις ιστορίες που έχω διαβάσει, οι κοκκινολαίμηδες είναι καλά πουλιά. Δε νομίζω πως θα πήγαινε ποτέ κανένας τους με τους κακούς».
«Και σάμπως ξέρουμε ποιοι είναι οι κακοί; Ποιος μας λέει ότι οι Φαύνοι έχουν δίκιο και η Βασίλισσα (σύμφωνοι, μας την παράστησαν για μάγισσα) είναι η κακιά; Αν το καλοσκεφτείς, δεν ξέρουμε τίποτα γι’ αυτήν».