Выбрать главу

«Νάμαστε, κυρία Καστορίνα, τους βρήκα. Από δω οι Γιοι του Αδάμ και οι Κόρες της Εύας» - και μπήκανε όλοι μέσα.

Το πρώτο πράγμα που άκουσε η Λούσυ μπαίνοντας, ήταν ένας γουργουριστός θόρυβος, και το πρώτο που είδε ήταν μια γριά καστορίνα με καλοσυνάτη όψη, που καθότανε στη γωνιά με μια κλωστή στο στόμα και δούλευε απορροφημένη στη ραπτομηχανή της. Από κει έβγαινε αυτός ο παράξενος θόρυβος. Μόλις είδε τα παιδιά σταμάτησε τη δουλειά και σηκώθηκε.

«Επιτέλους, ήρθατε!» είπε κι άπλωσε τα ζαρωμένα χεράκια της. «Επιτέλους! Έλεγα πως δε θα ζήσω να τη δω αυτή τη μέρα! Οι πατάτες βράζουν κι η τσαγιέρα τραγουδάει και, αν μου επιτρέπετε Κύριε Κάστορα, θα σας παρακαλούσα να μας πιάσετε μερικά ψάρια».

«Και βέβαια», είπε ο κύριος Κάστορας και βγήκε από το σπιτάκι μαζί με τον Πήτερ. Πέρασαν τη βαθιά λιμνούλα και τον έψερε σε μια μεριά που είχε μια τρύπα ανοιγμένη στον πάγο, κι όταν έκλεινε τη φάρδαινε πάλι με το τσεκούρι του. Είχανε πάρει μαζί τους κι έναν κουβά. Ο κύριος Κάστορας κάθισε ήσυχα στην άκρη της τρύπας (διόλου δε φάνηκε να τον νοιάζει που ήταν τόσο παγωμένη), κοίταξε προσεχτικά μέσα, κι άξαφνα τίναξε το μπροστινό του ποδαράκι και, πριν προφτάσεις να πεις σκουληκομυρμηγκότρυπα, ψάρεψε μια όμορφη πέστροφα. Έκανε το ίδιο ξανά και ξανά, ώσπου γέμισε τον κουβά του με ψάρια.

Στο μεταξύ, τα κορίτσια βοηθούσαν την κυρία Καστορίνα να γεμίσει το τσαγερό και να στρώσει τα τραπέζι· έκοψαν ψωμί, έβαλαν τα πιάτα στο τζάκι να ζεσταθούν, γέμισαν ένα μεγάλο κανάτι μπίρα για τον κύριο Κάστορα από ένα βαρέλι που είχε στη γωνιά, κι έβαλαν το τηγάνι στη φωτιά για να κάψει το λίπος. Της Λούσυ πολύ της άρεσε το ζεστό σπιτάκι των Καστόρων, κι ας μην έμοιαζε καθόλου με τη σπηλιά του κυρίου Τούμνους. Δεν είχε βιβλία, μήτε πίνακες, κι αντί για κρεβάτια είχε κουκέτες, όπως στα καράβια, χτισμένες στους τοίχους. Κι από τα δοκάρια της στέγης κρέμονταν χοιρομέρια και πλεξάνες σκόρδα και κρεμμύδια, και στους τοίχους είχε γαλότσες για τα χιόνια και μουσαμαδιές, και τσεκούρια και ψαλίδες και αξίνες και μυστριά και ζεμπίλια που κουβαλάνε τη λάσπη και πετονιές και δίχτυα για το ψάρεμα και σακιά. Και το τραπεζομάντιλο ήταν χοντρό, αλλά πεντακάθαρο.

Πάνω στην ώρα που άρχισε να τσιτσιρίζει το τηγάνι, μπήκαν ο Πήτερ και ο κύριος Κάστορας με τα ψάρια, που ο κύριος Κάστορας τα είχε κιόλας ανοιγμένα και καθαρισμένα με το μαχαιράκι του. Φανταστείτε πώς μοσκοβόλησαν τα φρέσκα ψάρια στο τηγάνι, και πώς τα λιγούρευαν τα πεινασμένα παιδιά ώσπου να γίνουν, και πόσο μεγάλωσε η πείνα τους ώσπου να τελειώσει το τηγάνισμα και να πει η κυρία Καστορίνα, «Θαρρώ πως κοντεύουμε». Η Σούζαν στράγγιξε τις πατάτες και τις ξανάβαλε στην άδεια κατσαρόλα να στεγνώσουν στη γωνιά του τζακιού, ενώ η Λούσυ βοηθούσε την κυρία Καστορίνα να σερβίρει τις πέστροφες, κι έτσι σε λίγα λεπτά όλοι πήρανε θέση στα σκαμνιά τους (ξέχασα να σας πω ότι στο σπίτι των Καστόρων είχε μονάχα τρίποδα σκαμνιά, εκτός από την κουνιστή πολυθρόνα της κυρίας Καστορίνας, δίπλα στη φωτιά) κι ετοιμάστηκαν για το τσιμπούσι. Είχε μια κανάτα ολόπαχο γάλα για τα παιδιά (ο κύριος Κάστορας δεν έκανε ποτέ χωρίς τη μπίρα του) κι ένα μεγάλο κομμάτι σκουροκίτρινο βούτυρο στη μέση του τραπεζιού, για να παίρνεις όσο θες για τις πατάτες σου, και τα παιδιά σκεφτόντουσαν -και συμφωνώ μαζί τους - πως τίποτα δεν παραβγαίνει στο καλό ψάρι του γλυκού νερού όταν το τρως ψαρεμένο της μισής ώρας, και βγαλμένο απ’ το τηγάνι πριν από μισό λεπτό. Κι όταν απόφαγαν τα ψάρια, η κυρία Καστορίνα ξετρύπωσε εντελώς αναπάντεχα από το φουρνάκι της ένα υπέροχο και μεγαλόπρεπα πασαλειμμένο ρολό μαρμελάδα, αχνιστό αχνιστό, και την ίδια στιγμή έβαλε το τσαγερό στη φωτιά, έτσι που μόλις τέλειωσαν το ρολό, το τσάι είχε γίνει κι ήταν έτοιμο να σερβιριστεί. Κι όταν όλοι πήραν τα φλιτζάνια τους, τράβηξαν πέρα τα σκαμνιά για ν’ ακουμπούν στον τοίχο, κι αναστέναξαν βαθιά και φχαριστημένα.

«Και τώρα», είπε ο κύριος Κάστορας σπρώχνοντας πέρα το αδειανό κανάτι της μπίρας και παίρνοντας κοντά του το φλιτζάνι με το τσάι, «αν με περιμένετε δυο λεπτά ν’ ανάψω την πίπα μου και να την τραβήξω - μπορούμε ν’ αρχίσουμε λίγη δουλειά. Ξανάρχισε να χιονίζει», πρόσθεσε ρίχνοντας μια ματιά από το παράθυρο. «Κι αυτό είναι πολύ καλό, γιατί σημαίνει πως δε θα μας έρθουν επισκέψεις. Ακόμα και να δοκίμασε κανείς να μας ακολουθήσει, δεν πρόκειται να βρει τα ίχνη μας».