«Πού είναι το Πέτρινο Τραπέζι;» είπε η Λούσυ.
«Θα σας πάω εγώ», είπε ο κύριος Κάστορας. «Είναι πέρα απ’ την ποταμιά, κάμποση ώρα από δω. Εγώ θα σας οδηγήσω».
«Και στο μεταξύ τι να γίνεται ο καημενούλης ο κύριος Τούμνους;» είπε η Λούσυ.
«Αν θέλετε να τον βοηθήσετε γρήγορα, πηγαίνετε στον Ασλάν», είπε ο κύριος Κάστορας. «Τώρα που ήρθε, θα τα κανονίσει όλα. Όχι πως δε σας χρειαζόμαστε και σας - γιατί υπάρχει κι άλλο παλιό τραγούδι:
Τώρα λοιπόν, πρέπει να κοντεύει το τέλος. Ήρθε εκείνος, ήρθατε κι εσείς. Είχαμε ακούσει κι άλλοτε πως έρχεται ο Ασλάν στα μέρη μας - καιρό πριν, κανείς πια δε θυμάται πότε. Όμως τότε δεν είχαμε κανένα από τη δική σας φυλή».
«Αυτό είναι που δεν καταλαβαίνουμε, κύριε Κάστορα», είπε ο Πήτερ. «Δηλαδή η Μάγισσα δεν είναι άνθρωπος;».
«Έτσι λέει», είπε ο κύριος Κάστορας «και σ’ αυτό πάτησε και μας κάνει τη Βασίλισσα. Δεν είναι όμως κόρη της Εύας. Γεννήθηκε από την πρώτη γυναίκα του πατέρα σας του Αδάμ» - (κι εδώ ο κύριος Κάστορας έγειρε μπρος) - «τη Λίλιθ, που ήτανε Τζιν.
Από κει γεννοκρατιέται - από τη μια μεριά. Από την άλλη, βαστάει από τους γίγαντες. Όχι, η Μάγισσα δεν έχει σταγόνα αληθινό ανθρώπινο αίμα».
«Γι’ αυτό είναι έτσι κακιά, πέρα για πέρα», είπε η κυρία Καστορίνα.
«Σωστά. Οι άνθρωποι (δίχως να θέλω να προσβάλω τους παρόντες) έχουνε δυο όψεις, αλλά δε συμβαίνει το ίδιο με τα πλάσματα που μοιάζουν άνθρωποι χωρίς να είναι».
«Εγώ πάντως γνώρισα και καλούς Νάνους», είπε η κυρία Καστορίνα.
«Κι εγώ, τώρα που μου το θύμησες», είπε ο άντρας της. «Ήτανε όμως λίγοι, κι έμοιαζαν λιγότερο με ανθρώπους. Πάντως, αν θες τη γνώμη μου, σαν ανταμώνεις κάτι που πάει να γίνει ανθρώπινο κι ακόμα δεν έγινε, ή που ήταν κάποτε ανθρώπινο αλλά δεν είναι πια, ή που θα έπρεπε να είναι ανθρώπινο και δεν είναι, να ’χεις τα μάτια σου τέσσερα και το χέρι στο τσεκούρι. Γι’ αυτό η Μάγισσα ψάχνει συνέχεια γι’ ανθρώπους στη Νάρνια. Χρόνια σας παραφυλάει, κι αν μάλιστα ήξερε πως είσαστε τέσσερις… Τότε θα γινόταν ακόμα πιο επικίνδυνη».
«Τι σχέση έχει αυτό;» είπε ο Πήτερ.
«Γιατί υπάρχει κι άλλος χρησμός», είπε ο κύριος Κάστορας. «Κάτω στο Κάιρ Πάραβελ - το κάστρο της ακτής, πέρα στις εκβολές του ποταμού, εκεί που θα βρισκόταν η πρωτεύουσα της χώρας αν όλα ήταν όπως πρέπει - κάτω στο Κάιρ Πάραβελ έχει τέσσερις θρόνους και στη Νάρνια από χρόνους ανείπωτους κυκλοφορεί ένας θρύλος, πως όταν δύο Γιοι του Αδάμ και δυο Κόρες της Εύας καθίσουν στους τέσσερις θρόνους, τότε θα τελειώσει η βασιλεία της Λευκής Μάγισσας, αλλά και η ζωή της· γι’ αυτό χρειάστηκε να πάρουμε τόσες προφυλάξεις στο δρόμο. Αν ήξερε πως είσαστε τέσσερις τότε οι ζωές σας δε θ’ άξιζαν ούτε μια τρίχα από τις φαβορίτες μου».
Τα παιδιά άκουγαν τόσο απορροφημένα τα λόγια του κυρίου Κάστορα, που για κάμποση ώρα δεν πρόσεχαν τίποτ’ άλλο. Και τότε μέσα στη σιωπή που ακολούθησε την τελευταία παρατήρηση, η Λούσυ πετάχτηκε ξαφνικά:
«Δε μου λέτε - πού είναι ο Έντμουντ;».
Έπεσε πάλι μια τρομαχτική σιωπή, κι έπειτα όλοι αρχίσαν να ρωτάνε «Ποιος τον είδε τελευταίος; Πόση ώρα λείπει; Βγήκε έξω;» κι έτρεξαν στην πόρτα να κοιτάξουν. Το χιόνι έπεφτε πυκνό κι αδιάκοπο, ο πράσινος πάγος της λιμνούλας είχε κρυφτεί κάτω από ένα παχύ άσπρο χαλί, κι από κει που βρισκόταν το σπιτάκι, στο κέντρο του φράγματος, μόλις που ξεχώριζες τις όχθες. Βγήκαν και έφεραν γύρο το σπίτι απ’ όλες τις μεριές, βουλιάζοντας ως τον αστράγαλο στο μαλακό φρέσκο χιόνι. «Έντμουντ! Έντμουντ!» φώναζαν ώσπου βράχνιασαν. Όμως το χιόνι, που έπεφτε σιωπηλό έμοιαζε να πνίγει τις φωνές τους και μήτε αντίλαλος δεν τους αποκρίθηκε.
«Είναι φοβερό!» είπε η Σούζαν όταν καμιά φορά ξαναγυρίσαν όλοι απελπισμένοι. «Αχ καλύτερα να μην ερχόμασταν!».
«Και τώρα τι στο καλό να κάνουμε κύριε Κάστορα;» είπε ο Πήτερ.
«Θέλει και ρώτημα;» είπε ο κύριος Κάστορας, που έβαζε κιόλας τις γαλότσες του. «Τι να κάνουμε λες; Πρέπει να ξεκινήσουμε αμέσως. Δεν έχουμε μήτε λεπτό για χάσιμο!».
«Λέω να χωριστούμε καλύτερα σε τέσσερις ομάδες», είπε ο Πήτερ, «και να πάρουμε διαφορετική κατεύθυνση. Όποιος τον βρει πρώτος, να γυρίσει αμέσως και — ».
«Τι ομάδες, Γιε του Αδάμ» είπε ο κύριος Κάστορας. «Τι να τις κάνουμε τις ομάδες;».
«Για να ψάξουμε για τον Έντμουντ βέβαια!».
«Δεν έχει νόημα να τον γυρέψουμε», είπε ο κύριος Κάστορας.
«Μα τι λέτε τώρα;» είπε η Σούζαν. «Δε γίνεται να ’χει πάει μακριά. Πρέπει να τον βρούμε. Τι θα πει, δεν έχει νόημα να τον γυρέψουμε;».