Выбрать главу

«Τίποτα κι εδώ!» είπε ο Πήτερ, κι όλοι βγήκανε πάλι τσούρμο - όλοι, εκτός από τη Λούσυ. Αυτή έμεινε πίσω, γιατί σκέφτηκε πως δε θα ’ταν άσκημα ν’ ανοίξει τη ντουλάπα, κι ας ήτανε σχεδόν σίγουρη πως θα την έβρισκε κλειδωμένη. Για μεγάλη της έκπληξη όμως, η πόρτα άνοιξε εύκολα και δυο βολαράκια ναφθαλίνη κύλησαν στο πάτωμα.

Κοίταξε μέσα, και τι να δει; Ένα σωρό πανωφόρια - τα πιο πολλά μακριά, γούνινα. Και καθώς της άρεσε πολύ η αφή κι η μυρωδιά της γούνας, μια και δυο τρύπωσε στη ντουλάπα, χώθηκε ανάμεσα στα κρεμασμένα πανωφόρια, κι έτριψε το πρόσωπό της πάνω τους. Φυσικά, είχε φροντίσει ν’ αφήσει την πόρτα μισάνοιχτη, γιατί ήξερε πως είναι μεγάλη κουταμάρα να κλείνεσαι σε ντουλάπες. Σε λίγο προχώρησε πιο βαθιά, κι ανακάλυψε πως είχε και δεύτερη σειρά πανωφόρια πίσω από την πρώτη. Εκεί μέσα ήτανε σκοτεινά σχεδόν, και τέντωσε τα χέρια της μπροστά για να μην κουτουλήσει στην πλάτη της ντουλάπας. Έκανε κι άλλο βήμα - κι έπειτα δεύτερο και τρίτο -κι ώρα την ώρα περίμενε να νιώσει το ξύλο στα δάχτυλά της. Αλλά τίποτα.

«Πρέπει να ’ναι τεράστια ντουλάπα», σκέφτηκε η Λούσυ, κι όλο προχωρούσε, παραμερίζοντας τις μαλακές πτυχές των πανωφοριών για ν’ ανοίγει δρόμο.

Πρόσεξε τότε πως κάτι έτριζε κάτω από τα πόδια της. «Λες να ’ναι η ναφθαλίνη;» σκέφτηκε, κι έσκυψε για να ψαχουλέψει τον πάτο της ντουλάπας. Αντί όμως για το σκληρό και λείο ξύλο, έπιασε κάτι απαλό σα σκόνη, τρομερά κρύο. «Μυστήριο πράγμα», είπε κι έκανε άλλα δυο βήματα.

Την ίδια στιγμή ένιωσε πως αυτό που τριβότανε στα χέρια και το πρόσωπό της δεν ήταν πια οι απαλές γούνες, μα κάτι τραχύ και σκληρό, τόπους τόπους θα ’λεγες πως έχει αγκάθια. «Ωραίο και τούτο, σαν κλαριά δέντρων φαίνονται!» φώναξε η Λούσυ. Και τότε είδε μπροστά της το φωτάκι· όχι όμως λίγους πόντους πιο κει, όπου θα ’πρεπε να βρίσκεται η πλάτη της ντουλάπας, αλλά πέρα μακριά. Πάνω της έπεφτε κάτι κρύο και απαλό. Και τότε μόνο κατάλαβε πως στεκόταν στη μέση ενός δάσους, νύχτα , με χιόνι κάτω από τα πόδια της και τον αέρα γεμάτο χιονονιφάδες. Η Λούσυ τρόμαξε λιγάκι, για να λέμε την αλήθεια, μα ένιωθε να. την κεντρίζει μεγάλη περιέργεια. Κοίταξε πίσω, και κει, ανάμεσα στους σκοτεινούς κορμούς των δέντρων, ξεχώρισε την ανοιχτή πόρτα της ντουλάπας, φαινόταν ως και το αδειανό δωμάτιο απ’ όπου είχε ξεκινήσει. (Φυσικά, είχε αφήσει την πόρτα ανοιχτή, γιατί ήξερε πως είναι μεγάλη κουταμάρα να κλείνεσαι σε ντουλάπια). Στο δωμάτιο φαινόταν να ’χει ακόμα μέρα. «Έτσι κι αλλιώς, αν κάτι δεν πάει καλά, μπορώ να γυρίσω όποτε θέλω», σκέφτηκε η Λούσυ. Άρχισε λοιπόν να προχωράει, κριτς-κρατς, μέσα στο χιονισμένο δάσος, ζυγώνοντας το φωτάκι.

Το έφτασε σε καμιά δεκαριά λεπτά, κι ανακάλυψε πως ήταν ένας φανοστάτης. Στάθηκε και τον κοίταξε, και δεν μπορούσε να καταλάβει τι γυρεύει κοτζάμ φανοστάτης στη μέση του δάσους, μήτε ήξερε τι να κάνει, όταν ξαφνικά άκουσε ένα πατ-πατ από ποδαράκια που έρχονταν προς το μέρος της. Και, σε λίγο, ένα πολύ παράξενο πλάσμα ξεπρόβαλε απ’ τα δέντρα και μπήκε στο φωτισμένο κύκλο του φανοστάτη.

Στο μπόι ήταν λιγάκι ψηλότερο από τη Λούσυ, και βάσταγε μιαν ανοιχτή ομπρέλα, κάτασπρη απ’ το χιόνι. Από τη μέση και πάνω έμοιαζε με άνθρωπο, αλλά τα πόδια του ήταν κατσικίσια (με τρίχες κατάμαυρες και γυαλιστερές), κι αντί για δάχτυλα και πατούσες είχε οπλές κατσίκας. Είχε και ουρά, μα η Λούσυ δεν την πρόσεξε στην αρχή, γιατί ήτανε κουλουριασμένη όμορφα όμορφα στο χέρι που βαστούσε την ομπρέλα, για να μη σέρνεται στο χιόνι. Στο λαιμό του φορούσε κόκκινο πλεχτό κασκόλ, και το δέρμα του ήταν ροδοκόκκινο. Είχε μουτράκι παράξενο αλλά χαριτωμένο, κοντό σουβλερό γενάκι, κατσαρά μαλλιά, κι ανάμεσά τους πετούσαν δύο κέρατα, δεξιά κι αριστερά στο μέτωπό του. Στο ένα του χέρι, όπως σας έλεγα, κρατούσε την ομπρέλα· στο άλλο κουβαλούσε κάμποσες καφετιές χαρτοσακούλες, παραφουσκωμένες. Με τούτα τα πακέτα και το χιόνι, θα ’λεγες πως είχε βγει για χριστουγεννιάτικα ψώνια. Ήτανε Φαύνος. Και βλέποντας τη Λούσυ τινάχτηκε ξαφνιασμένος και του πέσαν όλα τα πακέτα.

«Μπα σε καλό μου!» φώναξε ο Φαύνος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

Και να τι βρήκε η Λούσυ

«Καλησπέρα», είπε η Λούσυ. Όμως ο Φαύνος ήταν τόσο απασχολημένος με τα πακέτα του, που δεν της απάντησε με την πρώτη. Καμιά φορά τα μάζεψε, και της έκανε μια μικρή υπόκλιση.