«Θα πει», είπε ο κύριος Κάστορας «ότι ξέρουμε πολύ καλά πού πήγε!». Όλοι τον κοίταξαν ξαφνιασμένοι. «Μα δεν καταλαβαίνετε;» είπε ο κύριος Κάστορας. «Πήγε σε κείνην, στη Λευκή Μάγισσα. Μας πρόδωσε όλους».
«Ε, αυτό πια παραπάει!» φώναξε η Σούζαν. «Αποκλείεται να έκανε τέτοιο πράγμα».
«Αποκλείεται;» είπε ο κύριος Κάστορας και κοίταξε επίμονα τα τρία παιδιά· τα λόγια που ετοιμάζονταν να πουν έσβησαν πριν τα ξεστομίσουν, και το καθένα ένιωσε άξαφνα μέσα του απόλυτα βέβαιο πως αυτό ακριβώς είχε κάνει ο Έντμουντ.
«Ναι, αλλά ξέρει το δρόμο;» είπε ο Πήτερ.
«Έχει ξανάρθει στη Νάρνια;» ρώτησε ο κύριος Κάστορας. «Έχει ξανάρθει μόνος του;».
«Ναι», έκανε η Λούσυ, σχεδόν ψιθυριστά. «Φοβάμαι πως ναι».
«Σας είπε τι έκανε ή ποιον συνάντησε;».
«Α, όχι, τίποτε δεν είπε», έκανε η Λούσυ.
«Τότε να μου το θυμηθείτε», είπε ο κύριος Κάστορας. «Έχει συναντήσει τη Λευκή Μάγισσα και πήγε με το μέρος της και κείνη του ’πε πού μένει. Δεν ήθελα να κάνω λόγο πιο μπροστά (αφού είναι αδερφός σας καί τα λοιπά και τα λοιπά), όμως από την πρώτη στιγμή που τον είδα είπα μέσα μου, “Προδότης”. Είχε την όψη ανθρώπου που πήγε με τη Βασίλισσα κι έφαγε το φαί της. Πάντα τους ξεχωρίζεις, αν έχεις ζήσει πολύ στη Νάρνια· κάτι στα μάτια τους…».
«Όπως και να ’ναι» είπε ο Πήτερ με πνιγμένη φωνή, «θα πρέπει να πάμε να τον βρούμε. Στο κάτω κάτω, αδερφός μας είναι, κι ας αποδείχτηκε τέτοιο τερατάκι. Κι ύστερα, είναι μικρό παιδί».
«Να πάτε στο Σπίτι της Μάγισσας;» είπε η κυρία Καστορίνα. «Μα δεν καταλαβαίνετε λοιπόν; Η μόνη ελπίδα για να τον σώσετε ή να σωθείτε, είναι να μην την πλησιάσετε!».
«Δηλαδή;» είπε η Λούσυ.
«Χρυσά μου, το μόνο που θέλει εκείνη είναι να σας πιάσει και τους τέσσερις (δε βγάζει βλέπετε απ’ το νου της τους τέσσερις θρόνους του Κάιρ Πάραβελ). Κι αν μπείτε όλοι σπίτι της η δουλειά της έγινε - θα βάλει τέσσερα καινούρια αγάλματα στη συλλογή της, ώσπου να πεις τρία. Όσο έχει όμως τον ένα μόνο, θα τον κρατήσει ζωντανό, γιατί θα τον χρειαστεί για δόλωμα· δόλωμα να πιάσει και τους υπόλοιπους».
«Αχ κανείς λοιπόν δε μπορεί να μας βοηθήσει; κλαψούρισε η Λούσυ.
«Μόνο ο Ασλάν», είπε ο κύριος Κάστορας. «Πρέπει να πάμε να τον βρούμε. Τώρα, αυτός είναι η μόνη μας ελπίδα».
«Εγώ νομίζω, χρυσά μου» είπε η κυρία Καστορίνα, «ότι αυτό που έχει τη μεγαλύτερη σημασία για σας, είναι να θυμηθείτε πότε ακριβώς έφυγε. Το πόσα μπορεί να της πει, εξαρτάται από το πόσα άκουσε. Ας πούμε, είχατε αρχίσει να μιλάτε για τον Ασλάν πριν φύγει; Αν όχι, τότε μπορεί να τα καταφέρουμε καλύτερα, γιατί εκείνη δεν θα ξέρει πως ο Ασλάν γύρισε στη Νάρνια, ούτε πως θα τον συναντήσουμε, κι έτσι θα μείνει αρκετά ξέγνοιαστη γι’ αυτό».
«Δε θυμάμαι να ’ταν εδώ όταν μιλούσαμε για τον Ασλάν-» άρχισε ο Πήτερ, μα η Λούσυ τον έκοψε.
«Α ναι, εδώ ήτανε!» έκανε λυπημένη. «Δε θυμάσαι που ρώτησε αν μπορεί να κάνει και τον Ασλάν πέτρα η Μάγισσα;».
«Σα να ’χεις δίκιο!» είπε ο Πήτερ. «Και βέβαια, τι άλλο περιμέναμε να πει;».
«Από το κακό στο χειρότερο!» είπε ο κύριος Κάστορας. Για θυμηθείτε όμως και κάτι άλλο: Ήταν ακόμα εδώ όταν σας είπα ότι θα συναντήσουμε τον Ασλάν στο Πέτρινο Τραπέζι;».
Και βέβαια εδώ κανείς δεν ήξερε να του απαντήσει.
«Γιατί αν ήταν» συνέχισε ο κύριος Κάστορας, «η Μάγισσα θα ξεκινήσει με το έλκηθρό της κατά κει, θα μπει ανάμεσα σε μας και στο Πέτρινο Τραπέζι, και θα μας πιάσει στο δρόμο. Έτσι θα χάσουμε τον Ασλάν».
«Αποκλείεται να κάνει αυτό πρώτα», είπε η κυρία Καστορίνα. «Αν την ξέρω καλά, αποκλείεται. Μόλις ο Έντμουντ της πει πως όλοι βρισκόμαστε εδώ, θα ξεκινήσει να μας πιάσει απόψε κιόλας, κι αν είναι φευγάτος μισή ώρα τώρα, σε άλλα είκοσι λεπτά η Μάγισσα θα έχει φτάσει εδώ».
«Πολύ σωστά κυρία Καστορίνα», είπε ο άντρας της. «Πρέπει να τα μαζεύουμε. Δεν έχουμε καιρό για χάσιμο».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ
Στο σπίτι της μάγισσας
Και τώρα θα θέλετε να μάθετε το δίχως άλλο τι απόγινε ο Έντμουντ. Ο φίλος μας λοιπόν έφαγε με την ψυχή του στο τραπέζι, αλλά δεν το φχαριστήθηκε στ’ αλήθεια, γιατί όλη την ώρα είχε το νου του στα λουκούμια - και τίποτα δε χαλάει τη γεύση του καλού συνηθισμένου φαγητού, όσο η ανάμνηση του καλού μαγικού φαγητού. Έπειτα, η συζήτηση που άκουσε δεν του άρεσε καθόλου, γιατί πίστευε πως κανείς δεν τον προσέχει και όλοι τον κάνουν πέρα. Αυτό βέβαια δεν ήταν αλήθεια, μα ο Έντμουντ έτσι φανταζόταν. Και στο τέλος, μόλις άκουσε από τον κύριο Κάστορα για τον Ασλάν και για το σχέδιο να τον συναντήσουν στο Πέτρινο Τραπέζι, άρχισε να τραβιέται λίγο λίγο, όσο πιο αθόρυβα μπορούσε, κατά την κουρτίνα που κρεμότανε μπροστά στην πόρτα. Γιατί στο άκουσμα του Ασλάν ένιωθε κάτι μυστήριο και φριχτό, όπως οι άλλοι ένιωθαν παράξενα και υπέροχα.