Την ώρα λοιπόν που ο κύριος Κάστορας τους έλεγε το χρησμό για τη σάρκα και το αίμα τον Αδάμ, ο Έντμουντ γύρισε σιγανά το χερούλι και, πριν προλάβει ν’ ακούσει πως η Λευκή Μάγισσα δεν ήταν άνθρωπος, αλλά μισή Τζιν και μισή γιγάντισσα, είχε βγει κιόλας έξω στα χιόνια κι έκλεινε πίσω του την πόρτα, πολύ προσεχτικά.
Μήτε τώρα θα πρέπει όμως να σκεφτείτε πως ο Έντμουντ ήτανε τόσο κακός, κι ήθελε να δει πετρωμένα τ’ αδέρφια του. Αυτός μόνο λουκούμια γύρευε, και θα του άρεσε να γίνει Πρίγκιπας (κι αργότερα Βασιλιάς) και να του το πληρώσει του παλιο-Πήτερ που τον είπε τέρας. Όσο για την τύχη των άλλων στα χέρια της Μάγισσας… Ε, βέβαια δεν ήθελε να τους καλοπιάσει και πολύ - πού ακούστηκε, να τους βάλει ίσα κι όμοια με την αφεντιά του! Κατάφερε όμως να πιστέψει - ή μάλλον έκανε πως πιστεύει - ότι δε θα τους κάνει τίποτα πολύ κακό γιατί, έλεγε μέσα του, ότι «όλες αυτές τις ιστορίες τις σκάρωσαν οι εχθροί της, κι ίσως οι μισές να ’ναι ψέματα. Στο κάτω κάτω, εμένα μου φέρθηκε θαυμάσια, ή τέλος πάντων πιο καλά από κείνους. Εγώ νομίζω πως είναι αληθινή Βασίλισσα. Και πάντως θα ’ναι καλύτερη από κείνο τον τρομερό τον Ασλάν!». Έτσι κατάφερε να βρει μια δικαιολογία για τα καμώματά του. Δεν ήταν ωστόσο και πολύ σπουδαία δικαιολογία, γιατί κάτι του ’λεγε, βαθιά μέσα του, πως η Λευκή Μάγισσα είναι στ’ αλήθεια κακιά και σκληρή.
Το πρώτο που κατάλαβε μόλις βγήκε κι ένιωσε το χιόνι να πέφτει γύρω του, ήταν πως ξέχασε το πανωφόρι του στο σπίτι του Κάστορα. Για να γυρίσει όμως πίσω να το πάρει, ούτε λόγος! Κατάλαβε όμως και κάτι άλλο: το φως είχε χαθεί, γιατί κόντευαν τρεις όταν κάθισαν στο τραπέζι, και το χειμώνα οι μέρες είναι μικρές. Αυτό δεν το ’χε λογαριάσει, μα έπρεπε να βάλει τα δυνατά του. Σήκωσε λοιπόν το γιακά του και πέρασε σέρνοντας από το φράγμα (που για καλή του τύχη, δε γλιστρούσε πια, με το φρέσκο χιόνι που είχε στρώσει), ως την άλλη όχθη του ποταμού.
Τότε όμως τα πράγματα δυσκόλεψαν για τα καλά. Από στιγμή σε στιγμή το σκοτάδι πύκνωνε· και, θες το φως που λιγόστευε, θες οι χιονοστιβάδες που πετούσαν ολόγυρα, δεν έβλεπε ούτε τη μύτη του. Άσε που δεν είχε μήτε δρόμο. Κάθε λίγο έπεφτε σε πηχτούς χιονοστρόβιλους, γλιστρούσε σε παγωμένες λακούβες, σκόνταφτε σε πεσμένα δέντρα, κατρακυλούσε στις απόκρημνες όχθες, έγδερνε τα πόδια του στα κοτρώνια, ώσπου έγινε μουσκίδι και ξεπάγιασε και γέμισε μελανιές και γρατζουνιές. Βασίλευε απέραντη σιωπή και φοβερή ερημιά. Για να λέμε την αλήθεια, μπορεί και να ξεχνούσε το σχέδιό του και να γύριζε πίσω να φιλιώσει με τους άλλους, αν δεν έλεγε όλη την ώρα μέσα του, «Όταν γίνω βασιλιάς της Νάρνια, το πρώτο που θα φτιάξω θα είναι μερικοί δρόμοι της προκοπής». Και βέβαια άρχιζε τότε να σκέφτεται πως θα γίνει βασιλιάς και τι θα κάνει, κι έστρωνε λιγάκι το κέφι του. Είχε αποφασίσει μάλιστα από τώρα πώς θα είναι το παλάτι του και πόσα αμάξια θα έχει, και δικό του κινηματογράφο, κι από πού θα περνούσαν τα τραίνα και τι νόμους θα θέσπιζε για τους κάστορες και τα φράγματα, κι έπειτα έπιασε να συμπληρώνει τα σχέδιά του για να βάλει τον Πήτερ στη θέση του, όταν ξάφνου γύρισε ο καιρός. Πρώτα πρώτα, το χιόνι σταμάτησε. Έπειτα σηκώθηκε ένας άνεμος παγωμένος και τσουχτερός. Καμιά φορά, τα σύννεφα παραμέρισαν και βγήκε το φεγγάρι. Ήταν πανσέληνος και καθώς άστραψε πάνω απ’ όλα τούτα τα χιόνια, έκανε τον τόπο να φέγγει σα να ’ταν μέρα - μόνο οι σκιές σε μπέρδευαν λιγάκι.
Ποτέ του δε θα ’βρισκε το δρόμο αν δεν έβγαινε το φεγγάρι ίσα ίσα τη στιγμή που έφτανε στο άλλο ποτάμι. (Θα θυμόσαστε σίγουρα πως, φτάνοντας στο σπίτι του Κάστορα, είχε δει ένα μικρότερο ποτάμι που χυνόταν στο μεγάλο, λίγο παρακάτω). Το ’φτασε λοιπόν τώρα κι έπιασε ν’ ανηφορίζει κατά τις πηγές του. Όμως η μικρή κοιλάδα όπου περνούσε το ποταμάκι ήταν πολύ πιο απότομη και γεμάτη βράχια από την άλλη που είχε αφήσει πίσω του· θάμνοι πυκνοί και άγριοι τη σκέπαζαν, κι αν ήταν σκοτεινά δε θα κατάφερνε τίποτα. Και πάλι όμως, μούσκεψε ως το κόκαλο γιατί έπρεπε να περπατάει σκυφτός κάτω από τα κλαδιά, και το χιόνι που τα σκέπαζε γλιστρούσε κι έπεφτε στην πλάτη του. Και κάθε φορά που γινόταν αυτό, σκεφτόταν όλο και πιο πολύ πόσο μισούσε τον Πήτερ - λες κι ο Πήτερ έφταιγε για όλα τούτα.
Με τα πολλά έφτασε σ’ ένα μέρος όπου το έδαφος γινόταν πιο ομαλό, κι είδε την κοιλάδα ν’ ανοίγει. Και πέρα, στην άλλη όχθη του ποταμού, στη μέση μιας μικρής πεδιάδας ανάμεσα σε δύο λόφους, αντίκρισε το σπίτι της Λευκής Μάγισσας. Άστραψε τότε το φεγγάρι πιο πολύ από πρώτα. Το σπίτι, για να λέμε το σωστό, έμοιαζε μάλλον με μικρό κάστρο. Του φάνηκε γεμάτο πύργους· πύργους μικρούς, με μακριές σουβλερές στέγες, ίδιες βελόνες. Έμοιαζαν με μεγάλα σκουφιά, ή από κείνα τα καπέλα που φοράνε οι μάγοι. Και καθώς έλαμπαν στο φεγγαρόφωτο, οι μακριές σκιές τους πέφταν παράξενες πάνω στο χιόνι. Ο Έντμουντ άρχισε να το φοβάται αυτό το Σπίτι.