Τώρα πια ήταν όμως πολύ αργά για να γυρίσει πίσω. Πέρασε το ποτάμι πατώντας πάνω στους πάγους και πλησίασε. Τίποτα δε σάλευε· μήτε ο παραμικρός ήχος πουθενά. Το βήμα του πνιγόταν στο παχύ φρέσκο χιόνι. Πήγαινε κι όλο πήγαινε, γωνιά τη γωνιά, πύργο τον πύργο, ώσπου να φτάσει στη μεγάλη πύλη. Χρειάστηκε να κάνει όλο το γύρο ως την άλλη μεριά για να τη βρει. Η πύλη έφτιαχνε μια πελώρια αψίδα, κι η μεγάλη σιδερόφραχτη πόρτα ήταν ορθάνοιχτη.
Ο Έντμουντ ζύγωσε προσεχτικά και κοίταξε μέσα, στην αυλή· το θέαμα που αντίκρισε έκανε την καρδιά του να σταματήσει. Πίσω ακριβώς από την πύλη, λουσμένο στο φεγγαρόφωτο, στεκόταν ένα πελώριο λιοντάρι, συσπειρωμένο, λες κι ετοιμαζόταν να χυμήξει. Ο Έντμουντ ζάρωσε στη σκιά της αψίδας· φοβότανε να προχωρήσει, φοβόταν και να κάνει πίσω, τα γόνατά του τρέμαν Έμεινε έτσι κάμποση ώρα, τόση που τα δόντια του θα χτυπούσαν από το κρύο, αν δε χτυπούσαν κιόλας από το φόβο. Δεν ξέρω να σας πω πόσο πρέπει να κράτησε αυτό - του Έντμουντ πάντως του φάνηκε πως πέρασαν ώρες.
Στο τέλος όμως άρχισε ν’ αναρωτιέται γιατί στεκόταν έτσι ασάλευτο το λιοντάρι - αφού δεν είχε κάνει ρούπι απ’ όταν το πρωτοαντίκρισε. Ξεθάρρεψε τότε λιγάκι και πλησίασε ένα βήμα ακόμα, κρυμμένος πάντα στη σκιά της αψίδας. Το λιοντάρι ήταν γυρισμένο αλλού, αδύνατο να τον είχε δει. («Κι αν γυρίσει ξαφνικά το κεφάλι του;» σκέφτηκε ο Έντμουντ). Το λιοντάρι όμως κοιτούσε ένα μικρό νάνο, κάνα μέτρο πιο πέρα, που του είχε γυρισμένες τις πλάτες. «Αχά!», σκέφτηκε ο Έντμουντ. «Μόλις χυμήξει λοιπόν στο νάνο, εγώ θα προφτάσω να το βάλω στα πόδια». Ωστόσο μήτε το λιοντάρι σάλεψε, μήτε ο νάνος. Και τότε ο Έντμουντ θυμήθηκε επιτέλους τι του είχαν πει για τη Λευκή Μάγισσα, που έκανε πέτρα όποιον ήθελε. Πέτρινο ήταν το λιοντάρι! Και μόλις το σκέφτηκε, πρόσεξε το χιόνι που του σκέπαζε τη ράχη και το κεφάλι του. Και βέβαια ήταν άγαλμα! Ποιο ζωντανό αγρίμι θα στεκόταν ασάλευτο να γεμίσει χιόνια; Κι έτσι λοιπόν, αργά κι αθόρυβα, με την καρδιά του να χτυπάει τρελά, ο Έντμουντ τόλμησε να πλησιάσει το λιοντάρι. Μήτε τότε όμως βρήκε το θάρρος να το πιάσει· χρειάστηκε να βάλει τα δυνατά του για ν’ απλώσει το χέρι του και να το αγγίξει στα γρήγορα. Ήτανε κρύα κρύα πέτρα. Τι κουταμάρα να φοβηθεί ένα άγαλμα!
Ένιωσε τέτοια ανακούφιση που, μ’ όλο το κρύο, ζεστάθηκε μεμιάς απ’ την κορφή ως τα νύχια· την ίδια στιγμή, του κατέβηκε μια ιδέα, που τη βρήκε αμέσως καταπληκτική. «Να δεις», είπε μέσα του, «πως γι’ αυτό το μεγάλο λιοντάρι μιλούσαν και το ’λεγαν Ασλάν. Για κοίτα φίλε μου! Τον τσάκωσε κιόλας και τον έκανε πέτρα. Τέρμα λοιπόν τα παραμύθια για την αφεντιά του! Πουφ! Ποιος φοβάται τώρα τον Ασλάν;».
Και καθώς στεκόταν και κοίταζε με κακία το πετρωμένο λιοντάρι, του ’ρθε να κάνει κάτι πολύ κουτό και παιδιάστικο. Έβγαλε από την τσέπη του ένα κουτσουμπό μολυβάκι και ζωγράφισε μουστάκι στο πάνωχείλι του λιονταριού και γυαλιά στα μάτια του. Έπειτα είπε, «Λοιπόν, χαζέ γερο-Ασλάν, σ’ αρέσει που πέτρωσες; Έλεγες πως είσαι σπουδαίος, ε;». Ωστόσο, μ’ όλες τις μουντζούρες στο πρόσωπό του, το μεγάλο πέτρινο θηρίο έμοιαζε ακόμα τρομερό και λυπημένο κι ευγενικό, με τα μάτια στυλωμένα ψηλά, στο φεγγαρόφωτο, κι ο Έντμουντ δεν το φχαριστήθηκε στ’ αλήθεια που το κορόιδεψε. Το άφησε λοιπόν, και προχώρησε στην αυλή.
Είχε φτάσει στη μέση περίπου, όταν πρόσεξε πως είχε δεκάδες αγάλματα ολόγυρα - παντού αγάλματα, όπως τα πιόνια στη σκακιέρα, σ’ ένα μισαρχινισμένο παιχνίδι. Είχε πέτρινους σάτυρους και πέτρινους λύκους, είχε αλεπούδες και αρκούδες και αγριόγατες, όλα πέτρινα. Είχε όμορφες πετρωμένες μορφές που έμοιαζαν με γυναίκες, αλλά στην πραγματικότητα ήταν τα πνεύματα των δέντρων. Είχε έναν πελώριο κένταυρο κι ένα φτερωτό άλογο κι ένα πλάσμα μακρύ και λιγνό, που ο Έντμουντ το πήρε για δράκο. Φαίνονταν όλα τόσο παράξενα, ασάλευτα μα τόσο ζωντανά μέσα στο δυνατό κρύο φως του φεγγαριού, που σ’ έπιανε ανατριχίλα να περνάς ανάμεσά τους. Στη μέση της αυλής στεκόταν κάτι πελώριο, ένας άντρας ψηλός σα δέντρο, με άγριο πρόσωπο και πυκνή γενειάδα κι ένα μεγάλο ρόπαλο στο δεξί του χέρι. Ο Έντμουντ ήξερε βέβαια πως ο γίγαντας ήταν πέτρινος κι όχι ζωντανός, αλλά και πάλι δεν του πολυάρεσε να περάσει από κοντά του.
Τότε ακριβώς πήρε το μάτι του ένα αχνό φωτάκι, στην άλλη άκρη της αυλής. Πλησιάζοντας είδε μια πόρτα μισάνοιχτη και μια πέτρινη σκάλα. Ανέβηκε δισταχτικά τα σκαλιά. Στο κατώφλι ήτανε ξαπλωμένος ένας θεόρατος λύκος.