Выбрать главу

«Έλα τώρα», έλεγε και ξανάλεγε μέσα του. «Είναι πέτρινος κι ο λύκος, δε θα σου κάνει τίποτα». Και σήκωσε το πόδι του να τον δρασκελίσει. Την ίδια στιγμή, το πελώριο αγρίμι τινάχτηκε πάνω, μ’ όλες τις τρίχες ορθωμένες στη ράχη του, άνοιξε ένα μεγάλο κατακόκκινο στόμα και μούγκρισε βαθιά: «Ποιος είναι; Ποιος είναι; Μην κουνηθείς, ξένε, και πες μου ποιος είσαι».

«Με συγχωρείτε, καλέ μου κύριε», είπε ο Έντμουντ που από την τρεμούλα του δεν κατάφερνε μήτε να μιλήσει σωστά. «Με λένε Έντμουντ και είμαι Γιος του Αδάμ και η Αυτή Μεγαλειότης με συνάντησε στο δάσος τις προάλλες και ήρθα να της πω τα νέα πως τα αδέρφια μου είναι στη Νάρνια - να, εδώ κοντά, στο σπίτι του Κάστορα. Ήθελε - ήθελε να τα δει».

«Θα το πω στη Μεγαλειότητά της», είπε ο Λύκος. «Στο μεταξύ, αν αγαπάς τη ζωή σου, μην το κουνήσεις από το κατώφλι». Και τρύπωσε στο σπίτι.

Ο Έντμουντ στάθηκε και περίμενε, τα δάχτυλά του πονούσαν απ’ το κρύο κι η καρδιά του βροντούσε να σπάσει. Σε λίγο ο γκρίζος λύκος, ο Μώγκριμ, Αρχηγός της Μυστικής Αστυνομίας της Μάγισσας, ξαναγύρισε βαριοπατώντας: «Περάστε! Περάστε!», του είπε. «Περάστε καλότυχε ευνοούμενε της Βασίλισσας - δηλαδή, ο λόγος το λέει το καλότυχε!».

Ο Έντμουντ πέρασε προσέχοντας να μην πατήσει το πόδι του Λύκου.

Βρέθηκε τότε σε μια πελώρια μισοσκότεινη αίθουσα γεμάτη κολόνες και αγάλματα, όπως κι η αυλή. Κοντά στην πόρτα στεκόταν ένας μικρούλης φαύνος, με πολύ λυπημένο μουτράκι, κι ο Έντμουντ αναρωτήθηκε μήπως είναι ο φίλος της Λούσυ.

Το μοναδικό φως εκεί μέσα έβγαινε από μια λάμπα, και δίπλα της καθόταν η Λευκή Μάγισσα.

«Εδώ είμαι, Μεγαλειοτάτη!» είπε ο Έντμουντ με φόρα, και προχώρησε μπροστά.

«Πώς τόλμησες να έρθεις μόνος;» φώναξε η Μάγισσα με τρομερή φωνή. «Δε σου είπα να φέρεις και τους άλλους;».

«Με την άδειά σας, Μεγαλειοτάτη», είπε ο Έντμουντ, «έκανα το καλύτερο που γινόταν. Τους έφερα πολύ κοντά. Τώρα δα βρίσκονται στο σπιτάκι, στην κορφή του φράγατος, πέρα στο ποτάμι - μαζί με τον Κάστορα και την Καστόρινα».

Ένα άγριο χαμόγελο χαράχτηκε αργά στο πρόσωπο της Μάγισσας.

«Μόνο αυτό έχεις να μου πεις;» ρώτησε.

«Όχι, Μεγαλειοτάτη», είπε ο Έντμουντ, κι έπιασε να της εξιστορεί όσα άκουσε πιο πριν στο σπίτι του Κάστορα.

«Τι έκανε λέει! Ο Ασλάν;» φώναξε η Βασίλισσα. «Ο Ασλάν; Μου λες αλήθεια; Πρόσεξε γιατί αν μάθω ότι είπες ψέματα - ».

«Με την άδειά σας», τραύλισε ο Έντμουντ. «Εγώ αυτά άκουσα, αυτά σας λέω».

Μα η Βασίλισσα δεν τον πρόσεχε πια. Χτύπησε τα χέρια της και στη στιγμή φάνηκε ο ίδιος νάνος που είχε ξαναδεί ο Έντμουντ.

«Να ετοιμάσεις το έλκηθρό μας», πρόσταξε η Μάγισσα. «Και να βάλεις λουριά δίχως κουδουνάκια».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ

Τα μάγια αρχίζουν να λύνονται

Ας γυρίσουμε όμως τώρα στον Κάστορα, την Καστορίνα, και τ’ άλλα τρία παιδιά. Μόλις είπε ο κύριος Κάστορας, «Δεν έχουμε καιρό για χάσιμο», άρχισαν όλοι να κουκουλώνονται με τα πανωφόρια τους, όλοι, εκτός από την κυρία Καστορίνα, που μάζεψε τα σακούλια της, τα ’βαλε στο τραπέζι και είπε, «Και τώρα, κύριε Κάστορα, κατέβασέ μου εκείνο το χοιρομέρι. Εγώ παίρνω ένα πακετάκι τσάι και ζάχαρη και σπίρτα. Κι αν θέλεις μου πιάνεις και δυο τρία καρβέλια ψωμί από το κιούπι εκειπέρα στη γωνιά».

«Μα τι κάνετε τέτοια ώρα;» φώναξε η Σούζαν.

«Πρέπει να ετοιμάσω ένα σακούλι για τον καθένα μας, χρυσό μου», είπε η κυρία Καστορίνα ατάραχη. «Λες να ξεκινήσουμε για ταξίδι χωρίς φαΐ;».

«Δεν έχουμε καιρό!» είπε η Σούζαν κουμπώνοντας το γιακά του πανωφοριού της. «Από στιγμή σε στιγμή θα βρίσκονται εδώ».

«Αυτό λέω και γω», είπε ο κύριος Κάστορας.

«Μπα σε καλό σας!» είπε η γυναίκα του. «Για σκέψου το καλά, κύριε Κάστορα, μας μένει τουλάχιστον ένα τέταρτο ακόμα».

«Πρέπει όμως να ξεκινήσουμε όσο πιο γρήγορα γίνται», είπε ο Πήτερ, «για να φτάσουμε στο Πέτρινο Τραπέζι πριν από κείνην».

«Μην ξεχνάτε, κυρία Καστορίνα, πως μόλις ψάξει εδώ και δε μας βρει, θα ξεκινήσει ολοταχώς για κει», είπε η Σούζαν.

«Και βέβαια», είπε η κυρία Καστορίνα. «Έτσι κι αλλιώς όμως, αποκλείεται να φτάσουμε πρώτοι, ό,τι κι αν κάνουμε, γιατί εκείνη έχει έλκηθρο κι εμείς μόνο τα πόδια μας».

«Δηλαδή - δεν υπάρχει καμιά ελπίδα;» είπε η Σούζαν.

«Μην ανησυχείς, χρυσό μου», είπε η κυρία Καστορίνα, «και φέρε μου καμιά δεκαριά καθαρά μαντίλια από κείνο το συρτάρι. Και βέβαια υπάρχει ελπίδα. Πριν από κείνην δεν μπορούμε να πάμε, αλλά θα κρυφτούμε και θα τρυπώσουμε από δρόμους που δεν ξέρει, κι ίσως τα καταφέρουμε».

«Δίκιο έχεις, κυρία Καστορίνα», είπε ο άντρας της. «Καιρός να φεύγουμε όμως».

«Μην αρχίζεις τώρα και συ τη μουρμούρα, κύριε Κάστορα», είπε η γυναίκα του. «Ορίστε. Σαν καλά τα φτιάξαμε. Τέσσερα μπογαλάκια κι ένα μικρό για το μικράκι μας: εσένα χρυσό μου», πρόσθεσε κοιτάζοντας τη Λούσυ.