«Αχ ελάτε βιαστείτε», είπε η Λούσυ.
«Καλά, καλά, κοντεύω», απάντησε η κυρία Καστορίνα, κι άφησε τον άντρα της να της φορέσει τις γαλότσες της. «Λέτε να είναι βαριά στο κουβάλημα η ραπτομηχανή μου;».
«Δε θέλει ρώτημα!» είπε ο κύριος Κάστορας. «Είναι ασήκωτη. Κι ύστερα, μήπως θαρρείς ότι θα ράβεις στο δρόμο;».
«Δεν αντέχω στη σκέψη πως θα την αγγίξει η Μάγισσα», είπε η κυρία Καστορίνα, «πως θα την κλέψει ή θα μου τη σπάσει!».
«Σας παρακαλούμε, επιτέλους, κάντε γρήγορα», είπαν τα τρία παιδιά. Με τα πολλά βγήκαν όλοι και ο κύριος Κάστορας κλείδωσε την πόρτα («Αυτό θα τη χασομερήσει λιγάκι», είπε), κι όλοι ξεκίνησαν με τα σακούλια στον ώμο.
Είχε σταματήσει το χιόνι και βγήκε το φεγγάρι καθώς ξεκινούσαν για το ταξίδι τους. Πήγαιναν ένας ένας: πρώτα ο κύριος Κάστορας, πίσω του η Λούσυ, έπειτα ο Πήτερ, μετά η Σούζαν, και τελευταία η κυρία Καστορίνα. Ο κύριος Κάστορας, με τους υπόλοιπους το κατόπι του, πέρασε το φράγμα, βγήκε στη δεξιά όχθη του ποταμού, έκοψε δρόμο από ’να απότομο μονοπάτι ανάμεσα στα δέντρα και βγήκαν πέρα, χαμηλά στην ακροποταμιά. Ψηλά από πάνω τους, δεξιά κι αριστερά, ορθώνονταν οι πλαγιές της κοιλάδας γυαλοκοπώντας στο φως του φεγγαριού. «Καλύτερα να πηγαίνουμε από τα χαμηλά», είπε ο Κάστορας. «Η Μάγισσα θα πάρει τον πάνω δρόμο, εδώ δεν κατεβαίνει έλκηθρο».
Η σκηνή θα ’ταν όμορφη - αν την κοιτούσες από το παράθυρό σου, βολεμένος στην αναπαυτική σου πολυθρόνα· μα κι έτσι ακόμα, η Λούσυ το φχαριστήθηκε στην αρχή. Πήγαιναν όμως κι όλο πήγαιναν, χωρίς σταματημό, και το σακούλι που κρατούσε άρχισε να της φαίνεται όλο και πιο βαρύ, και τότε σκέφτηκε πως ίσως και να μην κατάφερνε να συνεχίσει. Δεν κοίταζε πια την εκτυφλωτική γυαλάδα του παγωμένου ποταμού, με τους καταρράχτες από παγοκρύσταλλα, μήτε τους άσπρους όγκους των δέντρων και το μεγάλο γυαλιστερό φεγγάρι, μήτε τ’ αμέτρητα αστέρια ψηλά· έβλεπε μόνο τα κοντούτσικα ποδαράκια του Κάστορα που προχωρούσαν πατ-πατ-πατ-πατ μέσα στο χιόνι, ίσια μπροστά της, κι έλεγε πως δε θα σταματήσουν ποτέ. Έπειτα το φεγγάρι κρύφτηκε κι έπιασε πάλι να χιονίζει. Η Λούσυ ένιωθε τόσο κουρασμένη, που είχε μισοκοιμηθεί περπατώντας, ώσπου ξαφνικά κατάλαβε πως ο κύριος Κάστορας ξεμάκραινε στα δεξιά της όχθης και τους οδηγούσε σε μιαν απότομη ανηφοριά, ανάμεσα σε πυκνούς θάμνους. Κι όταν ξύπνησε πια για καλά, ανακάλυψε πως ο κύριος Κάστορας τρύπωνε σ’ ένα άνοιγμα της όχθης, τόσο καλά κρυμμένο κάτω από τους θάμνους, που δεν το έβλεπες ώσπου να φτάσεις από πάνω του. Κι ώσπου να καταλάβει τι συμβαίνει, μόνο η άκρη της κοντόφαρδης ουράς του περίσσευε απ’ την τρύπα.
Η Λούσυ έσκυψε αμέσως και σύρθηκε το κατόπι του. Πίσω της άκουγε σουρσίματα και λαχανιάσματα και ξεφυσήματα, και την άλλη στιγμή βρέθηκαν μέσα και οι πέντε.
«Πού βρισκόμαστε;» είπε η φωνή του Πήτερ. Στο σκοτάδι έμοιαζε κουρασμένη και χλωμή. (Φαντάζομαι πως καταλαβαίνετε τι εννοώ όταν μιλάω για χλωμή φωνή).
«Είναι μια παλιά κρυψώνα για κάστορες σε δύσκολους καιρούς», είπε ο κύριος Κάστορας, «και βέβαια μυστική. Δεν είναι τίποτα σπουδαίο, αλλά πρέπει να κοιμηθούμε λιγάκι».
«Αν δε με σκοτίζατε με τις γκρίνιες σας όταν ξεκινούσαμε, θα είχα φέρει και μερικά μαξιλάρια», είπε η κυρία Καστορίνα.
Η σπηλιά δεν ήτανε τόσο συμπαθητική όπως του κυρίου Τούμνους, έτσι της φάνηκε της Λούσυ. Μια σκέτη τρύπα κάτω απ’ τη γη, αλλά στεγνή και στρωμένη χώμα. Δεν είχε πολύ χώρο, κι όταν πλάγιασαν έγιναν όλοι ένα κουβάρι καστορίσιες γούνες και ρούχα· κάτι το στρίμωγμα, κάτι το ζέσταμα από το μακρύ δρόμο που είχαν κάνει, ένιωθαν βολεμένοι και νυσταγμένοι. Μονάχα να ’ταν λίγο πιο ίσιο το πάτωμα της σπηλιάς! Τότε η κυρία Καστορίνα τους έδωσε στα σκοτεινά ένα μικρό φλασκί κι ήπιανε κάτι - κάτι που σ’ έκανε να βήξεις και να πνιγείς και τσιμπούσε στο λαιμό, αλλά ένιωθες υπέροχη ζεστασιά μόλις το κατάπινες - κι όλοι αποκοιμήθηκαν βαθιά.
Της Λούσυ της φάνηκε πως είχε περάσει μονάχα ένα λεπτό (αν και, στην πραγματικότητα, ήταν ώρες αργότερα), όταν ξύπνησε· ένιωθε μουδιασμένη και παγωμένη, και σκέφτηκε αμέσως τι καλό που θα ’ταν ένα ζεστό μπάνιο. Τότε όμως ένιωσε κάτι μακριές φαβορίτες να της γαργαλανε το μάγουλο κι είδε το κρύο φως της μέρας να μπαίνει από το άνοιγμα της σπηλιάς. Ξύπνησε για καλά, κι είδε πως ήταν ξύπνιοι κι οι άλλοι. Για την ακρίβεια, είχαν ανακαθίσει όλοι με τα στόματα και τα μάτια ορθάνοιχτα, κι αφουγκράζονταν έναν ήχο, που τον σκέφτονταν (και καμιά φορά φαντάζονταν πως τον άκουγαν) στο δρόμο την περασμένη νύχτα. Κάπου εκεί κοντά, χτυπούσαν κουδουνάκια.