Ο κύριος Κάστορας πετάχτηκε σαν αστραπή έξω από τη σπηλιά, την ίδια κιόλας στιγμή. Ίσως νομίζετε, όπως κι η Λούσυ εκείνη την ώρα, πως ήτανε μεγάλη κουταμάρα από μέρους του. Στην πραγματικότητα όμως φέρθηκε πολύ φρόνιμα. Ήξερε πως μπορούσε να σκαρφαλώσει στην όχθη, ανάμεσα στους θάμνους και τα χαμόκλαδα, χωρίς να τον δουν· κι ύστερα, έπρεπε πριν απ’ όλα να μάθει για πού τραβούσε το έλκηθρο της Μάγισσας. Οι άλλοι έμειναν στη σπηλιά, δεν ήξεραν τι άλλο να κάνουν. Περίμεναν έτσι κάπου πέντε λεπτά. Και τότε άκουσαν κάτι που τους τρόμαξε για τα καλά. Πέρα, μακριά, ακούστηκαν φωνές. «Αχ, τον είδανε», σκέφτηκε η Λούσυ. «Τον έπιασε η Μάγισσα!».
Μα το σάστισμά τους μεγάλωσε όταν, σε λίγο, άκουσαν έξω από τη σπηλιά τον κύριο Κάστορα να τους φωνάζει:
«Δεν είναι τίποτα! Έλα, κυρία Καστορίνα! Ελάτε, Γιοι και Κόρες του Αδάμ! Δεν είναι η Εκείνη!». Βέβαια, από γραμματική και συντακτικό δεν πήγαινε και πολύ καλά, μα έτσι μιλάνε οι κάστορες όταν είναι ταραγμένοι· δηλαδή, στη Νάρνια, γιατί στο δικό μας κόσμο δε μιλούν καθόλου - συνήθως.
Έτσι λοιπόν η κυρία Καστορίνα και τα παιδιά βγήκαν κουτρουβαλώντας από τη σπηλιά, θαμπωμένοι από το φως, γεμάτοι χώματα, μουδιασμένοι απ’ την κλεισούρα, βρόμικοι κι αχτένιστοι και με τον ύπνο στα μάτια.
«Ελάτε!» φώναζε ο κύριος Κάστορας χορεύοντας σχεδόν απ’ τη χαρά του. «Τρέξτε να δείτε! Κακό που τη βρήκε τη Μάγισσα! Φαίνεται πως άρχισε κιόλας να χάνει τη δύναμή της!».
«Τι λέτε εκεί, κύριε Κάστορα;» έκανε λαχανιασμένα ο Πήτερ καθώς σκαρφάλωναν μαζί την απότομη πλαγιά της κοιλάδας.
«Δε σας έλεγα πως μας έκανε να έχουμε πάντα χειμώνα και ποτέ Χριστούγεννα;» αποκρίθηκε ο κύριος Κάστορας. «Δε σας το ’πα; Ε λοιπόν, ελάτε να δείτε με τα μάτια σας!».
Κι όταν βρέθηκαν όλοι στην κορφή, είδαν και σάστισαν.
Ήταν ένα έλκηθρο, με τάρανδους και κουδουνάκια στα χάμουρά τους. Ετούτοι δω όμως φαίνονταν πιο μεγάλοι από τους τάρανδους της Μάγισσας, κι όχι άσπροι αλλά καφετιοί. Και πάνω στο έλκηθρο καθόταν ένας άντρας, που τον γνώρισαν με την πρώτη ματιά. Ήταν πελώριος, με λαμπερή κόκκινη φορεσιά (ίδια με τα βολαράκια του ου) και κουκούλα ντυμένη με γούνα, και μια μεγάλη κατάλευκη γενειάδα που ξεχυνόταν στο στήθος του σαν αφρισμένος καταρράχτης. Όλοι τον ήξεραν, γιατί μπορεί βέβαια να βλέπεις ζωντανούς κάτι τέτοιους τύπους μονάχα στη Νάρνια, αλλά σ’ όλο τον κόσμο τους ζωγραφίζουν και μιλούν γι’ αυτούς - σ’ όλο τον κόσμο από την εδώ μεριά της ντουλάπας. Όταν τους βλέπεις όμως από κοντά στη Νάρνια, το πράγμα αλλάζει. Μερικές εικόνες του Μπαρμπα-Χριστούγεννα (που εδώ τον λέμε Αϊ-Βασίλη) στον κόσμο μας, τον δείχνουνε αστείο και γελαστό. Τώρα όμως που τα παιδιά τον βλέπαν με τα μάτια τους, δεν τους φάνηκε διόλου έτσι. Ήταν πελώριος, γαλήνιος και πραγματικός, κι όλοι τους άξαφνα στάθηκαν ακίνητοι. Ένιωθαν τώρα να τους πλημμυρίζει μια περίεργη χαρά και ηρεμία.
«Επιτέλους, τα κατάφερα», τους είπε. «Πάει καιρός που δε μ’ άφηνε να περάσω, αλλά επιτέλους ήρθα. Ο Ασλάν βρίσκεται στο δρόμο. Τα μάγια της Βασίλισσας λύνονται».
Κι η Λούσυ ένιωσε να τη διαπερνάει ένα βαθύ χαρούμενο ρίγος, που μόνο όταν είσαι γαλήνιος κι ασάλευτος μπορείς να το νιώσεις.
«Και τώρα», είπε ο Μπαρμπα-Χριστούγεννας, «για να δούμε τα δώρα σας. Για σένα κυρία Καστορίνα, έχω μια καινούρια ραπτομηχανή, καλύτερη από την παλιά. Θα την αφήσω περνώντας απ’ το σπίτι σου».
«Με την άδειά σας, κύριε», είπε η κυρία Καστορίνα και υποκλίθηκε, «το έχω κλειδωμένο».
«Μήτε κλειδαριές μήτε λουκέτα με σταματούν εμένα», είπε ο Μπαρμπα-Χριστούγεννας. «Όσο για σένα, κύριε Κάστορα, όταν γυρίσεις στο σπιτικό σου, θα βρεις το φράγμα σου διορθωμένο και τελειωμένο, με κλεισμένες όλες τις χαραμάδες και ολοκαίνουρια πορτούλα».
Ο κύριος Κάστορας χάρηκε τόσο πολύ, που άνοιξε διάπλατα το στόμα του και τότε ανακάλυψε ότι δεν μπορούσε να πει τίποτα.
«Πήτερ, Γιε του Αδάμ», είπε ο Μπαρμπα-Χριστούγεννας.
«Μάλιστα, κύριε», είπε ο Πήτερ.
«Έλα να πάρεις τα δώρα σου. Είναι εργαλεία, όχι παιχνίδια. Ζυγώνει ίσως ο καιρός που θα τα χρησιμο ποιήσεις. Να τα προσέχεις». Και με τα λόγια αυτά του έδωσε ένα σπαθί και μια ασπίδα. Η ασπίδα ήταν ασημένια και στη μέση της τιναζόταν αγριεμένο ένα κατακόκκινο λιοντάρι, λαμπερό σαν τη γινωμένη φράουλα, τη στιγμή που την κόβεις. Η λαβή του σπαθιού ήταν από χρυσάφι, κι είχε θηκάρι και ζωστήρα κι όλα τα χρειαζούμενα, κι ακριβώς το σωστό μάκρος και βάρος για το ανάστημα του Πήτερ. Ο Πήτερ δέχτηκε τούτα τα δώρα γαλήνιος και σιωπηλός, γιατί κατάλαβε πως ήταν δώρα πολύ σοβαρά.
«Σούζαν, Κόρη της Εύας», είπε ο Μπαρμπα-Χριστούγεννας. «Αυτά εδώ είναι για σένα». Και της έδωσε ένα τόξο και μια φαρέτρα με βέλη, κι ένα μικρό φιλτισένιο κέρας. «Το τόξο να το χρησιμοποιήσεις μόνο σε μεγάλη ανάγκη», της είπε, «γιατί δε θέλω να πολεμήσεις στη μάχη. Τα βέλη αυτά δε θ’ αστοχήσουν ποτέ. Κι όταν βάλεις στα χείλια σου το κέρας και φυσήξεις, όπου και να βρίσκεσαι, θα ’ρθει βοήθεια».