Στο τέλος φώναξε, «Λούσυ, Κόρη της Εύας», και κείνη έκανε ένα βήμα μπροστά. Της έδωσε ένα μικρό μπουκαλάκι, που έμοιαζε με γυάλινο (αλλά κατόπι της είπαν ότι είναι από διαμάντι) κι ένα μικρό μαχαίρι. «Σ’ αυτό το μπουκαλάκι», της είπε, «υπάρχει ένα μαγικό φίλτρο, φτιαγμένο από το χυμό του λουλουδιού της φωτιάς που φυτρώνει στα βουνά του ήλιου. Αν πληγωθείς εσύ ή οι φίλοι σου, φτάνουν λίγες σταγόνες για να σας γιατρέψουν. Με τούτο το μαχαίρι να υπερασπιστείς τον εαυτό σου σε μεγάλη ανάγκη. Γιατί μήτε κι εσύ θα πολεμήσεις στη μάχη».
«Γιατί, κύριε;» είπε η Λούσυ. «Δε - δεν ξέρω, αλλά θαρρώ πως θα είμαι αρκετά γενναία».
«Αυτό δεν έχει σημασία», αποκρίθηκε. «Οι μάχες είναι άσκημες όταν πολεμούν και γυναίκες. Και τώρα -» και ξάφνου έχασε το σοβαρό του ύφος - «έχω και κάτι άλλο για όλους σας, κάτι για την περίσταση!». Κι έβγαλε (μάλλον από το μεγάλο σακούλι που κουβάλαγε στη ράχη του, αν και κανείς δεν πρόλαβε να δει) ένα μεγάλο δίσκο με πέντε φλιτζανάκια και πέντε πιατάκια, ένα κουπάκι με πλακάκια ζάχαρη, ένα κανάτι παχύ γάλα και μια μεγάλη τσαγιέρα, που σφύριζε καφτή-καφτή. Έπειτα φώναξε, «Καλά Χριστούγεννα! Ζήτω ο αληθινός Βασιλιάς!» και κροτάλισε το καμουτσίκι του. Και μεμιάς, έλκηθρο, τάρανδοι και Μπάρμπα-Χριστούγεννας χάθηκαν απ’ τα μάτια τους πριν καλά καλά τους δουν να ξεκινάνε.
Ο Πήτερ έβγαλε το σπαθί από το θηκάρι του και το ’δειξε στον Κάστορα, αλλά η Καστορίνα τους έκοψε βιαστική!
«Άντε, άντε τώρα! Άμα πιάσετε κουβέντα θα παγώσει το τσάι. Αχ αυτοί οι άντρες! Εμπρός, βάλτε ένα χεράκι να κουβαλήσουμε κάτω το δίσκο για να ετοιμάσω το πρωινό μας. Καλά που σκέφτηκα να πάρω το μαχαίρι του ψωμιού».
Κι έτσι κατέβηκαν την απόκρημνη όχθη και γύρισαν στη σπηλιά, και ο κύριος Κάστορας έκοψε ψωμί και χοιρομέρι κι έφτιαξε σάντουιτς, και η κυρία Καστορίνα σερβίρισε το τσάι κι έφαγαν με την ψυχή τους. Μα πριν καλοτελειώσουν το γλέντι τους, ο κύριος Κάστορας είπε, «Εμπρός, καιρός να ξεκινάμε».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ
Ο Ασλάν ζυγώνει
Στο μεταξύ, τον Έντμουντ τον περίμεναν μεγάλες απογοητεύσεις. Μόλις έφυγε ο νάνος για να ετοιμάσει το έλκηθρο, περίμενε πως η Μάγισσα θα τον καλοπιάσει, σαν την άλλη φορά που τη συνάντησε. Εκείνη όμως δεν του είπε λέξη. Κι όταν καμιά φορά ο Έντμουντ μάζεψε όλο το θάρρος του και είπε, «Σας παρακαλώ, Μεγαλειοτάτη, μήπως σας περισσεύει κανένα λουκουμάκι; Μου είχατε - μου είχατε πει -» του απάντησε άγρια, «Πάψε, ανόητε!» Αμέσως όμως φάνηκε να το μετανιώνει και πρόσθεσε, σα να μιλούσε στον εαυτό της, «Πάντως δεν ωφελεί να κουβαλήσω το βρομόπαιδο λιπόθυμο στο δρόμο», και ξαναχτύπησε τα χέρια της. Στη στιγμή εμφανίστηκε άλλος νάνος.
«Φέρε στο ανθρώπινο πλάσμα φαΐ και νερό», πρόσταξε.
Ο νάνος έφυγε και ξαναγύρισε με μια τσίγκινη γαβάθα με νερό, κι ένα τσίγκινο πιατάκι μ’ ένα ξεροκόμματο. Χαμογέλασε απαίσια καθώς τ’ ακουμπούσε στο πάτωμα δίπλα στον Έντμουντ, και είπε:
«Ορίστε τα λουκουμάκια σας, Αρχοντόπουλό μου. Χα! Χα! Χα!!».
«Πάρ’ τα από δω», έκανε ο Έντμουντ μουτρωμένος. «Δε ζήτησα ξερό ψωμί». Όμως η Μάγισσα γύρισε κείνη τη στιγμή και τον κοίταξε, κι η όψη της ήταν τόσο τρομερή, που ο Έντμουντ αναγκάστηκε να γυρέψει συγνώμη, κι άρχισε να τσιμπολογάει το ψωμί - κι ας ήτανε τόσο μπαγιάτικο που δεν πήγαινε κάτω.
«Κοίτα να το φχαριστηθείς, γιατί θα κάνεις πολύ καιρό να ξαναδοκιμάσεις ψωμί», είπε η Μάγισσα.
Με γεμάτο στόμα τον βρήκε ο πρώτος νάνος, που ξαναγύρισε για ν’ αναγγείλει πως το έλκηθρο ήταν έτοιμο. Η Λευκή Μάγισσα σηκώθηκε και πρόσταξε τον Έντμουντ να την ακολουθήσει. Είχε πιάσει πάλι να χιονίζει την ώρα που βγήκαν στην αυλή, μα η Μάγισσα μήτε που το πρόσεξε, κι έβαλε τον Έντμουντ να καθίσει κοντά της στο έλκηθρο. Πριν ξεκινήσουν όμως, φώναξε τον Μώγκριμ κι εκείνος ζύγωσε χοροπηδώντας βαριά, σαν πελώριος σκύλος, και στάθηκε πλάι της.
«Πάρε τους πιο γρήγορους λύκους σου», είπε, «και τράβα αμέσως στο σπίτι του Κάστορα. Σκότωσε όποιον βρεις εκεί. Αν είναι κιόλας φευγάτοι, ξεκίνα όσο πιο γρήγορα μπορείς για το πέτρινο τραπέζι και πρόσεξε να μη σε δούνε. Κρύψου εκεί κοντά και περίμενέ με. Εγώ θα προχωρήσω κάμποσα μίλια δυτικά, για να βρω πέρασμα στο ποτάμι. Μπορεί να τους προλάβεις πριν φτάσουν στο Πέτρινο Τραπέζι. Αν τους πετύχεις, ξέρεις τι να κάνεις!».
«Θα γίνει το θέλημά σου, Βασίλισσά μου», μούγκρισε ο Λύκος, και τινάχτηκε σκίζοντας σαν αστραπή το χιόνι και το σκοτάδι, πιο γρήγορα από άλογο που καλπάζει. Σε λίγα λεπτά και δεύτερος λύκος τον πήρε κατόπι κι ανηφόρισαν μαζί κατά το φράγμα, ακολουθώντας με τη μυρωδιά το δρόμο για το σπίτι του Κάστορα. Το βρήκαν φυσικά άδειο. Τύχη φοβερή θα περίμενε τους Κάστορες και τα παιδιά αν ήτανε ξαστεριά, γιατί οι λύκοι θα ’βρισκαν τα ίχνη τους, και σίγουρα θα τους προλάβαιναν πριν τρυπώσουν στη σπηλιά. Τώρα όμως, με το καινούριο χιόνι, η μυρωδιά τους κρύωσε και οι πατημασιές σκεπάστηκαν.