Στο μεταξύ, ο νάνος μαστίγωσε τους τάρανδους, και το έλκηθρο, με τη Μάγισσα και τον Έντμουντ, πέρασε την αψίδα και βγήκε στο παγερό σκοτάδι. Το ταξίδι ήταν τρομερό για τον Έντμουντ που δεν είχε πανωφόρι. Δεν είχαν κάνει καλά καλά δέκα λεπτά δρόμο, και γέμισε ολόκληρος χιόνι· σε λίγο έπαψε να τινάζεται γιατί δεν έβγαινε τίποτα· όσο γρήγορα κι αν έβγαζε το χιόνι από πάνω του, πάλι τον σκέπαζε ένα σωρό καινούριο, ώσπου απόκαμε πια. Ήταν μουσκεμένος ως το κόκαλο κι ένιωθε απαίσια - κι ύστερα, η Μάγισσα δε φαινόταν να ’χει καμιά διάθεση να τον κάνει Βασιλιά. Όλα όσα είχε βαλθεί να πιστέψει, πως η Βασίλισσα είναι καλή κι ευγενική κι έκανε σωστά να πάει με το μέρος της, του φαίνονταν τώρα ανόητα. Και τι δε θα ’δινε να βρισκόταν μαζί με τους άλλους εκείνη τη στιγμή — έστω και με τον Πήτερ! Το μόνο που είχε για να παρηγορηθεί, ήταν να λέει μέσα του πως όλα είναι όνειρο, πως από στιγμή σε στιγμή θα ξυπνήσει. Και καθώς ταξίδευαν ώρες ατέλειωτες, άρχισε να πιστεύει πως ονειρεύεται.
Όλα τούτα κράτησαν πολύ, πιο πολύ απ’ όσο μπορώ να σας παραστήσω, ακόμα κι αν γράψω ολόκληρες σελίδες. Ας αφήσουμε όμως τις λεπτομέρειες του ταξιδιού, για να δούμε τη στιγμή που το χιόνι σταμάτησε, έφεξε η μέρα και τώρα το έλκηθρο έτρεχε μέσα στο φως. Πήγαιναν κι όλο πήγαιναν, κι άλλο δεν ακουγόταν από το χιόνι που σφύριξε δεξιά κι αριστερά και τα γκέμια που έτριζαν. Ώσπου ξαφνικά, η Μάγισσα έβγαλε μια φωνή: «Τι γίνεται εδώ; Στάσου!» και το έλκηθρο σταμάτησε απότομα.
Αχ, πώς παρακαλούσε μέσα του ο Έντμουντ να πει τίποτα για φαί! Όμως ο λόγος που τους έκανε να σταματήσουν ήταν άλλος. Λίγο πιο πέρα, κάτω από ’να δέντρο, καθόταν μια χαρούμενη συντροφιά: ένας σκίουρος με τη γυναίκα του και τα παιδιά του, δυο σάτυροι, ένας νάνος και μια γρια αρσενική αλεπού. Είχαν στρωμένο τραπέζι και γύρω γύρω σκαμνιά. Ο Έντμουντ δεν είδε τι έτρωγαν, αλλά μύριζε όμορφα και του φάνηκε πως είχε γιρλάντες από γκυ κι ύστερα πήρε το μάτι του μια πουτίγκα με δαμάσκηνα. Την ώρα που πλησίαζε το έλκηθρο, η Αλεπού - η πιο ηλικιωμένη της συντροφιάς, απ’ ό,τι φαινόταν - είχε σηκωθεί μ’ ένα ποτήρι στο δεξί της χέρι σα να ετοιμαζότανε για πρόποση. Καθώς όμως είδαν το έλκηθρο να σταματάει και πρόσεξαν ποιον είχε μέσα, η χαρά χάθηκε από τα πρόσωπα όλων τους. Ο μπαμπάς σκίουρος κοκάλωσε με το πιρούνι στον αέρα, πριν το βάλει στο στόμα του, κι ο ένας σάτυρος έμεινε με το πιρούνι στο στόμα και τα σκιουράκια τσίριξαν τρομαγμένα.
«Τι ’ναι τούτα τα καμώματα;» ρώτησε η Μάγισσα. Κανένας δεν απάντησε.
«Μιλήστε, σκουλήκια:» ξαναφώναξε. «Ή μήπως θέλετε να βάλω το νάνο μου να σας ξαναδώσει τη μιλιά σας με το καμουτσίκι; Τι ’ναι τούτη η λαιμαργία κι η σπατάλη; Και πού τα βρήκατε όλα αυτά;».
«Να με συμπαθάς, Μεγαλειοτάτη», είπε η Αλεπού. «Δεν τα βρήκαμε, μας τα ’δωσαν. Και αν μου επιτρέπεις, τολμώ να πιω στην υγειά της Χάρης σου -».
«Ποιος σας τα ’δωσε;» είπε η Μάγισσα.
«Ο Μπαρ-μπαρ-μπαρ- ο Μπαρμπα-Χριστούγεννας», τραύλισε η Αλεπού.
«Ποιος;» βρυχήθηκε η Μάγισσα πηδώντας απ’ το έλκηθρο και πλησιάζοντας τα τρομοκρατημένα ζώα. «Πού βρέθηκε αυτός εδώ; Αφού απαγορεύεται να πατήσει στη Νάρνια! Πώς τολμήσατε - αλλά όχι! Πέστε μου πως μου λέτε ψέματα. Ακόμα και τώρα, θα σας το συγχωρέσω!».
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ένα σκιουράκι φάνηκε να χάνει τα μυαλά του.
«Ήρθε! Ήρθε! Ήρθε!» τσίριξε χτυπώντας το κουταλάκι του στο τραπέζι. Ο Έντμουντ είδε τη Μάγισσα να δαγκώνει τα χείλια της - τόσο δυνατά, που μια σταγόνα αίμα κύλησε στο άσπρο πρόσωπό της. Έπειτα σήκωσε το σκήπτρο της.
«Αχ, μη, μη, μη - σας παρακαλώ, μη!» φώναξε ο Έντμουντ, αλλά την ίδια στιγμή η Βασίλισσα ανέμισε το σκήπτρο της και η χαρούμενη συντροφιά πέτρωσε στον τόπο: γίναν αγάλματα (το ένα με το πέτρινο πιρούνι του στον αέρα, πριν το βάλει στο πέτρινο στόμα του) γύρω από ‘να πέτρινο τραπέζι, στολισμένο με πέτρινα πιάτα και μια πέτρινη πουτίγκα με δαμάσκηνα.
«Όσο για σένα», είπε η Μάγισσα κι έδωσε στον Έντμουντ ένα φοβερό χαστούκι καθώς ξανανέβαινε στο έλκηθρο, «αυτό να σου γίνει μάθημα και να μη ζητάς χάρη για κατασκόπους και προδότες! Πάμε!».
Κι ο Έντμουντ, για πρώτη φορά στην ιστορία μας, ένιωσε να λυπάται κάποιον άλλο, πέρα από τον εαυτούλη του. Ήτανε τόσο θλιβερό να σκέφτεται τις μικρές πετρωμένες φιγούρες, που θα ’μεναν έτσι σιωπηλές, μέρες και νύχτες, χρόνο το χρόνο, ώσπου να τις σκεπάσουν μούσκλια κι να φαγωθούν τα πρόσωπά τους.