Τραβούσαν τώρα πάλι ίσια μπροστά. Και σε λίγο ο Έντμουντ πρόσεξε πως το χιόνι που τίναζε πάνω τους το έλκηθρο ήταν πιο υγρό από την περασμένη νύχτα. Την ίδια στιγμή του φάνηκε πως δεν έκανε πια τόσο κρύο. Είχε αρχίσει να πέφτει ομίχλη. Για να λέμε την αλήθεια, ώρα την ώρα η ομίχλη πύκνωνε και ο αέρας ζέσταινε. Και το έλκηθρο δεν κυλούσε πια τόσο εύκολα σαν και πρώτα. Στην αρχή φαντάστηκε πως ίσως κουράστηκαν οι τάρανδοι, αλλά σε λίγο κατάλαβε πως δεν έφταιγε αυτό. Το έλκηθρο τρανταζόταν και χοροπηδούσε και σκόνταφτε λες και χτυπούσε σε πέτρες. Ο νάνος μαστίγωνε μ’ όλη του τη δύναμη τους καημένους τους τάρανδους, αλλά το έλκηθρο πήγαινε όλο και πιο αργά. Έπειτα, του φάνηκε πως ολόγυρά τους ακουγόταν κάτι παράξενο, μόνο που ο σαματάς που έκανε το έλκηθρο και οι φωνές του νάνου και οι τάρανδοι δεν τον άφηναν να ξεχωρίσει. Ώσπου σε μια στιγμή το έλκηθρο κόλλησε για τα καλά και δεν έλεγε να προχωρήσει. Για μια στιγμή, έπεσε απόλυτη σιωπή. Και μέσα σε τούτη τη σιωπή, ο Έντμουντ κατάφερε επιτέλους ν’ ακούσει το θόρυβο. Ήταν παράξενος, γλυκός και γουργουριστός — μα όχι και τόσο παράξενος, τον είχε ακούσει κι άλλοτε… Ας μπορούσε μόνο να θυμηθεί πού! Η σκέψη του ξαστέρωσε με μιας! Ήτανε θόρυβος από νερό τρεχούμενο! Παντού ολόγυρά τους, αόρατα ρυάκια τραγουδούσαν, μουρμού-ριζαν, κελάρυζαν και πιτσιλούσαν και πέρα μακριά ακούγονταν άλλα που μούγκριζαν θεριεμένα. Τότε η καρδιά του πετάρισε (κι ας μην ήξερε καλά καλά το λόγο), γιατί κατάλαβε πως τέλειωνε πια η παγωνιά. Και κει κοντά ένα αδιάκοπο πλιτς-πλατς-πλιτς ακουγόταν από τα κλαδιά των δέντρων. Σ’ ένα δέντρο πιο κει, είδε ξάφνου ένα μεγάλο φορτίο χιόνι να γλιστράει και να πέφτει, και για πρώτη φορά απ’ όταν βρέθηκε στη Νάρνια αντίκρισε το σκουροπράσινο χρώμα του έλατου. Δεν είχε όμως πια καιρό για να βλέπει και ν’ ακούει, γιατί η Μάγισσα του φώναξε:
«Πάψε να κοιτάς σα βλάκας! Βγες να βοηθήσεις!».
Ο Έντμουντ δε γινόταν να κάνει κι αλλιώς. Κατέβηκε κάτω, βουλιάζοντας στο λασπωμένο χιόνι, και βοήθησε το νάνο να βγάλει το έλκηθρο από το βούρκο που είχε σφηνώσει. Όταν το κατάφεραν καμιά φορά, ο νάνος αγρίεψε τους τάρανδους και ξεκίνησαν πάλι, κουτσά στραβά. Τώρα όμως το χιόνι έλιωνε για τα καλά, παντού πρασίνιζαν μπαλώματα χλωρό χορτάρι. Για σας που δεν έχετε αντικρίσει ποτέ, όπως ο Έντμουντ, ένα κόσμο τόσο χιονισμένο, είναι δύσκολο να φανταστείτε τι ανακούφιση ήταν τούτα τα πράσινα μπαλώματα μετά από την ατέλειωτη ασπράδα. Το έλκηθρο σταμάτησε ξανά.
«Δε γίνεται τίποτα, Κυρά μου», είπε ο νάνος. «Το έλκηθρο δεν κυλάει στο λιωμένο χιόνι».
«Τότε θα πάμε με τα πόδια», είπε η Μάγισσα.
«Με τα πόδια δε θα τους προλάβουμε ποτέ», γρύλλισε ο νάνος. «Έχουνε ξεκινήσει ώρα πριν από μας».
«Σύμβουλος είσαι ή σκλάβος μου;» τον αποπήρε η Μάγισσα. «Να κάνεις αυτό που σου λέω. Δέσε τα χέρια του ανθρώπινου πλάσματος και κράτα το δεμένο με σκοινί. Πάρε και το καμουτσίκι σου, και κόψε τα γκέμια των τάρανδων. Θα βρουν το δρόμο να γυρίσουν πίσω».
Ο νάνος υπάκουσε και σε λίγα λεπτά ο Έντμουντ βρέθηκε αναγκασμένος να περπατάει όσο πιο γρήγορα μπορούσε, με τα χέρια δεμένα πιστάγκωνα. Περπάταγε κι όλο γλιστρούσε στο βούρκο και στο λιωμένο χιόνι και στο βρεγμένο χόρτο, και κάθε που γλιστρούσε ο νάνος τον έβριζε και καμιά φορά τον έδερνε με το καμουτσίκι. Η Μάγισσα ακολουθούσε πιο πίσω, κι όλη την ώρα έλεγε, «Πιο γρήγορα! Πιο γρήγορα!».
Εκεί που προχωρούσαν, τα πράσινα μπαλώματα μεγάλωναν και τα κομμάτια του χιονιού μίκραιναν. Κάθε στιγμή όλο και πιο πολλά δέντρα τίναζαν το χιονισμένο σκέπασμά τους. Και σε λίγο, όπου κι αν γύριζες να κοιτάξεις, αντί για άσπρες σκιές έβλεπες καταπράσινα έλατα και μαύρα αγκαθωτά κλαδιά απ’ τις γυμνές βελανιδιές και τις οξιές και τις λεύκες. Η άσπρη ομίχλη έγινε ολόχρυση κι έπειτα ξεκαθάρισε. Υπέροχες φωτεινές δέσμες έπεσαν στο χώμα του δάσους και πάνω ψηλά φάνηκε ο ουρανός καταγάλανος ανάμεσα στις κορφές των δέντρων.
Όμως τα θαύματα δεν σταμάτησαν εδώ. Στρίβοντας ξάφνου σ’ ένα ξέφωτο με ασημένιες σημύδες, ο Έντμουντ είδε το χώμα σκεπασμένο με μικρά κίτρινα λουλουδάκια - ήταν χαμομήλια! Ο θόρυβος του νερού δυνάμωσε, και σε λίγο βρήκαν μπροστά τους το ρυάκι και το πέρασαν. Η άλλη όχθη ήτανε γεμάτη ασπρολούλουδα.
«Εσύ να κοιτάς τη δουλειά σου!» είπε ο νάνος βλέποντας τον Έντμουντ να γυρίζει το κεφάλι του, και τράβηξε με κακία το σκοινί.
Μα τώρα πια τίποτα δεν εμπόδιζε τον Έντμουντ να βλέπει. Σε λίγο πρόσεξε τους πρώτους κρόκους που φύτρωναν στις ρίζες ενός· γέρικου δέντρου, χρυσοί, ρόδινοι και λευκοί. Κι έπειτα ακούστηκε κάτι ακόμα πιο υπέροχο από τον ήχο του νερού. Πλάι στο μονοπάτι που περνούσαν, ένα πουλί τιτίβισε ξαφνικά σε κάποιο κλαράκι. Άλλο πουλί του απάντησε, λιγάκι πιο μακριά. Και τότε, λες και περίμεναν το σύνθημα, τιτιβίσματα και τραγούδια ξέσπασαν απ’ όλες τις μεριές, και μέσα σε πέντε λεπτά όλο το δάσος αντηχούσε απ’ το κελάηδημα των πουλιών. Όπου κι αν γύριζε τα μάτια του, ο Έντμουντ έβλεπε πουλιά, στα κλαδιά ή στον αέρα, να κυνηγιούνται και να παίζουν, ή να χτενίζουν τις φτερούγες με τα ράμφη τους.