«Πιο γρήγορα! Πιο γρήγορα!» έλεγε η Μάγισσα.
Τώρα η ομίχλη είχε διαλυθεί. Ο ουρανός γινόταν όλο και πιο γαλανός, κι άσπρα συννεφάκια τον διάβαιναν βιαστικά. Στ’ ανοιχτά ξέφωτα φούντωναν παπαρούνες, κι ένα ελαφρό αεράκι τίναξε τις δροσοστάλες από τα κλαδιά και έλουσε με καινούριες, ανείπωτες ευωδιές τα πρόσωπα των στρατοκόπων. Τα δέντρα πήραν ζωή. Τ’ αγριόπευκα και οι σημύδες σκεπάστηκαν με πράσινη φυλλωσιά, και τα λαβούρνα αστραψαν ολόχρυσα. Σε λίγο οι οξιές γέμισαν διάφανα φυλλαράκια και το φως έγινε πράσινο στο δρόμο που περνούσαν οι τρεις ταξιδιώτες. Μια μέλισσα πετάχτηκε βουίζοντας στο μονοπάτι.
«Μα εδώ δε λιώνουνε μόνο τα χιόνια», είπε ο νάνος σταματώντας απότομα. «Ήρθε η Άνοιξη! Τι θα γίνουμε τώρα, Κυρά μου; Πάει ο χειμώνας σου! Να το ξέρεις, είναι καμώματα του Ασλάν!».
«Μην ξαναβάλει κανείς σας στο στόμα του ετούτο τ’ όνομα», είπε η Μάγισσα, «αν θέλει τη ζωή του!».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΩΔΕΚΑΤΟ
Ο Πήτερ δίνει την πρώτη μάχη
Την ώρα που ο νάνος και η Λευκή Μάγισσα μιλούσαν ακόμα, κάμποσα μίλια μακριά, οι Κάστορες και τα παιδιά περπατούσαν θαρρώντας πως αντικρίζουν ένα υπέροχο όνειρο. Είχαν πετάξει πια τα πανωφόρια τους κι έπαψαν να λένε κάθε λίγο, «Κοίτα! Ένας ψαροφάγος!» ή πάλι, «Βγήκαν και καμπανούλες!» ή, «Τι μυρίζει έτσι όμορφα;» ή ακόμα, «Άκου πώς κελαηδάει η τσίχλα!». Τώρα περπατούσαν σιωπηλά, ρουφώντας το θέαμα, περνούσαν από κομμάτια με ζεστή λιακάδα σε δροσερά, πράσινα σύδεντρα, βγαίναν σε ξέφωτα με μούσκλια όπου θεόρατες φτελιές όρθωναν το φυλλωτό τους θόλο πέρα ψηλά, χώνονταν στις πυκνές ανθισμένες βατομουριές και σε λουλουδισμένους θάμνους που τους λίγωναν με τη γλυκιά μυρωδιά τους.
Είχαν δοκιμάσει την ίδια έκπληξη, όπως ο Έντμουντ, βλέποντας το χειμώνα να χάνεται κι ολόκληρο το δάσος να περνάει μέσα σε λίγες ώρες από το Γενάρη στο Μάη. Και βέβαια δεν ήξεραν (όπως ήξερε, φυσικά, η Μάγισσα) πως όλα αυτά θα γίνονταν μόνο αν γύριζε ο Ασλάν στη Νάρνια. Το μόνο που καταλάβαιναν, ήταν πως τα μάγια της είχαν φέρει τον ατέλειωτο χειμώνα, γι’ αυτό και με τον ερχομό τούτης της μαγεμένης άνοιξης ένιωσαν πως κάτι χάλαγε πολύ, μα πολύ σοβαρά, τα σχέδια της Μάγισσας. Όταν πια έλιωσε το χιόνι, σκέφτηκαν πως η Μάγισσα δε μπορούσε πια να χρησιμοποιήσει το έλκηθρό της. Τότε έπαψαν να προχωρούν βιαστικά, και κάθε λίγο σταματούσαν να ξαποστάσουν με την ησυχία τους. Σίγουρα, είχαν κουραστεί πολύ, μα δεν ένιωθαν την κούραση σαν αγωνία- μόνο που το βήμα τους σιγάνεψε και μέσα τους ήταν γαληνεμένοι και βυθισμένοι σε όνειρο, σαν και κείνον που ξέρει ότι φτάνει στο τέλος μιας μεγάλης μέρας στην ύπαιθρο. Η Σούζαν μόνο είχε βγάλει στη φτέρνα μια μικρή φουσκάλα.
Εδώ και κάμποση ώρα είχαν αφήσει πίσω τους το μεγάλο ποτάμι, γιατί έπρεπε να στρίψουν δεξιά (δηλαδή κατά το νότο) για να φτάσουν στο Πέτρινο Τραπέζι. Μα κι από κει να μην ήταν ο δρόμος τους, πάλι δε θα μπορούσαν να πάρουν την κοιλάδα του ποταμού απ’ όταν άρχισαν να λιώνουν τα χιόνια, γιατί το ρέμα είχε αρχίσει να πλημμυρίζει — μια υπέροχη κίτρινη φουσκονεριά μούγκριζε θεριεμένη, και το μονοπάτι θα ’ταν κιόλας σκεπασμένο απ’ το νερό.
Τώρα ο ήλιος έγερνε και το φως έγινε κόκκινο· μάκρυναν οι ίσκιοι και τα λουλούδια ετοιμάστηκαν να κλείσουν.
«Κοντεύουμε», είπε ο κύριος Κάστορας που τους οδηγούσε τώρα στην ανηφοριά· ήταν σκεπασμένη με πυκνά ανοιξιάτικα βρύα, που τα ’νιωθαν τόσο ανακουφιστικά κάτω απ’ τα κουρασμένα πόδια τους, και τόπους τόπους φύτρωναν αραιά πανύψηλα δέντρα. Τούτο το σκαρφάλωμα, έπειτα από τη δύσκολη μέρα που πέρασαν, τους έκανε να φουσκώσουν και να λαχανιάσουν. Μα τη στιγμή ακριβώς που η Λούσυ άρχισε να νομίζει πως δε θα τα καταφέρει να φτάσει ως απάνω αν δε σταθεί να πάρει ανάσα, κατάλαβε πως πατούσαν στην κορφή! Και να τι αντίκρισαν.
Βρίσκονταν σε μια μεγάλη καταπράσινη απλωσιά, και κάτω φούντωνε το δάσος όσο έπιανε το μάτι σου, απ’ όλες τις μεριές - όλες, εκτός από ίσια μπροστά τους. Εκεί, πέρα στην ανατολή, κάτι στραφτοκοπούσε και σάλευε. «Μα το ναι!» ψιθύρισε ο Πήτερ στη Σούζαν. «Η θάλασσα!» Καταμεσίς στην απλωσιά της κορυφής ορθωνόταν το Πέτρινο Τραπέζι. Μια πελώρια βαριά πλάκα από σταχτιά πέτρα, στηριγμένη σε τέσσερα όρθια βράχια. Έμοιαζε πολύ παλιό, και πάνω του είχε χαραγμένες παράξενες γραμμές και σύμβολα, που θα μπορούσαν να ’ναι γράμματα μιας άγνωστης γλώσσας. Ένιωθες, περίεργα όταν τα κοίταγες. Το επόμενο πράγμα που είδαν, ήταν μια μεγάλη σκηνή στημένη στην άλλη μεριά της απλωσιάς. Ήτανε σπουδαία τούτη η σκηνή - πιο πολύ τώρα που έπεφτε πάνω της το φως της δύσης - με παραπετάσματα από κίτρινο μετάξι και πορφυρά κορδόνια και πάσαλους φιλντισένιους· και από πάνω, ψηλά στο κοντάρι, ανέμιζε ένα λάβαρο στο αεράκι που φυσούσε από τη μακρινή θάλασσα: το λάβαρο με το κόκκινο αγριεμένο λιοντάρι που χυμούσε. Δεν είχαν χορτάσει ακόμα να το κοιτάζουν, όταν ξάφνου μουσικές ακούστηκαν στα δεξιά τους· γύρισαν, και τότε αντίκρισαν εκείνο που περίμεναν να δουν.