«Πολύ καλησπέρα σας», είπε ο Φαύνος. «Να με συγχωρείτε, δε θέλω να φανώ αδιάκριτος, αλλά αν δεν απατώμαι είσαστε Κόρη της Εύας;».
«Εμένα πάντως με λένε Λούσυ», απάντησε χωρίς να τον πολυκαταλαβαίνει.
«Και είσαστε - με το συμπάθιο, δηλαδή — αυτό που λένε… κορίτσι;» ρώτησε ο Φαύνος.
«Θέλει ρώτημα;» είπε η Λούσυ.
«Δηλαδή, σα να λέμε, Άνθρωπος;».
«Και βέβαια είμαι άνθρωπος», απάντησε η Λούσυ, που δεν είχε συνέρθει ακόμα απ’ το σάστισμα.
«Σωστά, σωστά!» είπε ο Φαύνος. «Τι κουταμάρες κάθομαι και λέω! Αλλά είναι που δεν είχα δει ποτέ μου Γιο του Αδάμ ή Κόρη της Εύας. Χαίρω πολύ για τη γνωριμία. Δηλαδή -» και σταμάτησε απότομα, λες και πήγε να του ξεφύγει κάτι που δεν ήθελε να πει, αλλά το κράτησε πάνω στην ώρα. «Χαίρω πολύ, χαίρω πολύ», συνέχισε. «Επιτρέψτε μου να σας συστηθώ. Με λένε Τούμνους».
«Χαίρομαι πολύ που σας γνώρισα, κύριε Τούμνους», είπε η Λούσυ.
«Και αν επιτρέπετε, ω Λούσυ Κόρη της Εύας», είπε ο κύριος Τούμνους, «πώς ήρθατε στη Νάρνια;».
«Ποια Νάρνια;» είπε η Λούσυ.
«Μα εδώ είναι η χώρα της Νάρνια», είπε ο Φαύνος, «εδώ που στεκόμαστε τώρα δα· όλα όσα βρίσκονται ανάμεσα στο φανοστάτη και στο μεγάλο κάστρο του Κάιρ Πάραβελ στην Ανατολική θάλασσα. Και σεις -ήρθατε από τα άγρια δάση της δύσης;».
«Ε - εγώ ήρθα από τη ντουλάπα του ξενώνα», είπε η Λούσυ.
«Α μάλιστα!» έκανε ο κύριος Τούμνους μελαγχολικά. «Βλέπετε, αν μελετούσα περισσότερο γεωγραφία όταν ήμουνα φαυνόπουλο, θα ήξερα κατά πού πέφτουν όλες αυτές οι παράξενες χώρες. Τώρα όμως είναι πια πολύ αργά».
«Μα τι χώρες μου λέτε, καλέ;» είπε η Λούσυ βαστώντας τα γέλια της. «Να, εκειπέρα, πίσω είναι - δηλαδή… δεν είμαι και τόσο σίγουρη. Εκεί είχαμε καλοκαίρι».
«Και στο μεταξύ», είπε ο Φαύνος, «εμείς στη Νάρνια έχουμε χειμώνα, και είναι πάντα χειμώνας, και θα πουντιάσουμε κι οι δύο αν κάτσουμε εδώ στα χιόνια να κουβεντιάζουμε. Λοιπόν, Κόρη της Εύας από τη μακρινή χώρα του Ξεν-Ώνα, όπου βασιλεύει αιώνιο καλοκαίρι γύρω από τη λαμπερή πόλη της Ντουλ Άπα, τι λέτε, θα πάρετε ένα τσάι μαζί μου;».
«Πολύ ευχαρίστως, κύριε Τούμνους», είπε η Λούσυ. «Νομίζω όμως ότι θα ’ταν καλύτερα να γυρίσω πίσω».
«Μα δε μένω μακριά, να εδώ πιο κάτω», είπε ο Φαύνος, «η φωτιά θα βουίζει στο τζάκι μου - και έχει φρυγανιές - και σαρδέλες - και γλυκό».
«Είναι πολύ ευγενικό από μέρους σας», είπε η Λούσυ, «αλλά δε θα μπορέσω να μείνω πολύ».
«Αν στηριχτείτε στο μπράτσο μου, Κόρη της Εύας», είπε ο κύριος Τούμνους, «θα χωρέσουμε κι οι δυο κάτω απ’ την ομπρέλα. Έτσι μπράβο, αυτό είναι. Και τώρα - φύγαμε».
Βρέθηκε λοιπόν η Λούσυ να περπατάει μες στο δάσος, αλαμπρατσέτα με κείνο το παράξενο πλάσμα, λες και γνωρίζονταν από τα γεννοφάσκια τους.
Έκαναν λίγο δρόμο και φτάσαν σ’ ένα μέρος όπου το έδαφος γινότανε τραχύ, με βράχια ολόγυρα και μικρά λοφάκια, όλο ανηφοριές και κατηφοριές. Στην καρδιά κάποιας μικρής κοιλάδας, ο κύριος Τούμνους έστριψε απότομα κι ετοιμάστηκε να περάσει μέσα από ένα ασυνήθιστα μεγάλο βράχο, αλλά την τελευταία στιγμή η Λούσυ ανακάλυψε πως την οδηγούσε στην είσοδο μιας σπηλιάς. Δυνατή φωτιά με κούτσουρα έκαιγε στο τζάκι, και την έκανε να κλείσει για μια στιγμή τα μάτια της. Ο κύριος Τούμνους έσκυψε, έπιασε απ’ τη φωτιά ένα αναμμένο ξυλαράκι με μια όμορφη μικρή τσιμπίδα κι άναψε τη λάμπα. «Δε θ’ αργήσουμε καθόλου», είπε κι έβαλε το τσαγερό να βράσει.
Η Λούσυ σκέφτηκε πως ποτέ της δεν είχε μπει σε πιο όμορφο σπιτικό. Ήτανε μια σπηλιά από κόκκινη πέτρα, στεγνή και πεντακάθαρη, με χαλί στο πάτωμα· είχε δυο μικρές καρεκλίτσες («μία για μένα και μία για κανένα φίλο», της εξήγησε ο κύριος Τούμνους), τραπέζι, ντουλάπι, και πάνω απ’ την κορνίζα τον τζακιού κρεμόταν η εικόνα ενός γερο-Φαύνου με σταχτιά γενειάδα. Στη γωνιά είχε μια πόρτα, που η Λούσυ φαντάστηκε ότι βγάζει στην κρεβατοκάμαρα του κυρίου Τούμνους, και στον άλλο τοίχο ένα ράφι με βιβλία. Η Λούσυ τα περιεργάστηκε λιγάκι, ώσπου να ετοιμαστεί το τραπέζι. Είχαν κάτι μυστήριους τίτλους, όπως ας πούμε, Ο Βίος και το Έργον τον Σίληνού, ή Οι Νύμφες και οι Συνήθειές τους, ή Άνθρωποι, Καλόγεροι και Θηροφύλακες: Μια μελέτη τον Λαϊκού Θρύλον, ή πάλι Είναι Μύθος ο Άνθρωπος;
«Κόρη της Εύας, θαρρώ πως είμαστε έτοιμοι», είπε ο Φαύνος.
Κι ήταν σπουδαίο τσάι, μα την αλήθεια. Είχε ένα όμορφο καφετί αβγουλάκι για τον καθένα τους, κι έπειτα σαρδέλες με φρυγανιά, και φρυγανιές με βούτυρο και φρυγανιές με μέλι, και στο τέλος ένα κεκάκι πασπαλισμένο με ζάχαρη. Κι όταν πια η Λούσυ κουράστηκε να τρώει, ο Φαύνος άρχισε να μιλάει. Ήξερε να λέει σπουδαίες ιστορίες για τη ζωή στο δάσος. Της είπε για τους χορούς που γίνονταν τα μεσάνυχτα και για τις Νύμφες που κατοικούν στα πηγάδια και τις Δρυάδες που ζουν στα δέντρα, και βγαίνουν όλες να χορέψουν με τους Φαύνους· για το κυνήγι του Γαλατένιου Ελαφιού που, αν το ’πιανες, σου εκπλήρωνε όλες σου τις επιθυμίες· για ξεφαντώματα και για θησαυρούς που γύρευαν μαζί με τους άγριους Κόκκινους Νάνους, σε λαγούμια βαθιά και σπηλιές στα έγκατα του δάσους· κι έπειτα για το καλοκαίρι, που τα δέντρα πρασινίζαν και κατάφτανε ο γερο-Σιληνός καβάλα στο τετράπαχο γαϊδουράκι του, καμιά φορά μάλιστα κι ο ίδιος ο Βάκχος, αυτοπροσώπως, και τότε στα ρυάκια έτρεχε κρασί αντί για νερό, κι όλο το δάσος σηκωνότανε στο πόδι απ’ το γιορτάσι, βδομάδες και βδομάδες. «Βέβαια τώρα όλο χειμώνα έχουμε», πρόσθεσε λυπημένα. Κι έπειτα, για να το διασκεδάσει λίγο, έβγαλε απ’ το ντουλάπι του ένα παράξενο μικρό σουραύλι, που έμοιαζε καμωμένο από καλάμι, κι άρχισε να παίζει. Κι η μελωδία που έπαιζε έκανε τη Λούσυ να θέλει να κλάψει και να γελάσει μαζί, και να χορέψει και να κοιμηθεί. Θα ’χαν περάσει ώρες, όταν το κοριτσάκι τινάχτηκε απότομα και είπε: