Выбрать главу

Ο Ασλάν στεκόταν στη μέση ενός τεράστιου μισοφέγγαρου από λογής λογής πλάσματα. Είχε Νεράιδες τον Δέντρων και Νεράιδες των Πηγαδιών (Δρυάδες και Ναϊάδες τις έλεγαν στο δικό μας κόσμο) που βαστούσαν όργανα με χορδές· από κει έβγαινε η μουσική. Είχε τέσσερις πελώριους κένταυρους. Από τη μέση και κάτω μοιάζαν με κείνα τα μεγάλα άλογα που έχουν οι γεωργοί στα χωράφια, κι από τη μέση και πάνω με αυστηρούς αλλά πανέμορφους γίγαντες. Ήταν ακόμα ένας μονόκερος κι ένας ταύρος με κεφάλι ανθρώπου, ένας πελεκάνος κι ένας αετός κι ένας μεγάλος Σκύλος. Και δίπλα στον Ασλάν, δεξιά κι αριστερά του, στεκόντουσαν δυο πάνθηρες· ο πρώτος του βαστούσε την κορώνα κι ο δεύτερος το σκήπτρο.

Όσο για τον Ασλάν, μήτε οι Κάστορες μήτε τα παιδιά ήξεραν τι να κάνουν ή να πούνε μόλις τον αντίκρισαν. Όποιος δεν έχει πάει ποτέ στη Νάρνια, είναι δύσκολο να πιστέψει πως κάτι μπορεί να ’ναι απέραντα αγαθό και συνάμα τρομερό. Κι αν έτσι νόμιζαν κάποτε τα παιδιά, τώρα το ξέχασαν. Γιατί σαν δοκίμασαν να τον κοιτάξουν καταπρόσωπο, είδαν για μια στιγμή την αστραπή της ολόχρυσης χαίτης του και τα μεγάλα, ήρεμα κι επιβλητικά του μάτια, και τότε κατάλαβαν πως δεν αντέχουν να τον αντικρίσουν κι άρχισαν να τρέμουν.

«Προχωρήστε», ψιθύρισε ο κύριος Κάστορας.

«Όχι», απάντησε σιγανά ο Πήτερ. «Πρώτα εσείς».

«Πρώτα τα παιδιά του Αδάμ κι έπειτα τα ζώα», ξαναψιθύρισε ο Κάστορας.

«Σούζαν», είπε πάλι ο Πήτερ, «πέρασε πρώτη. Οι κυρίες προηγούνται».

«Όχι, εσύ δεν είσαι ο μεγαλύτερος;» είπε η Σούζαν. Και, φυσικά, όσο δίσταζαν, τόσο πιο δειλιασμένα ένιωθαν. Καμιά φορά, ο Πήτερ κατάλαβε πως έπρεπε να προχωρήσει πρώτος. Τράβηξε το σπαθί του και το σήκωσε να χαιρετήσει, ψιθυρίζοντας γρήγορα στους άλλους, «Ελάτε. Συμμαζευτείτε». Ζύγωσε τότε το Λιοντάρι και του είπε:

«Ήρθαμε ― Ασλάν».

«Καλωσόρισες Πήτερ, Γιε του Αδάμ», είπε ο Ασλάν . «Καλωσορίσατε Σούζαν και Λούσυ, Κόρες της Εύας. Καλωσόρισες Κάστορα και Καστορίνα».

Η φωνή του, πλούσια και βαθιά, τους γαλήνεψε ως τα τρίσβαθα. Τώρα ένιωθαν χαρούμενοι και ήρεμοι και δεν τους φαινόταν πια ανάγωγο να στέκονται χωρίς να μιλάνε.

«Πού είναι ο τέταρτος;» είπε ο Ασλάν.

«Δοκίμασε νατους προδώσει και πήγε με τη Λευκή Μάγισσα, ω Ασλάν», είπε ο κύριος Κάστορας. Και τότε κάτι έκανε τον Πήτερ να πει:

«Φταίω κι εγώ λιγάκι, Ασλάν. Του θύμωσα και νομίζω πως τον έσπρωξα να πάρει λάθος δρόμο».

Κι ο Ασλάν δεν είπε τίποτα, μήτε για να δικαιολογήσει τον Πήτερ μήτε για να τον κατηγορήσει. Στάθηκε μόνο και τον κοίταζε με τα μεγάλα ήρεμα μάτια του. Κι όλοι κατάλαβαν πως δεν έμενε και τίποτα να ειπωθεί.

«Σε παρακαλούμε, Ασλάν», είπε η Λούσυ. «Μπορεί να γίνει τίποτα για να σώσουμε τον Έντμουντ;».

«Όλα θα γίνουν», αποκρίθηκε ο Ασλάν. «Μόνο που ίσως θα ’ναι πιο δύσκολο απ’ όσο νομίζετε». Και σώπασε πάλι. Ίσαμε κείνη τη στιγμή, η Λούσυ σκεφτόταν πόσο γαλήνια και δυνατή και ηγεμονική είναι η όψη του· τώρα της φάνηκε, άξαφνα, βαθιά λυπημένη. Όμως την άλλη στιγμή η έκφραση έσβησε. Το Λιοντάρι τίναξε τη χαίτη του και χτύπησε τα μπροστινά του πόδια («Τι φοβερά νύχια πρέπει να κρύβονται κάτω από τις βελούδινες πατούσες του»), σκέφτηκε η Λούσυ, και είπε:

«Στο μεταξύ, ας προχωρήσει η γιορτή. Εσείς κυρίες, πάρτε τις Κόρες της Εύας στη σκηνή και ετοιμάστε τις».

Όταν έφυγαν τα κορίτσια, ο Ασλάν ακούμπησε το πόδι του - βαρύ και βελούδινο - στον ώμο του Πήτερ και είπε: «Έλα Γιε του Αδάμ. Έλα να δεις από μακριά το κάστρο όπου θα γίνεις Βασιλιάς».

Κι ο Πήτερ, βαστώντας ακόμα το σπαθί στο χέρι, πλησίασε μαζί με το Λιοντάρι την ανατολική άκρη της κορφής. Ένα εξαίσιο θέαμα ανοιγόταν μπροστά του. Πίσω τους έγερνε ο ήλιος, κι όλος ο τόπος ήταν βουτηγμένος στα χρώματα του σούρουπου - δάσος και λόφοι και κοιλάδες, και κάτω, κουλουριασμένο σαν ασημένιο φίδι, ένα κομμάτι του μεγάλου ποταμού. Και πέρα μακριά, μίλια μακριά, ήταν η θάλασσα, και πιο πέρα ακόμα ο ουρανός γεμάτος σύννεφα που ρόδιζαν τώρα καθρεφτίζοντας το φως της δύσης. Εκεί όμως που η χώρα της Νάρνια έσμιγε με τη θάλασσα για την ακρίβεια στις εκβολές του μεγάλου ποταμού, κάτι άστραφτε πάνω σ’ ένα λοφάκι. Άστραφτε γιατί ’ταν ένα πελώριο κάστρο, και στα παράθυρα που έβλεπε ο Πήτερ έπεφτε το τελευταίο φως. Έμοιαζε σα μεγάλο αστέρι που αναπαυόταν στην ακρογιαλιά.