«Άνθρωπε», είπε ο Ασλάν, «αυτό εκεί είναι το Κάιρ Πάραβελ με τους τέσσερις θρόνους όπου θα βασιλέψεις. Σε σένα το δείχνω γιατί είσαι ο πρωτότοκος και θα γίνεις ο Μεγάλος Βασιλιάς, πιο μεγάλος από τους υπόλοιπους».
Ξανά δε μίλησε ο Πήτερ· γιατί εκείνη τη στιγμή ένας παράξενος ήχος έσπασε τη σιγαλιά. Έμοιαζε με σάλπιγγα, μόνο που αυτός εδώ ήταν πιο πλούσιος.
«Είναι το κέρας της αδερφής σου», είπε σιγανά ο Ασλάν· τόσο σιγανά, που η φωνή του έμοιαζε με απαλό ροχάλισμα, αν δεν είναι βέβαια ασέβεια να φανταστείς Λιοντάρι να ροχαλίζει.
Για μια στιγμή ο Πήτερ στάθηκε δίχως να καταλαβαίνει. Κι έπειτα, βλέποντας τ’ άλλα πλάσματα να τρέχουν, κατάλαβε· όμως ο Ασλάν τους σταμάτησε όλους ανεμίζοντας ηγεμονικά το πόδι του: «Πίσω! Άστε το Πριγκιπόπουλο ν’ αποδείξει την αξία του» -κι ο Πήτερ όρμησε μ’ όλη του τη δύναμη για τη σκηνή. Το θέαμα που τον περίμενε ήταν φοβερό.
Ναϊάδες και Δρυάδες σκορπίζονταν απ’ όλες τις μεριές. Η Λούσυ έτρεχε προς το μέρος του όσο πιο γρήγορα μπορούσαν να την πάνε τα μικρά της ποδαράκια και το πρόσωπό της ήταν κατάχλωμο. Είδε τότε τη Σούζαν να ορμάει και να σκαρφαλώνει σ’ ένα δέντρο, και ξωπίσω της ένα πελώριο σταχτί αγρίμι. Στην αρχή το πέρασε για αρκούδα. Έπειτα σκέφτηκε πως μοιάζει με μαντρόσκυλο, κι ας ήταν πολύ μεγάλο. Και τότε μόνο κατάλαβε ότι είναι λύκος: ένας λύκος σηκωμένος στα πισινά ποδάρια του, με τα μπροστινά ακουμπισμένα στον κορμό, και στόμα ορθάνοιχτο που ούρλιαζε. Όλες οι τρίχες στη ράχη του ήταν ορθωμένες. Η Σούζαν δεν κατάφερε να προχωρήσει πέρα από το δεύτερο μεγάλο κλαρί. Το ένα πόδι της κρεμόταν, κι η φτέρνα της βρισκότανε μόλις πέντ’ έξι πόντους πάνω από τ’ άγρια δόντια που ανοιγόκλειναν. Ο Πήτερ αναρωτήθηκε γιατί δεν ανεβαίνει πιο ψηλά, ή τουλάχιστον γιατί δεν κρατιέται καλύτερα· και τότε κατάλαβε πως ήταν έτοιμη να λιγοθυμήσει, και πως αν λιγοθυμούσε θα ’πεφτε κάτω.
Για να λέμε την αλήθεια, εκείνη τη στιγμή δεν ένιωθε και πολύ γενναίος — μάλιστα, του ’ρχόταν ζάλη. Όμως αυτό δεν είχε καμιά σημασία. Έπρεπε να κάνει το χρέος του. Όρμησε λοιπόν καταπάνω στο αγρίμι κι ετοιμάστηκε να του κατεβάσει το σπαθί στο πλευρό του. Μα η σπαθιά δεν πέτυχε το Λύκο. Γρήγορος σαν αστραπή, γύρισε να του χυμήξει με μάτια που πετούσαν φωτιές και στόμα ορθάνοιχτο, ουρλιάζοντας αγριεμένα. Αν δεν ήταν τόσο θυμωμένος για να σταθεί να ουρλιάξει, θ’ άρπαζε αμέσως τον Πήτερ από το λαιμό. Τώρα όμως - αν και όλα τούτα γινήκαν τόσο γρήγορα, που ο Πήτερ μήτε πρόλαβε να σκεφτεί - βρήκε τον καιρό να σκύψει μπήγοντας το σπαθί, μ’ όλη του τη δύναμη, ανάμεσα στα μπροστινά ποδάρια του θηρίου, εκεί που ήταν η καρδιά. Ακολούθησε μια τρομερή στιγμή, μπερδεμένη σαν εφιάλτης. Τίναζε και τραβούσε το σπαθί του, μα ο Λύκος δε φαινόταν μήτε ζωντανός μήτε πεθαμένος, πελώρια δόντια τον χτύπησαν στο μέτωπο κι όλα γινήκαν αίμα, ζέστη και μαλλιά. Την άλλη στιγμή είδε το τέρας νεκρό και κείνος, με το σπαθί του λευτερωμένο, ίσιωνε την πλάτη και σκούπιζε τον ιδρώτα από το πρόσωπο και τα μάτια του. Ένιωθε φοβερά κουρασμένος.
Η Σούζαν κατέβηκε από το δέντρο. Ήταν συγκινημένη όσο κι ο Πήτερ και, αναπόφευκτα, ακολούθησαν φιλιά και κλάματα κι από τους δυο τους. Όμως στη Νάρνια κανείς δε σε κοροϊδεύει σε τέτοιες στιγμές.
«Γρήγορα! Γρήγορα!» φώναξε ο Ασλάν. «Κένταυροι κι Αετοί! Βλέπω κι άλλο λύκο στο σύδεντρο.
Εκεί - πίσω σας. Το ’σκασε και φεύγει. Μην τον αφήσετε! Το δίχως άλλο θα πηγαίνει στην κυρά του! Τώρα μπορείτε να βρείτε τη Μάγισσα και να σώσετε τον Τέταρτο Γιο του Αδάμ». Και μ’ ένα χαλασμό από ποδοβολητά και φτερουγίσματα, καμιά δεκαριά από τα πιο γρήγορα πλάσματα χάθηκαν μέσα στο σκοτάδι που πύκνωνε.
Ο Πήτερ, λαχανιασμένος ακόμα, γύρισε κι είδε πλάι του τον Ασλάν.
«Ξέχασες να καθαρίσεις το σπαθί σου», είπε το Λιοντάρι. Κι ήταν αλήθεια. Ο Πήτερ κοκκίνησε βλέποντας το λαμπερό λεπίδι λερωμένο απ’ τα μαλλιά και τα αίματα του Λύκου, έσκυψε και το σκούπισε καλά στα χόρτα κι έπειτα το στέγνωσε στα ρούχα του.
«Δώσε μου το σπαθί σου και γονάτισε, Γιε του Αδάμ», είπε ο Ασλάν. Ο Πήτερ υπάκουσε, και τότε το Λιοντάρι του ακούμπησε στον ώμο την πλατιά λεπίδα. «Σήκω επάνω, Ιππότη Πήτερ Εξολοθρευτή του Λύκου. Κι ό,τι κι αν γίνει, μην ξεχνάς ποτέ να σκουπίζεις το σπαθί σου».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ
Μάγια βαθιά από τη χαραυγή τον χρόνον
Τώρα όμως πρέπει να ξαναγυρίσουμε στον Έντμουντ. Τον είχαν αναγκάσει να προχωρήσει όσο δε μπορεί πια ν’ αντέξει άνθρωπος, ώσπου καμιά φορά η Μάγισσα σταμάτησε σε μια κοιλάδα σκοτεινή, σκιασμένη από έλατα και κυπαρίσσια. Τα πόδια του λύγισαν τότε κι έπεσε κάτω τα μπρούμυτα δίχως να κάνει τίποτα μήτε να τον ενδιαφέρει τι θα γίνει - φτάνει να τον αφήσουν να πλαγιάσει. Ήτανε τόσο κουρασμένος, που μήτε πείνα ένιωθε, μήτε δίψα. Πλάι του, η Μάγισσα κι ο νάνος κουβέντιαζαν σιγανά.