«Δεν έχει νόημα, Βασίλισσά μου», έλεγε ο νάνος. «Πρέπει να ’χουνε φτάσει πια στο Πέτρινο Τραπέζι».
«Ο Λύκος θα μας βρει με τη μυρωδιά και θα μας φέρει νέα», είπε η Μάγισσα.
«Αν μας τα φέρει εδώ, δε θα ’ναι καλά νέα», είπε ο νάνος.
«Οι τέσσερις θρόνοι του Κάιρ Πάραβελ», είπε η Μάγισσα. «Μα αν γεμίσουν μόνο τρεις, δεν εκπληρώνεται η προφητεία».
«Και τι μετράει, αφού Εκείνος βρίσκεται πια εδώ;» είπε ο νάνος. Ακόμα και τώρα δεν τολμούσε να προφέρει το όνομα του Ασλάν μπροστά στην κυρά του.
«Μπορεί να μη μείνει πολύ. Και τότε - τότε θα επιτεθούμε στους τρεις του Κάιρ Πάραβελ».
«Ίσως να ’ναι καλύτερα», είπε ο νάνος, «να κρατήσουμε αυτόν εδώ (και πάνω σε τούτο τράβηξε μια γερή κλοτσιά του Έντμουντ) για να το παζαρέψουμε λιγάκι».
«Ναι, για να τον σώσουνε!» είπε κοροϊδευτικά η Μάγισσα.
«Ε τότε, ας κάνουμε αμέσως ό,τι είναι να γίνει», αποκρίθηκε ο νάνος.
«Θα προτιμούσα να το κάνω στο Πέτρινο Τραπέζι. Εκεί είναι το σωστό, εκεί γινόταν όλες τις φορές, παλιά».
«Θα περάσει καιρός ώσπου να χρησιμοποιήσουμε ξανά όπως πρέπει το Πέτρινο Τραπέζι», είπε ο νάνος.
«Σωστά», έκανε η Μάγισσα. «Τότε, εδώ λοιπόν!».
Πάνω στην ώρα φάνηκε να ζυγώνει τρέχοντας ένας Λύκος με άγρια ουρλιαχτά.
«Τους είδα! Είναι όλοι στο Πέτρινο Τραπέζι μαζί με Κείνον! Σκοτώσανε τον αρχηγό μου, τον Μώγκριμ. Είχα κρυφτεί στο σύδεντρο και τα ’δα όλα. Τον σκότωσε ένας Γιος του Αδάμ. Κάντε φτερά!».
«Όχι», είπε η Μάγισσα. «Δε μας βιάζει κανείς να κάνουμε φτερά. Ξεκίνα αμέσως. Μάζεψε όλους τους δικούς μας και πες τους να μας συναντήσουν εδώ όσο πιο γρήγορα μπορούν. Φώναξε τους γίγαντες και τους λυκάνθρωπους και τα πνεύματα των δέντρων που είναι με το μέρος μας. Φώναξε τους Δαίμονες των Τάφων και τα Αερικά, τα Τελώνια και τους Μινώταυρους. Φώναξε τις Λάμιες, τις Στρίγγλες, τα Φαντάσματα και τις ψυχές των Φαρμακερών Μανιταριών. Θα πολεμήσουμε! Τίποτα δε φοβάμαι όσο έχω το σκήπτρο μου. Λέτε πως η στρατιά τους δε θα γίνει πέτρα αν τολμήσει να ζυγώσει; Φεύγα γρήγορα, κι όσο θα λείπεις, έχω μια δουλίτσα να τελειώσω».
Το πελώριο αγρίμι έσκυψε το κεφάλι και ξεκίνησε σαν αστραπή.
«Και τώρα», είπε η Μάγισσα, «αφού δεν έχουμε τραπέζι - για να δούμε. Λέω να τον ακουμπήσουμε σε τούτο τον κορμό».
Ο Έντμουντ κατάλαβε πως τον άρπαζαν και τον έστηναν με τη βία στα πόδια του. Ο νάνος τον έγειρε με την πλάτη σ’ ένα δέντρο και τον έδεσε γερά. Είδε τότε τη Μάγισσα να βγάζει το μανδύα της. Τα γυμνά της χέρια άστραψαν, τρομαχτικά λευκά. Τίποτ’ άλλο δεν ξεχώριζε πέρα από την ασπράδα τους, τόσο σκοτάδι είχε σε τούτη την κοιλάδα, κάτω απ’ τα βαθύσκιωτα δέντρα.
«Ετοίμασε το θύμα», είπε η Μάγισσα, κι ο νάνος ξεκούμπωσε το γιακά του Έντμουντ και του κατέβασε το πουκάμισο γύρω στο λαιμό. Έπειτα τον άρπαξε από τα μαλλιά και του έγειρε πίσω το κεφάλι για να σηκώσει το σαγόνι του. Ο Έντμουντ άκουσε έναν παράξενο θόρυβο - γουίζ-γουίζ-γουίζ. Για μια στιγμή σάστισε. Έπειτα κατάλαβε. Ήταν ήχος μαχαιριού που τροχιζόταν.
Τότε όμως κραυγές δυνατές αντήχησαν απ’ όλες τις μεριές - ο τόπος τραντάχθηκε από τα ποδοβολητά και τ’ άγρια φτερουγίσματα - κι ύστερα το ουρλιαχτό της Μάγισσας, βοή κι αντάρα μεγάλη. Ο Έντμουντ ένιωσε να τον λύνουν. Χέρια πελώρια τον τύλιξαν κι άκουσε βαριές καλοσυνάτες φωνές που λέγαν - «Ξάπλωσέ τον εδώ - δώστου λίγο κρασί - έλα, πιες το - ήσυχα τώρα - σ’ ένα λεπτό θα ’σαι περδίκι».
Πλάι του άλλες φωνές ακούγονταν, μα δε μιλούσαν σ’ αυτόν, κουβέντιαζαν μεταξύ τους. «Ποιος έπιασε τη Μάγισσα;». «Νόμιζα πως την έπιασες εσύ». «Δεν την είδα απ’ τη στιγμή που της πέταξα το μαχαίρι -μετά κυνήγησα το νάνο - δηλαδή μας το ’σκασε;». «Δεν μπορώ να κάνω δέκα δουλειές μαζί. Επ! Τι ’ναι τούτο; Α, τίποτα, ένα κούτσουρο!». Εδώ ακριβώς όμως, ο Έντμουντ λιγοθύμησε.
Σε λίγο οι κένταυροι, οι μονόκεροι, τα ελάφια και τα πουλιά (η ομάδα διασώσεως που έστειλε ο Ασλάν στο προηγούμενο κεφάλαιο) ξεκινούσαν πάλι για το Πέτρινο Τραπέζι, κουβαλώντας μαζί τους τον Έντμουντ. Αν όμως μπορούσαν να δουν τι έγινε στην κοιλάδα μόλις έφυγαν, σίγουρα θα ’χαναν το μυαλό τους.
Παντού βασίλευε σιγαλιά και σε λίγο βγήκε το φεγγάρι. Στο φως του, φάνηκε ένα κούτσουρο από γέρικο δέντρο και πλάι του ένα λιθάρι. Αν όμως είσαστε από μια μεριά, θα λέγατε πως κάτι μυστήριο συμβαίνει με τούτα δω. Κι έπειτα θα σκεφτόσαστε πως το λιθάρι μοιάζει πολύ με κοντόχοντρο ανθρωπάκι κουλουριασμένο στο χώμα. Κι αν κοιτάζατε προσεχτικά, θα βλέπατε το λιθάρι να πλησιάζει το κούτσουρο, και το κούτσουρο ν’ ανακάθεται και να του μιλάει· γιατί, στην πραγματικότητα, το κούτσουρο και το λιθάρι δεν ήταν παρά η Μάγισσα κι ο νάνος. Η Λευκή Μάγισσα, βλέπετε, ήξερε να κάνει με τα μάγια της τα πράγματα ν’ αλλάζουν όψη, και πρόλαβε πάνω στην ώρα, καθώς της έπαιρναν το μαχαίρι. Φρόντισε όμως να κρύψει το σκήπτρο της και να το γλιτώσει.