Выбрать главу

«Ήσυχα, Κάστορα», μούγκρισε σιγανά ο Ασλάν.

«Γι’ αυτό λοιπόν», συνέχισε η Μάγισσα, «το αν θρωπάκι είναι δικό μου. Μπορώ να του πάρω, τη ζωή, γιατί το αίμα του μου ανήκει».

«Δεν την παίρνεις αν σου βαστάει!» μούγκρισε δυνατά ο Ταύρος με το ανθρώπινο κεφάλι.

«Ηλίθιε!» είπε η Μάγισσα μ’ ένα άγριο χαμόγελο που της στράβωνε το στόμα. «Θαρρείς πως ο αφέντης σου μπορεί να μου στερήσει τα δίκια μου με τη βία; Τα Βαθιά Μάγια τα ξέρει καλύτερα από μένα. Ξέρει πως αν δεν πάρω αίμα, όπως ορίζει ο Νόμος, η Νάρνια θα γυρίσει ανάποδα και θα πνιγεί στη φωτιά και το νερό».

«Είναι αλήθεια, δεν το αρνιέμαι», είπε ο Ασλάν.

«Αχ , καλέ μου Ασλάν», ψιθύρισε η Σούζαν στο αυτί του λιονταριού, «δεν μπορούμε - θέλω να πω, δεν πρέπει να το δεχτείς! Ας κάνουμε κάτι με τα Βαθιά Μάγια. Δεν ξέρεις να τα λύσεις;».

«Τα μάγια του αυτοκράτορα;» είπε ο Ασλάν και το πρόσωπό του σκοτείνιασε. Κανείς δεν τόλμησε να του ξαναμιλήσει.

Ο Έντμουντ στεκόταν στο άλλο πλευρό του Ασλάν , δίχως να παίρνει τα μάτια του από πάνω του. Ένιωθε το άδικο να τον πνίγει κι αναρωτιόταν μήπως πρέπει να μιλήσει. Κάτι μέσα του του έλεγε όμως ότι το σωστό είναι να σωπάσει, κι έπειτα να κάνει ό,τι του πουν.

«Πηγαίνετε όλοι σας!» φώναξε ο Ασλάν. «Θέλω να μιλήσω μόνος με τη Μάγισσα».

Υπάκουσαν. Ήταν γεμάτη αγωνία η ώρα που περίμεναν, δίχως να ξέρουν τι λέει το Λιοντάρι στη Μάγισσα, τόσο σοβαρά και σιγανά. Η Λούσυ έκανε, «Αχ Έντμουντ» κι έβαλε τα κλάματα. Ο Πήτερ είχε γυρίσει την πλάτη στους άλλους και κοίταζε πέρα, τη μακρινή θάλασσα. Οι Κάστορες στεκόντουσαν πιασμένοι απ’ τα μπροστινά τους ποδαράκια, με το κεφάλι σκυφτό. Οι Κένταυροι χτυπούσαν ανήσυχοι τις οπλές τους. Στο τέλος όμως μείναν όλοι ασάλευτοι, κι έπεσε τέτοια σιωπή, που ξεχώριζες ακόμα και τους πιο ανάλαφρους ήχους - το βουητό της χρυσόμυγας ή το φτεροκόπημα των πουλιών κάτω στο δάσος, ή το αεράκι που θρόιζε στα φύλλα. Και το Λιοντάρι όλο και μιλούσε.

Κάποια στιγμή, ακούστηκε η φωνή του Ασλάν: Ελάτε όλοι. Το ζήτημα ταχτοποιήθηκε. Η Μάγισσα δε θέλει πια το αίμα του αδερφού σας». Και πάνω στο λόφο ακούστηκε ένα φύσημα, λες κι όλοι βαστουσαν την ανάσα τους και την έβγαλαν μεμιάς, κι ένα μούρμουρο πήγε κι ήρθε απ’ άκρη σ’ άκρη.

Η Μάγισσα γύρισε να φύγει, με την όψη της παραμορφωμένη από άγρια χαρά, αλλά πισωγύρισε:

«Και πώς θα ξέρω ότι θα κρατήσεις την υπόσχεσή σου;».

«Χαα-ααα-ρρρρρρχ!» βρυχήθηκε ο Ασλάν και μισοσηκώθηκε απ’ το θρόνο του· και το πελώριο στόμα του τεντώθηκε διάπλατο και το μουγκρητό του δυνάμωνε κι όλο δυνάμωνε, κι η Μάγισσα τον κοίταξε για μια στιγμή σαστισμένη, κι έπειτα μάζεψε τις φούστες της και το ’βαλε στα πόδια να σωθεί.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

Ο θρίαμβος της μάγισσας

Όταν πια ξεμάκρυνε η Μάγισσα, μίλησε ο Ασλάν: «Πρέπει να φύγουμε αμέσως απ’ αυτό τον τόπο. Τώρα προορίζεται γι’ άλλους σκοπούς. Απόψε θα κατασκηνώσουμε στο Πέρασμα του Βερούνα».

Φυσικά όλους τους έτρωγε η περιέργεια να τον ρωτήσουν τι είχε κανονίσει με τη Μάγισσα, όμως το πρόσωπό του ήταν αυστηρό και στ’ αυτιά τους αντηχούσε ακόμα ο φοβερός βρυχηθμός τους. Έτσι, κανένας δεν τόλμησε να μιλήσει.

Έφαγαν έξω, στην κορφή του λόφου (γιατί τώρα ο ήλιος είχε ζεστάνει και το χορτάρι στέγνωσε), κι άρχισαν να μαζεύουν τη σκηνή και τα πράγματά τους. Πριν απ’ τις δύο το απόγευμα είχανε πάρει κιόλας το δρόμο για τα βορειοανατολικά, περπατώντας αργά γιατί δεν ήταν και μεγάλη απόσταση.

Στο πρώτο μέρος του ταξιδιού, ο Ασλάν εξήγησε στον Πήτερ τα σχέδιά του. «Μόλις τελειώσει τις δουλειές της σ’ αυτά τα μέρη», είπε, «η Μάγισσα και οι δικοί της θα γυρίσουν σίγουρα στο σπίτι της και θα ετοιμαστούν για την πολιορκία. Ίσως καταφέρετε να τη σταματήσετε για να μη φτάσει ως εκεί, ίσως και όχι». Κι έπειτα του ’δωσε δυο σχέδια μάχης - το ένα για να χτυπήσουν τη Μάγισσα και τους δικούς της στο δάσος, και το άλλο για να επιτεθούν στο κάστρο της. Κι όλη την ώρα πρόσθετε συμβουλές για τις επιχειρήσεις - «Εδώ κι εκεί θα παρατάξεις τους Κενταύρους σου», ή «Πρέπει να βάλεις και προσκόπους μήπως γίνει έτσι-κι-έτσι», και στο τέλος ο Πήτερ είπε,

«Μα αφού θα βρίσκεσαι και συ εκεί, Ασλάν».

«Αυτό δε σου το υπόσχομαι», απάντησε το Λιοντάρι. Και συνέχισε να του δίνει οδηγίες.

Στο τελευταίο κομμάτι του ταξιδιού, ο Ασλάν έμεινε κοντά στη Σούζαν και τη Λούσυ. Δε μιλούσε πολύ και τους φάνηκε λυπημένος.

Αργά το απόγευμα κατέβηκαν σ’ ένα σημείο όπου η κοιλάδα άνοιγε και το ποτάμι γινόταν φαρδύ και ρηχό. Εδώ ήταν το Πέρασμα του Βερούνα κι ο Ασλάν πρόσταξε να σταματήσουν σε τούτη την όχθη. Ο Πήτερ είπε όμως.

«Δε θα ’τανε καλύτερα να κατασκηνώσουμε στην απέναντι μεριά - μπορεί να μας επιτεθούν τη νύχτα!».