Выбрать главу

Ο Ασλάν, που φαινόταν να ‘χει το νου του αλλού, σηκώθηκε τινάζοντας τη μεγαλόπρεπη χαίτη του και είπε, «Τι; Τι έγινε;» κι ο Πήτερ αναγκάστηκε να τον ξαναρωτήσει.

«Όχι», τον έκοψε ανόρεχτά ο Ασλάν, λες και δεν τον έμελε πια. «Όχι, απόψε δεν πρόκειται να επιτεθούν». Κι αναστέναξε βαθιά. Μα αμέσως έπειτα πρόσθεσε, «Πάντως σωστά το πρόβλεψες. Έτσι πρέπει να σκέφτεται ο στρατιώτης. Γι’ απόψε όμως δεν έχει σημασία». Κι άρχισαν να στήνουν τη σκηνή.

Η κακοκεφιά του Ασλάν πέρασε σε όλους εκείνο το βράδυ. Ο Πήτερ δεν ένιωθε καλά στη σκέψη ότι θα δώσει μόνος του τη μάχη. Η είδηση πως μπορεί να έλειπε ο Ασλάν τον είχε κλονίσει πολύ. Έφαγαν όλοι ήσυχα και σιωπηλά. Πόσο αλλιώτικα ήταν την περασμένη νύχτα, ή και το ίδιο εκείνο το πρωί. Λες κι οι καλές εποχές, που μόλις είχαν αρχίσει, έφταναν κιόλας στο τέλος τους.

Η Σούζαν είχε ταραχτεί βαθιά από τούτο το κακό προαίσθημα, τόσο που, όταν πλάγιασε, δεν έλεγε να της κολλήσει ύπνος. Κι εκεί που καθόταν με μάτια ανοιχτά μετρώντας προβατάκια και στριφογυρίζοντας, άκουσε δίπλα της τη Λούσυ ν’ αναστενάζει βαθιά και ν’ αλλάζει πλευρό στο σκοτάδι.

«Ούτε συ κοιμάσαι;» είπε η Σούζαν.

«Όχι», είπε η Λούσυ. «Νόμιζα πως κοιμάσαι. Δε μου λες κάτι…».

«Τι;».

«Έχω ένα τρομερό προαίσθημα - σαν κάτι να κρέμεται από πάνω μας».

«Αλήθεια; Ξέρεις, κι εγώ το ίδιο νιώθω».

«Σα να ’ναι κάτι για τον Ασλάν», είπε η Λούσυ. «Κάτι φοβερό θα πάθει ή θα κάνει».

«Όλο το απόγευμα κάτι είχε», είπε η Σούζαν. «Κι ύστερα, θυμάσαι που μας είπε ότι δε θα ’ναι στη μάχη; Λες να το σκάσει και να μας αφήσει απόψε;».

«Πού να βρίσκεται τώρα;» είπε η Λούσυ. «Δεν είναι στη σκηνή;».

«Δε νομίζω».

«Πάμε έξω να ρίξουμε μια ματιά! Μπορεί να τον δούμε».

«Πάμε», είπε η Σούζαν. «Παρά να καθόμαστε ξύπνιες εδώ μέσα…».

Σιγά σιγά τα δυο κορίτσια σύρθηκαν ανάμεσα στους άλλους κοιμισμένους και βγήκαν από τη σκηνή. Το φεγγάρι άστραφτε ολόλαμπρο κι όλα ήταν σιωπηλά· μόνο το ποτάμι ακουγόταν που μουρμούριζε πάνω στις πέτρες. Άξαφνα η Σούζαν άρπαξε τη Λούσυ από το μπράτσο. «Κοίτα!». Στην άλλη άκρη του καταυλισμού, εκεί που άρχιζαν τα δέντρα, είδαν το Λιοντάρι να προχωράει αργά και να μπαίνει στο δάσος. Το ακολούθησαν δίχως μιλιά.

Το Λιοντάρι ανηφόρισε την απότομη πλαγιά της κοιλάδας, κι έπειτα έστριψε δεξιά - παίρνοντας το ίδιο μονοπάτι που πέρασαν το απόγευμα, κατεβαίνοντας από το Λόφο με το Πέτρινο Τραπέζι. Τράβηξαν έτσι κάμποσο δρόμο πίσω του, μια στους νυχτερινούς ίσκιους και μια στο χλωμό φεγγαρόφωτο, και τα πόδια τους μούσκεψαν στη δροσιά. Έμοιαζε τόσο αλλιώτικο από τον Ασλάν που ήξεραν. Είχε κρεμάσει την ουρά και το κεφάλι και περπατούσε αργά, σα να ’ταν πολύ, μα πολύ κουρασμένο. Σ’ ένα πλατύ ξέφωτο, δίχως σκιές για να κρυφτούν τα δυο κορίτσια, ο Ασλάν στάθηκε και κοίταξε πίσω του. Δεν είχε νόημα να το βάλουν στα πόδια, και τον ζύγωσαν. Όταν έφτασαν όμως κοντά, τους είπε,

«Αχ παιδιά μου, παιδιά μου, γιατί μ’ ακολουθήσατε;».

«Δεν είχαμε ύπνο», είπε η Λούσυ - και τότε ένιωσε πως δε χρειάζεται να πει άλλα, γιατί ο Ασλάν διάβαζε τη σκέψη τους.

«Σε παρακαλούμε, άσε μας να ’ρθούμε μαζί σου, όπου κι αν πας», είπε η Σούζαν.

«Μα —» έκανε ο Ασλάν και φάνηκε συλλογισμένος. «Θα ‘θελα όμως να ’χω συντροφιά απόψε», πρόσθεσε σε λίγο. «Καλά, να ’ρθείτε. Φτάνει να μου υποσχεθείτε πως θα σταματήσετε όταν σας πω, κι έπειτα θα μ’ αφήσετε να συνεχίσω μόνος».

«Σ’ ευχαριστούμε, όπως θέλεις θα γίνει», είπαν τα δυο παιδιά.

Έπιασαν πάλι να προχωρούν. Τα κορίτσια έβαλαν στη μέση το λιοντάρι. Μα πόσο αργά περπατούσε! Και το μεγάλο βασιλικό κεφάλι του ήταν σκυφτό, η μύτη του κόντευε ν’ αγγίξει στο χορτάρι. Κάποια στιγμή σκόνταψε και μούγκρισε σιγανά.

«Ασλάν! Καλέ μου Ασλάν!» είπε η Λούσυ, «Τι τρέχει; Δεν κάνει να μας πεις;».

«Είσαι άρρωστος, καλέ μου Ασλάν;» είπε η Σούζαν.

«Όχι», απάντησε ο Ασλάν. «Είμαι μόνος και λυπημένος. Βάλτε τα χέρια σας στη χαίτη μου για να σας νιώθω κοντά, κι ας προχωρήσουμε έτσι».

Τα κοριτσάκια έκαναν τότε κάτι που ποτέ δε θα τολμούσαν δίχως την άδειά του, κι ας λαχταρούσαν να το κάνουν απ’ όταν τον πρωταντίκρισαν: έχωσαν τα κρύα χεράκια τους σε κείνη την υπέροχη γουνένια θάλασσα και τη χάιδεψαν και πήρανε πάλι το δρόμο. Σε λίγο κατάλαβαν ότι ανηφορίζουν την ίδια πλαγιά του λόφου όπου βρισκόταν το Πέτρινο Τραπέζι. Διάλεξαν όμως μια μεριά που τα δέντρα έφταναν ως την κορυφή, κι όταν έφτασαν στο τελευταίο δέντρο (που είχε γύρω του πυκνούς θάμνους), ο Ασλάν σταμάτησε.

«Παιδιά μου, εδώ θα σας αφήσω. Κι ό,τι κι αν γίνει, το νου σας μη σας δουν. Έχετε γεια».

Τα δυο κορίτσια έκλαψαν πικρά (κι ας μην ήξεραν καλά καλά γιατί)· αγκάλιασαν σφιχτά το Λιοντάρι και του φίλησαν τη χαίτη και τη μύτη και τα πόδια και τα μεγάλα λυπημένα μάτια του. Έπειτα ο Ασλάν τους γύρισε τις πλάτες και ξεμάκρυνε. Η Σούζαν με τη Λούσυ, ζάρωσαν στους θάμνους, και τι να δουν!