Выбрать главу

Πλήθος μεγάλο είχε μαζευτεί γύρω στο Πέτρινο Τραπέζι, και μ’ όλο που έλαμπε το φεγγάρι, κάμποσοι βαστούσαν αναμμένα δαδιά που έβγαζαν κόκκινες διαβολικές φλόγες και μαύρο καπνό. Και τι πλήθος! Τελώνια με απαίσια δόντια, λύκοι και άντρες με κεφάλια ταύρου· πνεύματα των καταραμένων δέντρων και των φαρμακερών φυτών, κι άλλα πλάσματα που δε θα σας τα περιγράψω γιατί, αν τολμούσα, τότε οι μεγάλοι δε θα σας άφηναν ίσιος να διαβάσετε τούτο το βιβλίο - Λάμιες και Στρίγγλες και Δαιμόνια του Ύπνου, Στοιχειά, Εφιάλτες, Αφρίτ και Ξωτικά, Μπαμπούλες και Μέγαιρες και Φαντάσματα. Βρίσκονταν δηλαδή εκεί όσοι είχαν πάει με το μέρος της Μάγισσας και τους είχε φωνάξει ο Λύκος έπειτα από τη διαταγή της. Στη μέση ακριβώς, δίπλα στο Πέτρινο Τραπέζι, στεκόταν η Λευκή Μάγισσα.

Ουρλιαχτά κι απαίσιες στριγγλιές ξεπήδησαν από τ’ ανοιχτά στόματα των δαιμόνων σαν είδαν το μεγάλο Λιοντάρι να πλησιάζει, και για μια στιγμή ακόμα κι η Μάγισσα φάνηκε να τα χάνει. Συγκρατήθηκε όμως και γέλασε άγρια και μανιασμένα.

«Ο ηλίθιος!» φώναξε. «Ήρθε ο ηλίθιος! Δέστε τον γερά!».

Ο Λούσυ κι η Σούζαν βάστηξαν την ανάσα τους, περιμένοντας το βρυχηθμό του Ασλάν. Ήθελα να τον δουν να χυμάει στους εχθρούς του - μα τίποτα δεν έγινε. Τέσσερις Στρίγγλες, με περιγέλια και φριχτές τσιρίδες τον ζύγωσαν, αλλά (στην αρχή) σε κάποια απόσταση, λιγάκι φοβισμένες μ’ αυτό· που έπρεπε να κάνουν. «Δέστε τον είπα!» ξαναφώναξε η Λευκή Μάγισσα. Μεμιάς, οι Στρίγγλες του χύμηξαν και βλέποντας πως το Λιοντάρι δεν αντιστεκόταν έβαλαν άγρια ουρλιαχτά θριάμβου. Τότε κι οι άλλοι - διαβολικοί νάνοι και πίθηκοι - έτρεξαν να τις βοηθήσουν, κύλησαν το πελώριο Λιοντάρι ανάσκελα και του ’δεσαν τα πόδια ξεφωνίζοντας και κάνοντας χαρές μεγάλες, λες κι είχαν καταφέρει κατιτί πολύ γενναίο - αν και, φτάνει να το αποφάσιζε, ένα μονάχα χτύπημα του τρομερού ποδιού του θα ‘ταν ο θάνατός τους. Ο Ασλάν δεν έβγαλε μιλιά, ακόμα κι όταν οι εχθροί του, σφίγγοντας και τραβώντας, έδεσαν τα σκοινιά τότε γερά που του ’κοψαν τις σάρκες. Κι έπειτα άρχισαν να τον σέρνουν κατά το Πέτρινο Τραπέζι.

«Σταθείτε!» φώναξε η Μάγισσα. «Πρώτα πρέπει να τον κουρέψετε!».

Κι άλλο ουρλιαχτό και γέλια στριγγά ακολούθησαν, καθώς ένα τελώνιο ζύγωσε τον Ασλάν μ’ ένα ψαλίδι και κάθησε δίπλα στο κεφάλι του. Τσακ-τσακ-τσακ έκανε το ψαλίδι, και πελώριες χρυσές μπούκλες άρχισαν να πέφτουν στο χώμα. Το τελώνιο παραμέρισε, και τα παιδιά είδαν απ’ την κρυψώνα τους το πρόσωπο του Λιονταριού, μικρό κι αλλιώτικο δίχως τη χαίτη τού. Μα κι οι εχθροί του πρόσεξαν τη διαφορά.

«Τι θαρρείτε πως είναι στο κάτω κάτω; Μια μεγάλη γάτα!» φώναξε ένας.

«Μωρέ, αυτό εδώ φοβόμαστε;» είπε ένας άλλος.

Μαζεύτηκαν τότε όλοι γύρω απ’ τον Ασλάν κι άρχισαν να τον κοροϊδεύουν. «Ψι-ψι-ψι! Καημένη Ψιψίνα!» ή «Πόσα ποντίκια έπιασες σήμερα. Γατούλη μου;» και «Ψιψινάκι, θέλεις λίγο γάλα;».

«Αχ, πώς μπορούνε!» είπε η Λούσυ και δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά της. «Είναι τέρατα! Τέρατα!». Γιατί, απ’ τη στιγμή που πέρασε η πρώτη ταραχή, το κουρεμένο κεφάλι του Ασλάν της φάνηκε πιο γενναίο κι όμορφο και καρτερικό από ποτέ.

«Φιμώστε τον!» είπε η Μάγισσα.

Ακόμα και τώρα, έτσι γερμένοι καθώς ήταν από πάνω του για να του βάλουν το φίμωτρο, μια δαγκωνιά από τα τρομερά σαγόνια του θα στοίχιζε σε κανά δυο τα χέρια τους. Όμως ο Ασλάν δε σάλεψε. Κι αυτό φάνηκε να δαιμονίζει ακόμα περισσότερο το πλήθος των στοιχειών. Τώρα έπεσαν όλοι πάνω του, κι αυτοί που τον έτρεμαν πρώτα βρήκαν το θάρρος τους, αφού ήταν δεμένος, και για κάμποσα λεπτά τα δυο κορίτσια έχασαν απ’ τα μάτια τους το Λιοντάρι -τόσο πυκνό ήταν το πλήθος που το τριγύρισε, πλάσματα αλλόκοτα που το κλοτσούσαν και το ’δερναν, το έφτυναν και το περιγελούσαν.

Στο τέλος, τα δαιμόνια χόρτασαν. Έπιασαν τότε να το σέρνουν, δεμένο και φιμωμένο, κατά το Πέτρινο Τραπέζι, άλλοι σπρώχνοντας κι άλλοι τραβώντας. Ο Ασλάν ήτανε όμως πελώριος, τόσο που, ακόμα κι όταν τον έφεραν ως εκεί, χρειάστηκε να βάλουν τα δυνατά τους για να τον ανεβάσουν στο Τραπέζι. Κατόπι τον έδεσαν κι άλλο και σφίξαν δυνατά τα σκοινιά.

«Κοίτα τους δειλούς! Τους άνανδρους!» έκανε με λυγμούς η Σούζαν. «Ακόμα τον φοβούνται; Ακόμα και τώρα;».

Όταν πια δέσαν τον Ασλάν (τόσο πολύ, που έμοιαζε με κουβάρι μπερδεμένα σκοινιά) πάνω στην πέτρινη πλάκα, σιωπή βαθιά έπεσε παντού. Τέσσερις Στρίγγλες μ’ αναμμένα δαδιά στάθηκαν στις γωνιές του Τραπεζιού. Η Μάγισσα γύμνωσε τα χέρια της, όπως την περασμένη νύχτα - μόνο που τότε στη θέση του Ασλάν βρισκόταν ο Έντμουντ - κι έπειτα άρχισε ν’ ακονίζει το μαχαίρι της. Ετούτο το μαχαίρι, καθώς έπεφταν πάνω του οι ανταύγειες από τη φλόγα των δαδιών, φάνηκε στα παιδιά καμωμένο από πέτρα, κι όχι από ατσάλι, αλλά σε σχήμα αλλόκοτο, διαβολικό.