Выбрать главу

Στο τέλος, η Μάγισσα πλησίασε. Στάθηκε πάνω από το κεφάλι του Ασλάν, με πρόσωπο παραμορφωμένο από μανία. Το πρόσωπο του Λιονταριού όμως ήταν γυρισμένο κατά τον ουρανό, ήρεμο, μήτε θυμωμένο, μήτε φοβισμένο, γεμάτο από βαθιά, γαλήνια θλίψη. Και τότε, πριν δώσει το χτύπημα, η Μάγισσα έσκυψε και του είπε με φωνή που έτρεμε,

«Λοιπόν, ποιος είναι ο νικητής; Ηλίθιε, νόμιζες πως μ’ όλα αυτά θα σώσεις τον προδότη άνθρωπο; Τώρα θα σκοτώσω εσένα αντί για κείνον, όπως συμφωνήσαμε, για να ικανοποιηθούν τα Βαθιά Μάγια. Μα όταν πια θα είσαι νεκρός, τι μ’ εμποδίζει να τον σκοτώσω; Ποιος θα τον βγάλει τότε από τα χέρια μου; Καταλαβαίνεις τι έκανες; Μου χάρισες τη Νάρνια για πάντα. Έχασες τη ζωή σου - και μήτε τη δική του ζωή έσωσες. Και τώρα, με τη γνώση αυτή, απελπίσου και πέθανε!».

Τα παιδιά δεν είδαν το μαχαίρι να κατεβαίνει. Την τελευταία στιγμή δεν άντεξαν πια να κοιτάξουν και σκέπασαν τα μάτια τους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΠΕΜΠΤΟ

Μάγια ακόμα πιο βαθιά πριν από τη χαραυγή του χρόνου

Εκεί που κάθονταν ζαρωμένα στους θάμνους, με τα χέρια στο πρόσωπο, τα δυο κορίτσια άκουσαν τη φωνή της Μάγισσας:

«Και τώρα ακολουθήστε με! Πρέπει να ετοιμάσουμε ό,τι απομένει για τη μάχη! Δε θέλουμε και πολύ για να συντρίψου με τα ανθρώπινα σκουλήκια τώρα που πέθανε ο μεγάλος Ηλίθιος, η μεγάλη Γάτα!».

Για μια στιγμή τα παιδιά βρέθηκαν σε φοβερό κίνδυνο. Γιατί, με άγριες κραυγές και ένα χαλασμό από σουραύλια που έσκουζαν και βούκινα στριγγά που σε ξεκούφαιναν, όλο το ανόσιο κοπάδι κατρακύλησε την πλαγιά, περνώντας ακριβώς μπροστά από την κρυψώνα τους. Ένιωθαν τα φαντάσματα να διαβαίνουν πλάι τους σαν κρύος άνεμος κι η γη έτρεμε από το ποδοβολητό των Μινώταυρων· ψηλά, απαίσιες φτερούγες ανάδευαν τον αέρα, κι όλα μαύριζαν από τα όρνια και τις γιγάντιες νυχτερίδες. Αν ήταν σ’ άλλη στιγμή, θα τρέμαν απ’ το φόβο τους· τώρα όμως, η πίκρα κι η ντροπή κι η φρίκη για το θάνατο του Ασλάν τις είχαν κυριέψει τόσο, που δεν πρόλαβαν να σκεφτούν τίποτ’ άλλο.

Όταν ησύχασε πάλι το δάσος, η Σούζαν κι η Λούσυ πλησίασαν σέρνοντας την ανοιχτή κορυφή. Το φεγγάρι είχε χαμηλώσει κι αραιά σύννεφα περνούσαν από μπροστά του - όμως κατάφεραν να ξεχωρίσουν τον όγκο του Λιονταριού, που κείτονταν νεκρό και δεμένο. Γονάτισαν κι οι δύο στα βρεγμένα χόρτα και φίλησαν το κρύο του πρόσωπο, χάιδεψαν την όμορφη γούνα του (ό,τι είχε απομείνει δηλαδή) κι έκλαψαν τόσο, ώσπου πια τους στέρεψαν τα δάκρυα. Τότε κοιτάχτηκαν και πιάστηκαν από το χέρι, κι ένιωσαν τόσο μόνες, που τις πήρανε ξανά τα κλάματα. Και πάλι έπεσε σιωπή. Στο τέλος η Λούσυ είπε:

«Δεν αντέχω να βλέπω αυτό το απαίσιο φίμωτρο. Λες να τα καταφέρουμε να του το βγάλουμε;».

Προσπάθησαν λοιπόν. Κι έπειτα από μεγάλο παίδεμα, γιατί τα δάχτυλά τους ήταν ξυλιασμένα κι η νύχτα βαθιά και σκοτεινή, τα κατάφεραν. Κι ύστερα, βλέποντας το πρόσωπό του δίχως φίμωτρο, ξέσπασαν πάλι σε αναφιλητά και το χάιδευαν και του σκούπιζαν όπως μπορούσαν τα αίματα και τους αφρούς. Κι ένιωθαν τόσο μόνες κι απελπισμένες και τρομαγμένες, που δε γίνεται να σας το περιγράψω με λόγια.

«Δοκιμάζουμε να τον λύσουμε;» είπε σε λίγο η Σούζαν. Όμως οι δαίμονες, από τη λύσσα τους, είχανε σφίξει τόσο τα σκοινιά, που τα δυο παιδιά δεν κατάφεραν να λύσουν τους κόμπους.

Ελπίζω κανείς από σας που με διαβάζετε να μην έχει νιώσει ποτέ τόσο άσκημα, όσο η Σούζαν και η Λούσυ εκείνη τη νύχτα αν το ’χετε νιώσει όμως, αν έχετε περάσει όλη νύχτα κλαίγοντας, ώσπου πια να μη σας μείνουν δάκρυα, τότε θα ξέρετε ότι στο τέλος έρχεται κάτι σα γαλήνη. Νιώθεις πως τίποτα πια δεν πρόκειται να συμβεί. Ή τουλάχιστον έτσι ένιωθαν αυτές οι δυο. Ώρες ατέλειωτες φάνηκαν να περνούν μέσα σε νεκρική σιγαλιά, και μήτε που πρόσεξαν ότι είχαν παγώσει για τα καλά. Στο τέλος όμως, η Λούσυ πήρε είδηση δυο πράγματα. Πρώτο, πως ο ουρανός στ’ ανατολικά του λόφου ήταν λιγότερο σκοτεινός από πριν. Και δεύτερο, κάτι που σάλευε ελαφρά στα χόρτα, κοντά στα πόδια της. Στην αρχή δεν έδωσε σημασία. Και τι μ’ αυτό; Τίποτα δεν την ένοιαζε πια. Στο τέλος όμως κατάλαβε πως εκείνο που σάλευε, ό,τι κι αν ήταν, είχε αρχίσει να σκαρφαλώνει στις κατακόρυφες πέτρες του Τραπεζιού. Και τώρα αυτό το κατιτί σερνόταν πάνω στο κορμί του Ασλάν. Κοίταξε από κοντά. Ήταν ένα σωρό μικρά σταχτιά πλασματάκια.

«Ουφ!» είπε η Σούζαν από την άλλη μεριά του Τραπεζιού. «Τι φρίκη! Είναι ποντικάκια! Κοίτα πώς σκαρφαλώνουν πάνω του. Δρόμο, τέρατα!» και σήκωσε το χέρι για να τα τρομάξει.