«Στάσου!» είπε η Λούσυ που βρισκόταν πιο κοντά. «Δε βλέπεις τι κάνουν;».
Τα δυο κορίτσια έσκυψαν και κοίταξαν.
«Μου φαίνεται πως -» έκανε η Σούζαν. «Μα τι παράξενο! Του κόβουν με τα δόντια τους τα σκοινιά!».
«Αυτό σκέφτηκα κι εγώ!» είπε η Λούσυ. «Πρέπει να είναι καλά ποντίκια. Τα καημένα - δεν ξέρουν πως είναι νεκρός. Θαρρούν πως θα τον βοηθήσουν, γι’ αυτό τον λύνουν».
Τώρα πια έφεγγε αρκετά. Η καθεμιά τους πρόσεξε για πρώτη φορά πόσο άσπρο ήταν το πρόσωπο της άλλης. Κάτω τα ποντίκια μασούλιζαν - δεκάδες, εκατοντάδες μικρά ποντικάκια των αγρών. Και στο τέλος, ένα ένα τα σκοινιά έπεσαν κομματιασμένα.
Ο ουρανός στ’ ανατολικά είχε γίνει πια ασπρουδερός και τ’ αστέρια έσβηναν - όλα, εκτός από ένα, πολύ μεγάλο, χαμηλά πάνω από την ανατολή. Ένιωσαν πιο πολύ το κρύο τώρα, παρά τη νύχτα. Τα ποντίκια έφυγαν.
Τα παιδιά έβγαλαν ό,τι απόμενε από τα κομμένα σκοινιά. Δίχως αυτά, ο Ασλάν έμοιαζε πιο πολύ σαν πρώτα. Κάθε στιγμή το νεκρό του πρόσωπο φαινόταν πιο ευγενικό, και το ’βλεπαν καλύτερα όσο δυνάμωνε το φως.
Πίσω τους, βαθιά στο δάσος, σφύριξε ένα πουλί. Έπειτα από τόσες ώρες σιγαλιά, τινάχτηκαν ξαφνιασμένες. Ένα άλλο πουλί του απάντησε. Σε λίγο το τραγούδι τους είχε φουντώσει παντού.
Τώρα πια ήταν ξημέρωμα, κι όχι βαθιά χαράματα.
«Κρυώνω», είπε η Λούσυ.
«Κι εγώ», είπε η Σούζαν. «Έλα να περπατήσουμε λιγάκι».
Προχώρησαν ως την ανατολική άκρη του λόφου, και κοίταξαν κάτω. Το μεγάλο αστέρι χανόταν. Όλα γύρω θαμπόφεγγαν σταχτιά, αλλά πέρα, στην άκρη του κόσμου, η θάλασσα γυαλοκοπούσε. Ο ουρανός άρχισε να κοκκινίζει. Πήγανε πέρα δώθε κάμποσες φορές, μήτε που τις μέτρησαν, μια στο νεκρό Ασλάν και μια στην ανατολική άκρη, πασχίζοντας να ζεσταθούν· τα πόδια τους δεν τις βαστούσαν. Στο τέλος στάθηκαν και κοίταξαν τη θάλασσα και το Κάιρ Πάραβελ (που τώρα φαινόταν καθαρά)· το κόκκινο έγινε χρυσαφί σ’ όλη τη γραμμή που έσμιγε θάλασσα κι ουρανός, κι αργά φάνηκε ν’ ανεβαίνει μια ακρούλα ήλιος. Εκείνη τη στιγμή ένα δυνατό τρίξιμο ακούστηκε πίσω τους - κάτι τσακίστηκε, παίρνοντάς τους τ’ αυτιά, λες και κάποιος γίγαντας έσπασε ένα πελώριο πιάτο.
«Τι έκανε έτσι;» είπε η Λούσυ κι άρπαξε το χέρι της Σούζαν.
«Φο-φοβάμαι να γυρίσω», είπε η Σούζαν. «Θα ’ναι σίγουρα κάτι τρομερό».
«Λες να του κάνουν τίποτα χειρότερο;» είπε η Λούσυ. «Έλα!». Και γύρισε τραβώντας και τη Σούζαν.
Στο φως του ήλιου όλα μοιάζαν αλλιώτικα - τα χρώματα κι οι ίσκιοι είχαν αλλάξει - κι έτσι, για μια στιγμή, δεν είδαν το πιο σπουδαίο. Μα έπειτα το πρόσεξαν. Το Πέτρινο Τραπέζι είχε γίνει δυο κομμάτια, μια μεγάλη χαρακιά το έκοβε απ’ άκρη σ’ άκρη. Ο Ασλάν δε φαινόταν πουθενά.
Τα δυο κορίτσια έτρεξαν με φωνές στο Πέτρινο Τραπέζι.
«Αυτό πια παραπάει!» είπε κλαίγοντας η Λούσυ. «Τουλάχιστον ας άφηναν ήσυχο το σώμα του».
«Ποιος το ’κανε;» φώναξε η Σούζαν. «Τι ’ναι πάλι τούτο; Κι άλλα μάγια;».
«Ναι», είπε πίσω τους μια δυνατή φωνή. «Κι άλλα μάγια». Γύρισαν ξαφνιασμένες. Αστράφτοντας στο φως της ανατολής, πιο μεγάλος από ποτέ, τινάζοντας τη φουντωτή χαίτη του (που είχε ξαναμεγαλώσει) στεκόταν ο Ασλάν.
«Αχ, Ασλάν!» φώναξαν και τα δυο παιδιά και τον κοιτούσαν χαμένα, όμοια τρομαγμένα και χαρούμενα.
«Μα δεν είσαι νεκρός, καλέ μου Ασλάν;» είπε η Λούσυ.
«Όχι πια», είπε ο Ασλάν.
«Μήπως είσαι - μήπως -» είπε η Σούζαν με φωνή που έτρεμε. Δεν της πήγαινε να πει τη λέξη φάντασμα.
Ο Ασλάν έσκυψε το χρυσό κεφάλι του και την έγλειψε στο μέτωπο. Την τύλιξε η ζέστα της ανάσας του, και μαζί μια πλούσια μυρωδιά που έμοιαζε να κρέμεται στη χαίτη του.
«Μοιάζω για φάντασμα;» είπε.
«Όχι, είσαι πραγματικός, πραγματικός, καλέ μου Ασλάν!» φώναξε η Λούσυ, και τα δυο κορίτσια χύθηκαν πάνω του και τον σκέπασαν με φιλιά.
«Μα τι σημαίνουν όλα αυτά;» ρώτησε η Σούζαν όταν ησύχασαν κάπως.
«Σημαίνουν», είπε ο Ασλάν, «πως πέρα από τα Βαθιά Μάγια που ήξερε η Μάγισσα, υπάρχουν και κάτι μάγια ακόμα πιο βαθιά, που δεν τα γνώριζε. Η γνώση της φτάνει μονάχα ως τη χαραυγή του χρόνου. Αν όμως μπορούσε να κοιτάξει λίγο πιο μακριά, μες στο ασάλευτο σκοτάδι πριν από τη χαραυγή του χρόνου, θα διάβαζε κάτι διαφορετικό. Θα μάθαινε πως όταν ένα πρόθυμο θύμα που δεν έφταιξε σε τίποτα, σκοτωθεί στη θέση του προδότη, το τραπέζι θα ραγίσει κι ο θάνατος θα γίνει ζωή. Και τώρα -».
«Και τώρα;» φώναξε η Λούσυ χοροπηδώντας, και χτύπησε τα χέρια.
«Παιδιά μου!» είπε το Λιοντάρι. «Νιώθω τη δύναμή μου να ξαναγυρίζει. Πιάστε με, αν μπορείτε!». Στάθηκε μια στιγμή και τα μάτια του άστραψαν, σάλεψε τα πόδια, χτύπησε την ουρά, έδωσε ένα σάλτο ψηλά πάνω από τα κεφάλια τους και βρέθηκε στην άλλη μεριά του Τραπεζιού. Γελώντας, δίχως καλά καλά να ξέρει γιατί, η Λούσυ όρμησε να τον πιάσει. Ο Ασλάν ξαναπήδηξε. Κι άρχισε ένα τρελό κυνηγητό. Γύρω γύρω στην κορυφή του λόφου, μπρος ο Ασλάν και πίσω τα παιδιά, δίχως να τον προφταίνουν. Μια τις άφηνε ν’ αγγίξουν σχεδόν την ουρά του, μια βουτούσε ανάμεσά τους, μια τις πετούσε στον αέρα με τα πελώρια βελουδένια πόδια του και μια τις ξανάπιανε, μια σταματούσε απότομα κι οι τρεις κουτρουβαλούσαν ξεκαρδισμένοι στα γέλια, ένας σωρός από γούνες και χέρια και πόδια. Και ήτανε τέτοιο γλέντι, από κείνα που μόνο στη Νάρνια μπορούν να γίνουν· κι η Λούσυ δεν ήξερε να πει αν έπαιζε με γατάκι ή με κεραυνό. Το περίεργο όμως είναι πως όταν ξάπλωσαν στο τέλος κι οι τρεις τους λαχανιασμένοι στη λιακάδα, τα κορίτσια δεν ένιωθαν πια κούραση, μήτε πείνα ή δίψα.