Выбрать главу

«Και τώρα», είπε ο Ασλάν, «μας περιμένει δουλειά. Πρώτα όμως θέλω να βρυχηθώ. Καλύτερα να κλείσετε τ’ αυτιά σας».

Έτσι κι έκαναν. Κι ο Ασλάν σηκώθηκε κι άνοιξε το στόμα του να βρυχηθεί και το πρόσωπό του έγινε τόσο τρομερό που δεν τολμούσαν να τον κοιτάξουν. Κι είδαν όλα τα δέντρα μπροστά του να γέρνουν από τη δύναμη της φωνής του, όπως το χόρτο στα λιβάδια με τον άνεμο. Έπειτα είπε,

«Έχουμε να κάνουμε μεγάλο ταξίδι. Ανεβείτε στη ράχη μου». Έσκυψε και τα παιδιά σκαρφάλωσαν στη ζεστή χρυσαφένια ράχη του. Πρώτη κάθισε η Σούζαν, βαστώντας του σφιχτά τη χαίτη, και πίσω η Λούσυ, αρπαγμένη γερά πάνω από τη Σούζαν. Και μ’ ένα τεράστιο σάλτο, το λιοντάρι τινάχτηκε, πιο γρήγορα από άγριο άτι, κατέβηκε το λόφο και χώθηκε στο πυκνό δάσος.

Εκείνο το ταξίδι ήτανε το δίχως άλλο το πιο υπέροχο που γνώρισαν στη Νάρνια. Έχετε τρέξει ποτέ σας με άλογο; Για σκεφτείτε το πάλι· κι έπειτα βγάλτε το βαρύ ποδοβολητό και τα γκέμια που κροταλίζουν, και φανταστείτε κάτι πελώρια απαλά πόδια να τρέχουν αθόρυβα. Φανταστείτε έπειτα, αντί για τη μαύρη ή τη σταχτιά ή την καστανή ράχη του αλόγου, την απαλή χρυσαφένια γούνα και τη χαίτη που κυματίζει στον άνεμο. Κι έπειτα φανταστείτε πως πηγαίνετε δυο φορές πιο γρήγορα από το πιο φτερωτό άλογο του ιπποδρόμου. Μόνο που αυτό εδώ δε χρειάζεται να το οδηγείς, μήτε κουράζεται ποτέ. Τρέχει κι όλο τρέχει, δίχως να χάσει βήμα, δίχως ποτέ να διστάσει, ανοίγει μοναχό του δρόμο ανάμεσα στους κορμούς των δέντρων, πηδάει θάμνους και ρουμάνια και μικρά ρυάκια, τσαλαβουτάει στα ποτάμια. Και δεν τρέχετε σε δρόμο ή σε πάρκο, αλλά διασχίζετε τη Νάρνια, στην καρδιά της άνοιξης, κατηφορίζοντας σιωπηλές λεωφόρους με σημύδες, περνάτε λιόλουστα ξέφωτα με βελανιδιές, άγριους δεντρόκηπους με χιονισμένες κερασιές, καταρράχτες που μουγκρίζουν και χορταριασμένα βράχια και σπηλιές που αντηχούν, ανεβαίνετε ανεμόδαρτες πλαγιές όπου φέγγουν τα κιτρινολούλουδα, στενά βουνίσια μονοπάτια όλο ρείκια, σαμάρια απόκρημνα γλιστερά, και κατεβαίνετε, κάτω, κάτω χαμηλά, σε βαθιές άγριες κοιλάδες και σε απέραντα λιβάδια με γαλάζια αγριολούλουδα.

Κόντευε πια μεσημέρι, όταν στάθηκαν σε μιαν απόκρημνη πλαγιά. Απέναντι τους στεκόταν ένα κάστρο - σαν παιχνίδι τους φάνηκε από τόσο ψηλά - γεμάτο σουβλερούς πύργους. Όμως το Λιοντάρι έπιασε πάλι να κατεβαίνει με τέτοια ταχύτητα που, πριν προλάβουν ν’ αναρωτηθούν τι είναι, κόντευαν πια να το φτάσουν. Και τώρα δεν έμοιαζε με παιχνίδι, αλλά ορθωνόταν μπροστά τους σκοτεινό και άγριο. Στις πολεμίστρες του δε φαινόταν ψυχή, κι είχε τις πύλες διπλοσφαλισμένες. Κι ο Ασλάν, δίχως να σιγανέψει τον καλπασμό του, έτρεχε ίσια καταπάνω του σα σφαίρα.

«Να το σπίτι της Μάγισσας!» φώναξε. «Και τώρα παιδιά, κρατηθείτε γερά!».

Την άλλη στιγμή, τους φάνηκε πως ο κόσμος γύριζε τα πάνω κάτω, κι ένιωσαν την κοιλιά τους να φεύγει· γιατί το Λιοντάρι μαζεύτηκε για το μεγαλύτερο άλμα που είχε κάνει ποτέ και πήδηξε - ή μάλλον πέταξε -ορμητικά πάνω από τα τείχη του κάστρου. Τα δυο κορίτσια γερά αλλά με την ανάσα τους κομμένη, ένιωσαν να κουτρουβαλούν από τη ράχη του στη μέση μιας πέτρινης αυλής, που ήταν γεμάτη αγάλματα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΚΤΟ

Τι απόγιναν τα αγάλματα

«Τι απίθανος τόπος!» φώναξε η Λούσυ. «Μ’ όλα τούτα τα πέτρινα ζώα — και τα πλάσματα! Είναι — μοιάζει με μουσείο».

«Σουτ!» είπε η Σούζαν. «Δες τι κάνει ο Ασλάν».

Πραγματικά, ο Ασλάν είχε ζυγώσει αθόρυβα το πέτρινο λιοντάρι, και το χουχούλιζε με την ανάσα του. Κι έπειτα, δίχως να περιμένει στιγμή, στριφογύρισε -σα γάτα που κυνηγάει την ουρά της - και χουχούλισε τον πέτρινο νάνο που, όπως θα θυμόσαστε, βρισκόταν εκεί κοντά, με τις πλάτες γυρισμένες στο λιοντάρι. Κατόπι έτρεξε σε μια ψηλή πέτρινη Δρυάδα που στεκόταν πίσω από το νάνο, κι από κει σ’ ένα πέτρινο λαγουδάκι στα δεξιά του, και παραπέρα σε δυο Κένταυρους. Εκείνη τη στιγμή η Λούσυ φώναξε,

«Αχ κοίτα Σούζαν! Κοίτα το λιοντάρι!».

Σίγουρα θα έτυχε να δείτε ν’ ανάβουνε τζάκι, μ’ ένα κομμάτι εφημερίδα· βάζουν από κάτω ένα αναμμένο σπίρτο, και για μια στιγμή φαίνεται πως δεν έγινε τίποτα· ώσπου, σε λίγο βλέπετε ένα μικρό ρυάκι από φλόγα να σέρνεται στην άκρη της εφημερίδας. Κάτι τέτοιο έπαθε τώρα το πέτρινο λιοντάρι. Για μια στιγμή απ’ όταν το χουχούλισε ο Ασλάν, τίποτα δεν άλλαξε. Έπειτα, ένα λεπτό χρυσό ρυάκι κύλισε στην άσπρη πέτρινη ράχη του κι άπλωσε, το χρώμα το αγκάλιασε ολόκληρο όπως η φλόγα το χαρτί - και στο τέλος, ενώ τα πισινά του πόδια ήταν ακόμα πετρωμένα το λιοντάρι τίναξε τη χαίτη του κι οι βαριές πέτρινες πτυχές ξεδιπλώθηκαν σε ζωντανή τρίχα. Άνοιξε τότε ένα μεγάλο κόκκινο στόμα, ζεστό και ζωντανό, και χασμουρήθηκε με την ψυχή του. Στο μεταξύ ζωντάνεψαν και τα πισινά του πόδια. Σήκωσε το ένα και ξύστηκε βλέποντας τότε τον Ασλάν, τον πλησίασε τρεχάτο κι άρχισε να χορεύει και να πηδάει γύρω του γουργουρίζοντας χαρούμενο και να του γλείφει το πρόσωπο.