«Αχ, κύριε Τούμνους - με συγχωρείτε που σας διακόπτω, μ’ αρέσει πάρα πολύ η μουσική σας - όμως πρέπει να γυρίσω σπίτι. Έλεγα να καθίσω μόνο πέντε λεπτά».
«Τώρα πια δεν έχει νόημα, ξέρετε», είπε ο Φαύνος ακουμπώντας κάτω το σουραύλι του και κούνησε πολύ θλιμμένα το κεφάλι.
«Δεν έχει νόημα;» είπε η Λούσυ και πετάχτηκε πάνω· είχε αρχίσει να φοβάται λιγάκι. «Τι θέλετε να πείτε; Εγώ πρέπει να γυρίσω σπίτι αμέσως. Οι άλλοι θ’ ανησυχούν πως κάτι έπαθα». Στάθηκε μια στιγμή, κι έπειτα ρώτησε, «Κύριε Τούμνους! Τι τρέχει;» γιατί τα καστανά μάτια του Φαύνου είχαν γεμίσει δάκρυα, κι έπειτα τα δάκρυα άρχισαν να κυλούν στα μάγουλά του, και σε λίγο να τρέχουν από την άκρη της μύτης του· στο τέλος, σκέπασε το πρόσωπό του με τα χέρια κι άρχισε να κλαίει μ’ αναφιλητά.
«Κύριε Τούμνους! Αχ, κύριε Τούμνους!» έκανε η Λούσυ απελπισμένη. «Μην κλαίτε! Σας παρακαλώ! Μα τι τρέχει; Μήπως δε νιώθετε καλά; Καλέ μου κύριε Τούμνους, πέστε μου τι συμβαίνει». Όμως ο Φαύνος έκλαιγε με λυγμούς, λίγο ακόμα και θα ράγιζε η καρδιά του. Μήτε κι όταν η Λούσυ πήγε κοντά του και τον αγκάλιασε και του ’δωσε το μαντιλάκι της δεν έλεγε να σταματήσει. Πήρε μονάχα το μαντίλι κι όλο σκουπιζόταν, σκουπιζόταν, κι όταν μούσκευε, το ’στιβε και με τα δυο του χέρια, το στράγγιζε και ξανασκουπιζόταν, ώσπου σε λίγο η Λούσυ πατούσε σε μια λιμνούλα από δάκρυα.
«Κύριε Τούμνους!» του φώναξε η Λούσυ κοντά στ’ αυτί και τον ταρακούνησε δυνατά. «Σταματείστε! Σταματείστε αμέσως! Ντροπή σας, κοτζάμ Φαύνος και να κλαίτε. Τι στο καλό σας έπιασε;».
«Όι-όι-όι!». Έκανε ο κύριος Τούμνους με λυγμούς. «Κλαίω γιατί είμαι πολύ κακός Φαύνος».
«Εμένα δε μου φαινόσαστε διόλου κακός», είπε η Λούσυ. «Νομίζω μάλιστα πως είσαστε σπουδαίος Φαύνος. Ο πιο καλός Φαύνος που γνώρισα ποτέ μου».
«Αχ, όχι - δε θα το λέγατε αν ξέρατε», απάντησε ο κύριος Τούμνους μέσα στο αναφιλητό του. «Όχι, όχι, είμαι κακός Φαύνος. Φαντάζομαι πως δεν έγινε χειρότερος Φαύνος από καταβολής κόσμου».
«Μα τι κάνατε τέλος πάντων;» ρώτησε η Λούσυ.
«Ο καημένος ο γεροπατέρας μου», είπε ο Φαύνος. «Να αυτός εδώ στη ζωγραφιά πάνω απ’ το τζάκι. Εκείνος δε θα ’κανε ποτέ τέτοιο πράγμα». Τι πράγμα είπε η Λούσυ.
«Αυτό που έκανα εγώ!» είπε ο Φαύνος. «Να γίνει υπηρέτης της Λευκής Μάγισσας. Σαν κι εμένα. Πληρωμένος σκλάβος της Λευκής Μάγισσας!».
«Ποιας Λευκής Μάγισσας; Τι ’ναι πάλι Τούτη;».
«Αυτή; Αυτή, καλό μου παιδί, έχει στο χέρι ολόκληρη τη Νάρνια. Μας μάγεψε για να ’χουμε πάντα χειμώνα. Πάντα χειμώνα και ποτέ Χριστούγεννα· το χωράει ο νους σας;».
«Φρίκη!» είπε η Λούσυ. «Εσάς όμως, για τι σας πληρώνει;».
«Αυτό είναι το χειρότερο απ’ όλα», είπε ο κύριος Τούμνους κι αναστέναξε βαθιά. «Εγώ κάνω απαγωγές για λογαριασμό της. Τέτοιες δουλειές κάνω. Για κοιτάξτε με καλά, Κόρη της Εύας… Θα λέγατε ποτέ πως είμαι από κείνους τους Φαύνους που ανταμώνουν στο δάσος ένα αθώο παιδί, που δεν τους έφταιξε τίποτα το καημενάκι, του κάνουν το φίλο, το καλούνε στη σπηλιά τους - κι όλ’ αυτά για να το νανουρίσουν ν’ αποκοιμηθεί κι έπειτα να το παραδώσουν στη Λευκή Μάγισσα;».
«Ποτέ», είπε η Λούσυ. «Είμαι βέβαιη πως εσείς δε θα κάνατε ποτέ τέτοιο πράγμα».
«Κι όμως, αυτό έκανα», είπε ο Φαύνος.
«Ε, λοιπόν», έκανε η Λούσυ αργά (γιατί ήθελε να του μιλήσει ειλικρινά, μα όχι και να τον αποπάρει), «ε, λοιπόν, αυτό είναι πολύ κακό. Πάντως, αφού μετανιώσατε, είμαι σίγουρη πως δε θα το ξανακάνετε».
«Κόρη της Εύας, δεν καταλαβαίνεις», είπε ο Φαύνος . «Δεν είναι κάτι που έχω κάνει. Το κάνω, τώρα δα, ετούτη τη στιγμή».