Τα παιδιά δε χόρταιναν να κοιτάζουν το λιοντάρι. Καθώς γυρνούσαν όμως, το θέαμα που αντίκρισαν ήτανε τόσο υπέροχο, που το ξέχασαν μεμιάς. Παντού τ’ αγάλματα ζωντάνευαν. Η αυλή δεν ήταν πια μουσείο - πιο πολύ με ζωολογικό κήπο έμοιαζε. Παράξενα πλάσματα έτρεχαν πίσω από τον Ασλάν, και χόρευαν γύρω του ώσπου τον έκρυψαν σχεδόν. Εκεί όπου πρώτα βασίλευε μονάχα η νεκρική ασπράδα της αυλής, τα χρώματα ξεσπούσαν και σε τύφλωναν· γυάλιζαν καστανά τα πλευρά των κενταύρων, ιρίδιζαν τα κέρατα των μονόκερων, άστραφτε το φτέρωμα των πουλιών, τρέχαν κοκκινοκάστανες οι αλεπούδες, τα σκυλιά κι οι σάτυροι, οι νάνοι είχαν κίτρινες κάλτσες και πορφυρές κουκούλες και τα κορίτσια της σημύδας ήταν ασημένια, και τα κορίτσια της οξιάς διάφανα, πράσινα της δροσιάς και τα κορίτσια των πεύκων τόσο φωτεινά πράσινα που έμοιαζαν σχεδόν κίτρινα. Κι αντί για τη θανατερή σιωπή, όλος ο τόπος αντηχούσε χαρούμενα από ευτυχισμένα μουγκρητά, γκαρίσματα, τσιρίδες και γαυγίσματα, κακαρίσματα και χρεμετίσματα, ποδοβολητά, φωνές, ζητωκραυγές, γέλια και τραγούδια.
«Αααα!» έκανε η Σούζαν, φοβισμένη τώρα. «Κοίτα! Λες να - θέλω να πω, δεν υπάρχει φόβος;».
Η Λούσυ κοίταξε, κι είδε τον Ασλάν να χουχουλίζει τα πόδια του πέτρινου γίγαντα.
«Κανένας φόβος!» φώναξε χαρούμενα ο Ασλάν. «Μόλις συνέρθουν τα πόδια του, θ’ ακολουθήσει κι ο υπόλοιπος». «Δεν εννοούσα αυτό», ψιθύρισε η Σούζαν στη Λούσυ.
Τώρα πια όμως ήταν πολύ αργά για να κάνουν τίποτα - ακόμα κι αν τις είχε ακούσει ο Ασλάν. Η αλλαγή άρχιζε στα πόδια του Γίγαντα, που σάλεψε τα δάχτυλά του. Την άλλη στιγμή σήκωσε το ρόπαλο απ’ τον ώμο του, έτριψε τα μάτια και είπε,
«Μπα σε καλό μου! Πρέπει να με πήρε ο ύπνος! Μπα! Πού είναι εκείνη η καταραμένη η τοσηδούλα μάγισσα που σερνόταν εδώ γύρω; Κάπου κοντά στα πόδια μου ήτανε». Κι όταν όλοι, με γέλια και φωνές, δοκίμασαν να του εξηγήσουν τι είχε συμβεί, ο Γίγαντας έβαλε το χέρι στο αυτί και τους ζήτησε να του τα ξαναπούν, κι όταν επιτέλους κατάλαβε, έσκυψε τόσο χαμηλά, που το κεφάλι του δε θα βρισκόταν πιο ψηλά απ’ την κορφή μιας μεγάλης θημωνιάς, κι έβγαλε το σκουφί του με σεβασμό στον Ασλάν, και το άσκημο μα καλοσυνάτο πρόσωπό του άστραψε (οι γίγαντες, καλοί ή κακοί, είναι τώρα τόσο σπάνιοι, στον κόσμο μας, και οι καλόκαρδοι γίγαντες ακόμα πιο σπάνιοι, που σίγουρα δεν είδατε ποτέ σας γίγαντα με το πρόσωπο ν’ αστράφτει. Είναι μοναδικό αυτό το θέαμα).
«Ελάτε να μπούμε μέσα στο σπίτι!» φώναξε ο Ασλάν. «Εμπρός, ζωντανέψτε όλοι! Σκάλες πάνω, σκάλες κάτω, και στο δώμα της κυράς! Ούτε γωνίτσα μην αφήσετε άψαχτη. Ποτέ δεν ξέρετε πού μπορεί να κρύβεται κανένας φουκαράς φυλακισμένος».
Όρμησαν όλοι μέσα, και για κάμποση ώρα το σκοτεινό και τρομερό και μουχλιασμένο γέρικο κάστρο αντιλάλησε από τα παράθυρα που άνοιγαν και τις φωνές τους: «Μην ξεχάσετε τα μπουντρούμια —. Δώστε ένα χεράκι εδώ στην πόρτα! — Να κι άλλη στριφογυριστή σκαλίτσα! - Α! Τι μου λες! Το καημενούλι το καγκουρώ! Φωνάξτε τον Ασλάν! — Πουφ! Πώς βρομάει εδώ μέσα - Κοιτάξτε μήπως έχει και καταπακτές ―. Εδώ, πάνω όλοι! Έχει κι άλλα στον εξώστη!». Μα το καλύτερο απ’ όλα ήταν όταν η Λούσυ όρμησε πάνω σα σίφουνας, φωνάζοντας,
«Τρέξε Ασλάν! Βρήκα τον κύριο Τούμνους! Αχ, έλα γρήγορα!».
Την άλλη στιγμή, η Λούσυ και ο μικρός Φαύνος κρατιόντουσαν από τα χέρια και χόρευαν γύρω γύρω χαρούμενοι. Ο φιλαράκος δεν είχε πάθει τίποτα που έγινε άγαλμα, και φυσικά την έβαλε να του πει με το νι και με το σίγμα όλα τα νέα.
Καμιά φορά, η έρευνα στο κάστρο της Μάγισσας τέλειωσε. Ήτανε όλο αδειανό, με πόρτες και παράθυρα ανοιγμένα διάπλατα, και το φως κι ο γλυκός ανοιξιάτικος αέρας πλημμύριζαν τους σκοτεινούς και διαβολικούς τόπους που τα χρειάζοναν τόσο απελπισμένα. Όλα τα λευτερωμένα αγάλματα όρμησαν πάλι στην αυλή. Και τότε κάποιος (ο Τούμνους, θαρρώ) μίλησε πρώτος: