«Και τώρα πώς θα βγούμε;» γιατί ο Ασλάν είχε πηδήξει πάνω από τα τείχη, κι οι πύλες ήταν κλειδωμένες.
«Κι αυτό θα γίνει», είπε ο Ασλάν σηκώθηκε έπειτα στα πισινά του πόδια και ούρλιαξε στο Γίγαντα. «Ε! Συ κει πάνω! Πώς σε λένε;».
«Γίγαντα Μαστροχαλαστή, με την άδειά σας», είπε ο Γίγαντας κι έβγαλε ξανά το σκουφί του.
«Καλά λοιπόν, Γίγαντα Μαστροχαλαστή», είπε ο Ασλάν. «Φρόντισε να μας βγάλεις έξω. Εντάξει;».
«Εντάξει, αφέντη μου. Μετά χαράς», είπε ο Γίγαντας Μαστροχαλαστής. «Κάντε πέρα από τις πύλες, όλοι εσείς οι μικροί!». Ζύγωσε τότε μόνος του τις καγκελόφραχτες πόρτες και το ρόπαλό του αντήχησε μπανγκ-μπανγκ-μπανγκ. Οι πύλες έτριξαν με το πρώτο χτύπημα, ράγισαν με το δεύτερο, σείστηκαν με το τρίτο. Ο Γίγαντας έσπρωξε τότε τους πύργους, δεξιά κι αριστερά, κι ακούστηκε κρότος φοβερός, σαν κάτι να τσακίζεται, κι ένα κομμάτι του τοίχου, μαζί με τον πύργο, από την κάθε μεριά σωριάστηκε σε συντρίμμια· κι όταν ο κουρνιαχτός κατακάθισε, ήταν πολύ παράξενο να στέκεσαι σε κείνη τη στεγνή και θλιβερή αυλή και να βλέπεις απ’ το χάλασμα το χορτάρι και τα δέντρα που σάλευαν, τα λαμπερά ρυάκια του δάσους και πέρα τους γαλάζιους λόφους, κι ακόμα πιο πέρα τον ουρανό.
«Να πάρει η ευχή, σκούριασα και ιδρώνω με το παραμικρό», είπε ο Γίγαντας ξεφυσώντας σαν πελώρια ατμομηχανή. «Πουφ, έχασα τη φόρμα μου! Μήπως καμιά από σας, νεαρές μου κυρίες, έχει μαζί της μαντιλάκι;».
«Εγώ έχω», είπε η Λούσυ και σηκώθηκε στα νύχια των ποδιών της και τέντωσε το μαντίλι της όσο πιο ψηλά μπορούσε.
«Ευχαριστώ, δεσποινιδούλα μου», είπε σκύβοντας ο Γίγαντας Μαστροχαλαστής. Την άλλη στιγμή όμως η Λούσυ, κοψοχολιασμένη, βρέθηκε στον αέρα, ανάμεσα στα δύο δάχυλα του Γίγαντα. Την πήρε είδηση μόνο όταν είχε πλησιάσει πια στο πρόσωπό του και τότε ξαφνιάστηκε και την ακούμπησε κάτω απαλά μουρμουρίζοντας, «Μπα σε καλό μου! Αντί για μαντίλι, πήρα το κοριτσάκι. Να με συμπαθάς, δεσποινιδούλα μου, νόμιζα πως εσύ ήσουνα το μαντίλι».
«Όχι», είπε η Λούσυ γελώντας, «εδώ είναι το μαντίλι!» Κι αυτή τη φορά ο Γίγαντας κατάφερε να το πάρει, μόνο που για κείνον είχε το μέγεθος που έχει για σας η ασπιρίνη, κι όταν η Λούσυ τον είδε να το τρίβει πέρα δώθε στο πελώριο κόκκινο μούτρο του, είπε, «Φοβάμαι πως δε θα σας εξυπηρετήσει και πολύ, κύριε Μαστροχαλαστή».
«Κάθε άλλο. Κάθε άλλο» είπε ευγενικά ο Γίγαντας. «Είναι το καλύτερο μαντίλι που είδα ποτέ μου. Λεπτό και βολικό. Δε - δεν ξέρω πώς να το πω».
«Τι καλός γίγαντας!» είπε η Λούσυ στον κύριο Τούμνους. «Βέβαια», απάντησε ο Φαύνος, «έτσι είναι όλοι οι Μαστροχαλαστές. Μια από τις πιο ευγενικές οικογένειες γιγάντων στη Νάρνια. Όχι πολύ έξυπνη ίσως (εγώ πάντως ποτέ μου δεν είδα έξυπνο γίγαντα), αλλά παλιά οικογένεια. Με παραδόσεις, ξέρετε. Αν ήτανε από τους άλλους, δε θα τον έκανε πέτρα».
Τότε ο Ασλάν χτύπησε τα μπροστινά του πόδια και ζήτησε ησυχία.
«Η δουλειά μας δεν τέλειωσε ακόμα», είπε. «Κι αν θέλετε να νικήσουμε τη Μάγισσα πριν πάμε για ύπνο, πρέπει να βρούμε αμέσως το πεδίο της μάχης».
«Όχι μόνο να το βρούμε, αλλά να πολεμήσουμε κιόλας», πρόσθεσε ο μεγαλύτερος απ’ τους κενταύρους.
«Και βέβαια», είπε ο Ασλάν. «Και τώρα ακούστε. Όσοι δε μπορούν ν’ ακολουθήσουν με τα πόδια, δηλαδή τα παιδιά, οι νάνοι και τα μικρά ζώα, να καβαλήσουν στις ράχες εκείνων που μπορούν - πάνω στα λιοντάρια, τους κένταυρους, τους μονόκερους, τους γίγαντες και τους αετούς. Όσοι έχουν γερή μύτη, ας έρθουνε με μας, τα λιοντάρια, για να μυρίσουμε κατά πού πέφτει η μάχη. Εμπρός, συνταχτείτε και ζωντανέψτε!».
Υπάκουσαν με γέλια και μεγάλη φασαρία. Πιο ευχαριστημένο απ’ όλους, ήταν το άλλο λιοντάρι, που έτρεχε δεξιά κι αριστερά τάχα πολύ απασχολημένο, αλλά στην πραγματικότητα για να λέει σ’ όποιον έβρισκε μπροστά του, «Άκουσες τι είπε; Με μας τα λιοντάρια. Δηλαδή με κείνον και με μένα. Με μας τα λιοντάρια. Αυτό μ’ αρέσει στον Ασλάν. Ούτε πόζες ούτε καμώματα. Με μας τα λιοντάρια. Δηλαδή, εκείνος κι εγώ». Και συνέχισε να γυροφέρνει, ώσπου ο Ασλάν του φόρτωσε πάνω του τρεις νάνους, μια δρυάδα, δυο λαγούς κι ένα σκαντζόχοιρο. Έτσι ησύχασε κάπως.
Όταν ετοιμάστηκαν όλοι (ένα μεγάλο τσοπανόσκυλο βοήθησε τον Ασλάν να τους παρατάξει όπως έπρεπε), βγήκαν από το χάλασμα του μεγάλου τείχους, με πρώτα τα λιοντάρια και τους σκύλους, που μύριζαν προσεχτικά σ’ όλες τις μεριές. Άξαφνα τότε ένα μεγάλο τσοπανόσκυλο έπιασε τη μυρωδιά και γαύγισε δυνατά. Δεν έχασαν καιρό. Σε λίγο όλα τα σκυλιά και τα λιοντάρια και οι λύκοι και τ’ άλλα κυνηγιάρικα ζώα έτρεχαν μ’ όλη τους τη δύναμη και τη μύτη στο χώμα. Τα άλλα, μισό μίλι πίσω τους, τ’ ακολουθούσαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Ο σαματάς θύμιζε λίγο κυνήγι αλεπούς, μόνο που εδώ γινόταν πιο μεγάλο γλέντι, γιατί κάθε λίγο στη μουσική των κυνηγόσκυλων ανακατωνόταν ο βρυχηθμός του άλλου λιονταριού και, καμιά φορά, το βαθύ και φοβερό μουγκρητό του Ασλάν. Πήγαιναν όλο και πιο γρήγορα, κι η μυρωδιά όλο και δυνάμωνε. Ώσπου, φτάνοντας στην τελευταία στροφή της στενής και στριφογυριστής κοιλάδας, η Λούσυ άκουσε πάνω απ’ όλους τους θορύβους έναν άλλο, αλλιώτικο, που την έκανε να νιώσει παράξενα. Κραυγές και ουρλιαχτά και μέταλλο που χτυπούσε πάνω σε μέταλλο.