Βγαίνοντας από τη στενή κοιλάδα, κατάλαβε μεμιάς το λόγο. Εκεί βρισκόταν ο Πήτερ και ο Έντμουντ κι ό,τι απόμεινε απ’ το στρατό του Ασλάν, και πολεμούσαν απελπισμένα το πλήθος των τρομερών πλασμάτων που είχε δει την περασμένη νύχτα· μόνο που τώρα στο φως της μέρας φαίνονταν ακόμα πιο παράξενα και διαβολικά και κακομούτσουνα, ίσως και πιο πολλά. Ο στρατός του Πήτερ, που τους είχε γυρίσει τις πλάτες, έμοιαζε τρομαχτικά λίγος. Και σ’ όλο το πεδίο της μάχης ήταν σπαρμένα αγάλματα - φαίνεται πως η Μάγισσα είχε χρησιμοποιήσει το σκήπτρο της. Τώρα όμως δεν το κρατούσε πια. Πολεμούσε με το πέτρινο μαχαίρι - και προσπαθούσε να χτυπήσει τον Πήτερ. Οι δυο τους πάλευαν τόσο μανιασμένα, που η Λούσυ δεν κατάφερνε να ξεχωρίσει τι γίνεται. Έβλεπε μόνο το πέτρινο μαχαίρι, και το σπαθί του Πήτερ ν’ αστράφτουν τόσο γρήγορα, που της φάνηκαν τρία μαχαίρια και τρία σπαθιά. Οι δυο τους πάλευαν στο κέντρο της παράταξης, μα όπου κι αν κοιτούσες γίνονταν πράγματα φοβερά και τρομερά.
«Παιδιά, κατεβείτε από την πλάτη μου!» φώναξε ο Ασλάν και τα δυο κορίτσια κουτρουβάλησαν κάτω. Και τότε, μ’ ένα φοβερό βρυχηθμό που τράνταξε όλη τη Νάρνια, από το δυτικό φανοστάτη ως τις ακτές της Ανατολικής Θάλασσας, το μεγάλο θηρίο ρίχτηκε στη Λευκή Μάγισσα. Η Λούσυ είδε για μια στιγμή το πρόσωπό της, όλο τρόμο κι απορία, καθώς γύρισε να κοιτάξει το Λιοντάρι. Έπειτα, Λιοντάρι και Μάγισσα κυλίστηκαν στο χώμα - αλλά η Μάγισσα κάτω από το Λιοντάρι. Και την ίδια στιγμή όλοι οι πολεμιστές που κουβάλησε ο Ασλάν από το σπίτι της Μάγισσας όρμησαν ξέφρενα στις γραμμές του εχθρού: οι νάνοι με πολεμικά τσεκούρια, οι σκύλοι με τα δόντια, ο Γίγαντας με το ρόπαλό του (χώρια τα πόδια του, που έλιωναν δεκάδες εχθρούς), οι μονόκεροι με τα κέρατά τους, οι Κένταυροι με τα σπαθιά και τις οπλές τους. Κι ο κουρασμένος στρατός του Πήτερ άρχισε να ζητωκραυγάζει, κι οι καινουριοφερμένοι ούρλιαζαν κι ο εχθρός τσίριζε κι έτρεμε ώσπου το δάσος ξαναντήχησε με την αντάρα της καινούριας επίθεσης.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΒΔΟΜΟ
Το κυνήγι τον Γαλατένιον Ελαφιού
Λίγα λεπτά μετά τον ερχομό τους, η μάχη τέλειωσε. Οι περισσότεροι εχθροί σκοτώθηκαν στην πρώτη επίθεση του Ασλάν και των συντρόφων του· κι όσοι απόμειναν ακόμα ζωντανοί, βλέποντας τη Μάγισσα νεκρή παραδόθηκαν ή το ’βαλαν στα πόδια. Η Λούσυ είδε τον Πήτερ και τον Ασλάν να δίνουν τα χέρια. Παράξενη που ήταν η όψη του Πήτερ - το πρόσωπό του φαινόταν χλωμό και αυστηρό, κι έμοιαζε πολύ μεγαλύτερος.
«Όλα τα χρωστάμε στον Έντμουντ», έλεγε ο Πήτερ στον Ασλάν. «Αν δεν ήταν αυτός, θα μας νικούσαν.
Η Μάγισσα είχε αρχίσει να κάνει πέτρα τους στρατιώτες μας, δεξιά κι αριστερά. Εκείνον όμως τίποτα δεν τον σταματούσε. Σκότωσε τρία τελώνια που του ’κλειναν το δρόμο, τη στιγμή που εκείνη πέτρωνε τον ένα πάνθηρά σου. Κι όταν την έφτασε, είχε τη σύνεση να της τσακίσει με το σπαθί του το σκήπτρο, αντί να δοκιμάσει να τη χτυπήσει και να γίνει πέτρα, μετά από τόσους κόπους. Αυτό το λάθος έκαναν όλοι οι άλλοι. Όταν έσπασε το σκήπτρο της, αρχίσαμε να ελπίζουμε παλι - όπως είχαμε χάσει κιόλας πολλούς. Ο Έντμουντ πληγώθηκε βαριά. Πρέπει να πάμε να τον βρούμε».
Τον βρήκαν στα χέρια της κυρίας Καστορίνας, λίγο πιο πίσω από τη γραμμή της μάχης. Ήταν γεμάτος αίματα, με το στόμα ανοιχτό, και το πρόσωπό του είχε πάρει ένα απαίσιο πράσινο χρώμα.
«Γρήγορα Λούσυ!» είπε ο Ασλάν.
Και τότε, σχεδόν για πρώτη φορά, η Λούσυ θυμήθηκε το πολύτιμο φίλτρο που της είχε χαρίσει ο Μπαρμπα-Χριστούγεννας. Τα χέρια της έτρεμαν τόσο που δε μπορούσε να ξεβουλώσει το μπουκαλάκι, όμως στο τέλος τα κατάφερε κι έσταξε μερικές σταγόνες στο στόμα του αδερφού της.
«Υπάρχουν κι άλλοι πληγωμένοι», είπε ο Ασλάν καθώς η Λούσυ κοίταζε ακόμα μ’ αγωνία το χλωμό πρόσωπο του Έντμουντ κι αναρωτιόταν αν θα φέρει αποτέλεσμα το φίλτρο.
«Το ξέρω», έκανε ο Λούσυ τσαντισμένη. «Στάσου μισό λεπτό».
«Κόρη της Εύας», είπε σοβαρά ο Ασλάν, είναι πολλοί οι ετοιμοθάνατοι. Χρειάζεται να πληρώσουν κι άλλοι για τον Έντμουντ;
«Με συγχωρείς, Ασλάν», είπε η Λούσυ. Σηκώθηκε και τον ακολούθησε. Και γι’ άλλη μισή ώρα δε σταμάτησαν καθόλου. Η Λούσυ φρόντιζε τους λαβωμένους κι ο Ασλάν εκείνους που είχαν μαρμαρώσει. Όταν καμιά φορά τελείωσε και γύρισε στον Έντμουντ, τον βρήκε όρθιο μα δεν είχαν γειάνει μόνο οι πληγές του· η όψη του ήταν περίφημη, σαν τον παλιό καλό καιρό - δηλαδή, πριν πάει σε κείνο το φοβερό σχολείο κι αρχίσει ν’ αναποδιάζει. Είχε ξαναβρεί τον παλιό εαυτό του και σε κοιτούσε κατάματα. Και κει, στο πεδίο της μάχης, ο Ασλάν τον έκανε ιππότη.