Выбрать главу

«Λες να ξέρει τι έπαθε για χάρη του ο Ασλάν;» ψιθύρισε η Λούσυ στη Σούζαν. «Λες να ξέρει ποια ήταν η συμφωνία που έκλεισε με τη Μάγισσα;».

«Σουτ! Και βέβαια όχι», είπε η Σούζαν.

«Δε θα ’πρεπε να το μάθει», είπε η Λούσυ.

«Ούτε λόγος», απάντησε η Σούζαν. «Θα του φαινόταν τρομερό. Για σκέψου πώς θα ’νιωθες εσύ στη θέση του».

«Πάντως εγώ λέω ότι πρέπει να το μάθει», είπε η Λούσυ.

Εκείνη τη στιγμή όμως τις έκοψαν.

Κοιμήθηκαν τη νύχτα εκεί που βρίσκονταν. Πώς τα κατάφερε ο Ασλάν να βρει φαί για όλους, δεν το ξέρω· με κάποιο τρόπο όμως, βρέθηκαν όλοι καθισμένοι στο χορτάρι για ένα καθυστερημένο — αλλά σπουδαιο - τσάι κατά τις οχτώ. Την αλλη μέρα άρχισε η πορεία στ’ ανατολικά, πλάι στο μεγάλο ποτάμι. Και την επομένη μέρα, έφτασαν στις εκβολές του. Το κάστρο του Κάιρ Πάραβελ πάνω στο μικρό του λόφο ορθωνόταν πελώριο από πάνω τους· μπροστά τους είχαν την αμμουδιά, γεμάτη βράχια και λιμνούλες αρμυρό νερό και φύκια· μύριζε θάλασσα κι ατέλειωτα μίλια γαλαζοπράσινα κύματα έσπαγαν στην ακτή. Και οι φωνές των γλάρων! Τις έχετε ακούσει ποτέ; Θυμόσαστε;

Το ίδιο βράδυ, μετά το τσάι, τα τέσσερα παιδιά κατάφεραν να ξανακατεβούν στην ακροθαλασσιά. Έβγαλαν παπούτσια και κάλτσες κι έχωσαν στην άμμο τα γυμνά τους πόδια. Μα η επόμενη μέρα ήταν πιο επίσημη. Γιατί τότε, μέσα στη Μεγάλη Αίθουσα του Κάιρ Πάραβελ - εκείνη την υπέροχη αίθουσα με τη φιλντισένια στέγη και το δυτικό τοίχο γεμάτο φτερά παγονιού και την ανατολική πύλη που έβλεπε κατά τη θάλασσα, μπροστά σ’ όλους τους φίλους τους κι ενώ παίζαν οι σάλπιγγες - ο Ασλάν τους έστεψε επίσημα και τους οδήγησε στους τέσσερις θρόνους ανάμεσα σε φοβερές ζητοκραυγές που σου παίρναν τ’ αυτιά:

«Ζήτω ο Βασιλιάς Πέτρος! Ζήτω η Βασίλισσα Σουζάνα! Ζήτω ο Βασιλιάς Εδμόνδος! Ζήτω η Βασίλισσα Λούσυ!».

«Άμα γίνεις βασιλιάς στη Νάρνια, είσαι πάντα βασιλιάς. Να το θυμόσαστε καλά, Γιοι του Αδάμ και κόρες της Εύας!» είπε ο Ασλάν.

Και από την ανατολική πύλη, που ήταν ανοιγμένη διάπλατα, ακούγονταν οι τρίτωνες και οι . γοργόνες που κολυμπούσαν κοντά στις ακτές και τραγουδούσαν για τους καινούριους βασιλιάδες.

Κάθισαν λοιπόν τα παιδιά στους θρόνους και τους έδωσαν τα σκήπτρα στα χέρια, και κείνοι μοίρασαν τιμές και βραβεία σ’ όλους τους φίλους, τον Τούμνους και τους Κάστορες, και το Γίγαντα Μαστροχαλαστή, τους πάνθηρες και τους καλούς κενταύρους και τους καλούς νάνους και το λιοντάρι. Και κείνη τη νύχτα έγινε μεγάλο γλέντι στο Κάιρ Πάραβελ, και παρελάσεις και χοροί, κι άστραφτε το χρυσάφι και κυλούσε το κρασί, και σαν απάντηση στη μουσική μέσα στο κάστρο, όμως πιο γλυκιά, αλλόκοτη και διαπεραστική, ερχόταν η μουσική από τα πλάσματα της θάλασσας.

Και μέσα σε τούτο το γιορτάσι, ο Ασλάν βρήκε την ευκαιρία να φύγει αθόρυβα. Όταν οι βασιλιάδες κι οι βασίλισσες κατάλαβαν πως λείπει, δεν είπαν τίποτα. Γιατί ο κύριος Κάστορας τους είχε προειδοποιήσει, «θα ’ρχεται και θα φεύγει», είχε πει. «Μια θα τον βλέπετε και μια θα χάνεται. Δεν του αρέσει να μένει δεμένος - κι ύστερα, έχει κι άλλους τόπους να φροντίσει. Μη σας νοιάζει. Θα μας έρχεται συχνά. Μόνο να μην τον ζορίζετε. Είναι αγρίμι, στο κάτω κάτω. Όχι ήμερο λιοντάρι».

Και τώρα, όπως βλέπετε, η ιστορία κοντεύει στο τέλος της (αλλά δεν τέλειωσε ακόμα). Οι δύο βασιλιάδες κι οι δυο βασίλισσες κυβέρνησαν καλά τη Νάρνια, κι η βασιλεία τους ήταν μακρόχρονη κι ευτυχισμένη. Στην αρχή έψαξαν να βρουν ό,τι απόμεινε από το στρατό της Λευκής Μάγισσας και να το καταστρέψουν κι αληθινά, για κάμποσο διάστημα έρχονταν πάντα μαντάτα για διαβολικά πλάσματα που κρύβονταν στα πιο απάτητα μέρη του δάσους — ένα στοιχειό εδώ, εκεί ένα φονικό, κάποιος που είδε το λυκάνθρωπο κάποια φορά, κι η φήμη πως βγήκε στρίγγλα εκεί γύρω την άλλη. Στο τέλος όμως όλοι οι κακοί νικήθηκαν. Κι έφτιαξαν νόμους σωστούς και κράτησαν την ειρήνη κι έσωσαν τα καλά δέντρα να μην κοπούν ανώφελα, και λευτέρωσαν τα νανάκια και τα σατυράκια που ήθελαν να τα στείλουν σχολείο, κι έβαλαν στη θέση τους τούς κουτσομπόληδες και τους ανακατωσούρηδες, κι υποστήριξαν τους καλούς απλούς ανθρώπους που ήθελαν να ζουν κι άφηναν και τους άλλους στην ησυχία τους. Κι απώθησαν τους άγριους γίγαντες (που δεν έμοιαζαν με το Γίγαντα Μαστροχαλαστή), στα βόρεια της Νάρνια, όταν δοκίμασαν να πατήσουν τα σύνορά της. Κι έπιασαν φιλίες και συμμαχίες με χώρες πέρα από τη θάλασσα, κι έκαναν επίσημες επισκέψεις και δέχτηκαν επίσημους ξένους. Και τα χρόνια περνούσαν, και κείνοι μεγάλωναν κι άλλαζαν. Κι ο Πήτερ έγινε άντρας ψηλός κι αδύνατος, μεγάλος πολεμιστής, και τον έλεγαν ο Βασιλιάς Πέτρος ο Μεγαλοπρεπής. Κι η Σούζαν έγινε μια ψηλή και χαριτωμένη κοπέλα με μαύρα μαλλιά που της έφταναν ως κάτω στα πόδια, κι οι βασιλιάδες από τις χώρες πέρα από τη θάλασσα άρχισαν να στέλνουν πρεσβευτές και να γυρεύουν να την παντρευτούν. Και την έλεγαν Σουζάνα Ευγενική. Ο Έντμουντ έγινε πιο σοβαρός και σιωπηλός από τον Πήτερ, σπουδαίος σύμβουλος και δικαστής. Και τον έλεγαν ο Βασιλιάς Εδμόνδος ο Δίκαιος. Όσο για τη Λούσυ, ήταν πάντα χαρούμενη και χρυσομαλλούσα, κι όλα τα αρχοντόπουλα σε κείνα τα μέρη ήθελαν να την κάνουνε βασίλισσά τους, κι ο λαός της τη φώναζε Βασίλισσα Λούσυ η Γενναία.