Κι έζησαν έτσι μέσα σε χαρές μεγάλες, κι αν κάποτε θυμόντουσαν τη ζωή τους σ’ αυτό τον κόσμο, ήταν όπως θυμάται κανείς το όνειρό του. Και μια χρονιά ο Τούμνους (που πια ήταν ένας μεσόκοπος Φαύνος κι άρχιζε να παχαίνει) κατέβηκε απ’ το ποτάμι και τους έφερε τα νέα, πως το Γαλατένιο Ελάφι είχε ξαναφανεί στα μέρη του - το Γαλατένιο Ελάφι που, αν το έπιανες, σου εκπλήρωνε όλες τις επιθυμίες. Κι έτσι οι δυο βασιλιάδες κι οι δυο βασίλισσες, μαζί με τους μεγάλους αυλικούς τους, ξεκίνησαν για το κυνήγι με σκυλιά και σάλπιγγες μέσα στα Δυτικά Δάση, ακολουθώντας το Γαλατένιο Ελάφι. Και πριν κάνουν πολύ δρόμο, το είδαν να περνάει. Και το κυνήγησαν καμπόσο, σε ισιώματα και χαράδες, σε λόχμες και σε ξέφωτα, ώσπου τα άλογα των αυλικών απόκαμαν και μόνο οι τέσσερις ακολουθούσαν. Είδανε τότε το ελάφι να μπαίνει σε μια λόχμη πυκνή, που δε χωρούσαν να περάσουν τ’ άλογά τους, κι είπε ο Βασιλιάς Πέτρος (γιατί τώρα μιλούσαν αλλιώτικα, αφού είχανε κάνει τόσο καιρό βασιλιάδες και βασίλισσες), «Αγαπημένα μου αδέρφια, ας ξεπεζέψουμε ν’ ακολουθήσουμε το ζώο τούτο μέσα στη λόχμη· ποτέ σ’ όλη μου τη ζωή δεν κυνήγησα τόσο ευγενικό θήραμα».
«Κύριε», είπαν οι άλλοι, «ας γίνει έτσι».
Ξεπέζεψαν λοιπόν και δέσαν τ’ άλογα στα δέντρα και μπήκανε πεζοί στην πυκνή λόχμη. Και μόλις μπήκαν, η Βασίλισσα Σουζάνα είπε,
«Αγαπημένοι φίλοι, κοιτάξτε αυτό το θαύμα, θαρρώ πως βλέπω ένα δέντρο σιδερένιο».
«Κυρία», είπε ο Βασιλιάς Εδμόνδος, «αν το κοιτάξετε καλά, θα δείτε ότι πρόκειται για σιδερένια κολόνα, μ’ ένα φανάρι στην κορυφή της».
«Μα τη χαίτη του Λιονταριού, μυστήριο κατασκεύασμα», είπε ο Βασιλιάς Πέτρος. «Έστησαν το φανάρι σε τέτοιο μέρος, όπου τα δέντρα είναι τόσο πυκνά γύρω του και τόσο ψηλά, που κι αναμμένο δε θα φώτιζε κανέναν».
«Κύριε», είπε η Βασίλισσα Λούσυ. «Δεν αποκλείεται, όταν θα στήθηκε αυτή η κολόνα του φαναριού, γύρω της να βρίσκονταν μικρότερα δέντρα, ή λιγότερα, ή και κανένα. Γιατί το δάσος μοιάζει νέο, κι η κολόνα παλιά». Έμειναν λοιπόν και την κοιτούσαν.
Και τότε ο Βασιλιάς Εδμόνδος είπε:
«Δεν ξέρω τι συμβαίνει, αλλά πόσο παράξενα με συγκινεί αυτό εδώ το φανάρι πάνω στην κολόνα. Περνάει από το νου μου η περίεργη σκέψη πως κάπου το έχω ξαναδεί· μπορεί σε όνειρο, ή όνειρο του ονείρου».
«Κύριε», αποκρίθηκαν όλοι, «το ίδιο συμβαίνει και σε μας».
«Και κάτι ακόμα», είπε η Βασίλισσα Λούσυ. «Γιατί δε λέει να μου φύγει από το νου πως αν περάσουμε την κολόνα, μας περιμένουν παράξενες περιπέτειες ή ίσως η τύχη μας αλλάξει σοβαρά».
«Κυρία», είπε ο Βασιλιάς Εδμόνδος, «το ίδιο προαίσθημα ταράζει και τη δική μου καρδιά».
«Και τη δική μου, αγαπημένε αδερφέ», είπε ο Βασιλιάς Πέτρος.
«Και τη δική μου», είπε η Βασίλισσα Σουζάνα. «Γι’ αυτό, αν θέλετε τη συμβουλή μου, ας γυρίσουμε αμέσως στ’ άλογά μας, κι ας μην ακολουθήσουμε άλλο το Γαλατένιο Ελάφι».
«Κυρία», είπε ο Βασιλιάς Πέτρος, «εδώ θα σας παρακαλούσα να με συχωρέσετε. Γιατί ποτέ απ’ όταν οι τέσσερις μας γίναμε βασιλιάδες και βασίλισσες της Νάρνια, δεν παραιτηθήκαμε από τίποτα σπουδαίο -μάχες, κατακτήσεις, πράξεις δικαιοσύνης και τα παρόμοια· με ό,τι κι αν καταπιαστήκαμε, τα καταφέραμε όπως πρέπει».
«Αδερφή μου», είπε η Βασίλισσα Λούσυ, «ο βασιλιάς αδερφός μας μίλησε σωστά. Και μου φαίνεται πως θα ήταν ντροπή, αν από φόβο ή κακό προαίσθημα εγκαταλείπαμε το κυνήγι τούτου του ευγενικού ζώου».
«Το ίδιο θα ’λεγα και γω», είπε ο Βασιλιάς Εδμόνδος. «Και τόσο λαχταρώ να ανακαλύψω τι σημαίνει αυτό το πράγμα, που δε θα σταματούσα με τη θέλησή μου, μήτε κι αν μου χαρίζαν το μεγαλύτερο πολύτιμο πετράδι σ’ όλη τη Νάρνια κι όλα τα νησιά».
«Τότε, στο όνομα του Ασλάν», είπε η Βασίλισσα Σουζάνα, «αφού όλοι το θέλετε έτσι, ας προχωρήσουμε να βρούμε την περιπέτεια που μας περιμένει».