Выбрать главу

«Τι - τι λέτε εκεί;» φώναξε η Λούσυ και χλώμιασε.

«Εσύ είσαι το παδί», είπε ο Τούμνους. «Η Λευκή Μάγισσα μ’ έχει διατάξει, αν δω ποτέ Γιο του Αδάμ ή Κόρη της Εύας στο δάσος, να τους πιάσω και να τους πάω σε κείνην. Και συ είσαι η πρώτη που συναντώ. Γι’ αυτό σου έκανα το φίλο, σε κάλεσα για τσάι, κι όλη την ώρα λογάριαζα να σε κοιμήσω πρώτα κι έπειτα να τρέξω να της το πω!».

«Α, μα δε θα κάνετε τέτοιο πράγμα, κύριε Τούμνους!» είπε η Λούσυ. «Δεν πρόκειται να το κάνετε -έτσι; Κι ύστερα, δεν είναι σωστό!».

«Αν δεν το κάνω», της απάντησε κι έπιασε πάλι το κλαψούρισμα, «εκείνη σίγουρα θα το μάθει. Και τότε θα διατάξει να μου κόψουν την ουρά και να μου πριονίσουνε τα κέρατα και να μου μαδήσουν το γενάκι μου, κι έπειτα θα κουνήσει το σκήπτρο της πάνω από τις όμορφες διχαλωτές οπλές μου και θα τις κάνει φριχτές και μονοκόμματες, σαν του παλιάλογου. Κι αν τύχει μάλιστα και θυμώσει πάρα μα πάρα πολύ, θα με κάνει πέτρα, θα γίνω άγαλμα Φαύνου στο απαίσιο σπιτικό της, ώσπου να συμπληρωθούν οι τέσσερις θρόνοι του Κάιρ Πάραβελ - που κανείς δεν ξέρει πότε θα γίνει, ούτε αν θα γίνει!».

«Λυπάμαι πολύ, κύριε Τούμνους», είπε η Λούσυ. «Όμως, να χαρείτε, αφήστε με να γυρίσω σπίτι».

«Και βέβαια θα σ’ αφήσω», είπε ο Φαύνος. «Έτσι πρέπει. Τώρα το βλέπω καλά. Προτού να σε γνωρίσω, δεν ήξερα πως είναι οι Άνθρωποι. Σίγουρα, δεν μπορώ να σε παραδώσω στη Μάγισσα· τώρα που σε γνώρισα, αποκλείεται. Πρέπει όμως να φύγουμε αμέσως. Θα σε ξαναπάω στο φανοστάτη. Φαντάζομαι από κει να βρεις το δρόμο ως τον Ξεν-Ώνα και τη Ντουλ-Άπα.

«Θαρρώ πως θα τα καταφέρω», είπε η Λούσυ.

«Πρέπει να κάνουμε όσο πιο αθόρυβα μπορούμε», είπε ο κύριος Τούμνους. «Ολόκληρο το δάσος είναι γεμάτο κατασκόπους της. Ως και μερικά δέντρα πήγαν με το μέρος της».

Σηκώθηκαν κι αφήσαν τα σερβίτσια του τσαγιού στο τραπέζι, κι ο κύριος Τούμνους ξανάνοιξε την ομπρέλα του, πρόσφερε το μπράτσο του στη Λούσυ και βγήκαν έξω, στα χιόνια. Το ταξίδι της επιστροφής δεν έμοιαζε διόλου με το ταξίδι ως τη σπηλιά του Φαύνου . Τώρα περπατούσαν κλεφτά, όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, δίχως να λένε λέξη, κι ο κύριος Τούμνους την τραβούσε συνέχεια από τις πιο σκοτεινές μεριές.

Η Λούσυ ένιωσε μεγάλη ανακούφιση όταν ξανάφτασαν στο φανοστάτη.

«Ξέρεις το δρόμο από δω και κάτω, Κόρη της Εύας;» είπε ο Τούμνους.

Η Λούσυ κοίταξε πολύ προσεχτικά ανάμεσα στα δέντρα, κι ίσα που κατάφερε να ξεχωρίσει, πέρα μακριά, ένα μπαλωματάκι που έφεγγε σαν το φως της μέρας. «Ναι», είπε. «Βλέπω την πόρτα της ντουλάπας».

«Τότε λοιπόν γύρνα πίσω, όσο πιο γρήγορα μπορείς», είπε ο Φαύνος. «Και… θα… θα με συχωρέσεις ποτέ γι’ αυτό που σκόπευα να κάνω;».

«Και βέβαια», είπε η Λούσυ και του ’σφιξε φιλικά το χέρι. «Εύχομαι μ’ όλη μου την καρδιά να μην μπείτε σε τέτοιο φοβερό μπελά για χάρη μου».

«Έχε γεια λοιπόν, Κόρη της Εύας», είπε. «Μου επιτρέπεις να κρατήσω το μαντίλι σου;».

«Φυσικά!» είπε η Λούσυ, κι άρχισε να τρέχει κατά κείνο το μακρινό μπαλωματάκι που έφεγγε, όσο πιο γρήγορα μπορούσαν να την πάνε τα πόδια της. Και σε λίγο, αντί για τα σκληρά κλαριά που την έγδερναν, ένιωσε γούνινα πανωφόρια, κι αντί για το τριζάτο χιόνι κάτω από τα πόδια της, το ξύλινο σανίδι, κι άξαφνα κατάλαβε πως περνούσε μ’ ένα σάλτο την πόρτα της ντουλάπας κι έβγαινε στο αδειανό δωμάτιο, απ’ όπου είχε ξεκινήσει όλη η περιπέτεια. Έκλεισε καλά τη ντουλάπα και κοίταξε γύρω λαχανιασμένη. Έβρεχε ακόμα, κι οι φωνές των άλλων ακούγονταν στο διάδρομο.

«Εδώ είμαι!» φώναξε. «Εδώ είμαι! Γύρισα πίσω, είμαι καλά!».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

Ο Έντμουντ κι η ντουλάπα

Η Λούσυ βγήκε τρεχάτη στο διάδρομο κι έπεσε πάνω στους άλλους τρεις.

«Είμαι καλά», ξαναφώναξε. «Γύρισα».

«Μύγα σε τσίμπησε;» είπε η Σούζαν.

«Ε;» έκανε η Λούσυ απορημένη. «Κανείς σας δεν αναρωτήθηκε πού ήμουνα;».

«Δηλαδή μας κρύφτηκες;» είπε ο Πήτερ. «Βρε τη φουκαριάρια τη Λου. Κρύφτηκε, κι ούτε που την πήραμε χαμπάρι. Άλλη φορά πάντως να μένεις πιο πολλή ώρα στην κρυψώνα σου, άμα θες να σε ψάχνουμε».

«Αφού έλειπα τόσες ώρες!» διαμαρτυρήθηκε η Λούσυ.

Οι άλλοι κοιτάχτηκαν.

«Πάει, της έστριψε» είπε ο Έντμουντ χτυπώντας με νόημα το κεφάλι του. «Της έστριψε για τα καλά».

«Τι ’ναι πάλι τούτο;» είπε ο Πήτερ.

«Αυτό που σας λέω», απάντησε η Λούσυ. «Μόλις τελειώσαμε το πρωινό μας μπήκα στη ντουλάπα, κι έλειπα ώρες, και ήπια τσάι και μετά γίνανε κι ένα σωρό άλλα».

«Άσε τις ανοησίες», είπε η Σούζαν. «Τώρα δα βγήκαμε όλοι από κει μέσα, εσύ έμεινες λίγο πίσω».

«Μόνο ανόητη δεν είναι», είπε ο Πήτερ. «Έβγαλε μια ιστορία από το νου της για γούστο. Έτσι, Λου; Και στο κάτω κάτω, γιατί όχι;».