Κάτω απ’ τα πόδια του είχε στεγνό, τριζάτο χιόνι, κι ένα σωρό ακόμα στα κλαδιά των δέντρων. Ψηλά φαινόταν ο ουρανός, αχνογάλαζος - σαν τον ουρανό που βλέπεις όταν ξημερώνει ξάστερη χειμωνιάτικη μέρα. Ίσια μπροστά του, ανάμεσα στους κορμούς των δέντρων, φάνηκε ν’ ανατέλλει ο ήλιος, κατακόκκινος και καθαρός. Παντού απόλυτη σιγαλιά, λες κι ο Έντμουντ ήτανε το μόνο ζωντανό πλάσμα σε κείνο τον τόπο. Δεν είχε μήτε κοκκινολαίμηδες μήτε σκιουράκια στα δέντρα, και το δάσος έμοιαζε ν’ απλώνεται ως εκεί που έφτανε το μάτι του. Ανατρίχιασε.
Και τότε θυμήθηκε πως γύρευε τη Λούσυ. Θυμήθηκε ακόμα πόσο την είχε αποπάρει για τη «φανταστική» της χώρα, που τώρα μόνο φανταστική δεν είχε αποδειχτεί. «Δεν πρέπει να πήγε μακριά», είπε μέσα του και φώναξε, «Έι! Λούσυ! Λούσυ! Είμαι κι εγώ εδώ - ο Έντμουντ!».
Απάντηση καμιά.
«Πρέπει να μου ’χει θυμώσει που την πείραζα τις προάλλες», σκέφτηκε ο Έντμουντ. Κι όσο κι αν του ’πεφτε βαρύ να παραδεχτεί πως έφταιξε, δεν το καλόβλεπε και πάλι να μείνει μοναχός του σε κείνο τον κρύο και σιωπηλό τόπο· κι έτσι ξαναφώναξε.
«Λούσυ, μ’ ακούς; Με συγχωρείς που δε σε πίστευα. Τώρα βλέπω ότι είχες δίκιο! Βγες από κει που κρύβεσαι! Έλα να φιλιώσουμε!».
Και πάλι καμιά απάντηση.
«Τι περιμένεις, κορίτσι δεν είναι;» είπε μέσα του ο Έντμουντ. «Μου κάνει μούτρα και δεν καταδέχεται μήτε τη συγνώμη μου». Κοίταξε πάλι γύρω του κι αποφάσισε πως το μέρος εκείνο δεν του πολυάρεσε· και πάνω που έλεγε να γυρίσει πίσω, άκουσε πέρα μακριά, στο δάσος, να χτυπάνε κουδουνάκια. Αφουγκράστηκε. Ο ήχος πλησίαζε ολοένα, ώσπου ξάφνου είδε να ξεπροβάλλει στο φως ένα έλκηθρο που το σέρναν δυο τάρανδοι.
Οι τάρανδοι ήτανε στο μπόι σα μικρά αλογάκια, κι η τρίχα τους κάτασπρη, μπροστά της ως και το χιόνι έμοιαζε χλωμό· τα κλαδωτά τους κέρατα, χρυσωμένα, άστραψαν σα φωτιά μόλις έπεσε πάνω τους ο ήλιος. Είχανε χάμουρα από δέρμα καταπόρφυρο, σκεπασμένο με κουδουνάκια. Πάνω στο έλκηθρο, θρονιασμένος στη θέση του οδηγού, καθόταν ένας χοντρός νάνος, όρθιος δε θα ’φτανε μήτ’ ένα μέτρο μπόι. Φορούσε γούνα πολικής αρκούδας, και στο κεφάλι είχε κόκκινη κουκούλα με μακριά χρυσή φούντα που κρεμόταν από τη μύτη της· η πελώρια γενειάδα του έφτανε ως τα γόνατα και τον σκέπαζε σαν κουβέρτα. Πίσω του όμως, σ’ ένα πιο ψηλό κάθισμα στη μέση του έλκηθρου, καθόταν ένα αλλιώτικο πλάσμα - μια μεγάλη κυρία, πιο ψηλή απ’ όλες τις γυναίκες που είχε δει ποτέ του ο Έντμουντ. Ήταν και κείνη ντυμένη με άσπρα γουναρικά ως το λαιμό· στο δεξί της χέρι κρατούσε σκήπτρο ολόχρυσο, κι είχε χρυσή κορώνα στο κεφάλι. Το πρόσωπό της ήταν άσπρο - όχι χλωμό, μα κάτασπρο σαν το χιόνι ή το χαρτί ή τη ζάχαρη, μόνο που είχε κατακόκκινο στόμα. Κατά τα άλλα, ήταν πολύ ωραίο πρόσωπο, όμως περήφανο και κρύο και αυστηρό.
Του Έντμουντ του φάνηκε μαγευτικό το θέαμα - το έλκηθρο που τον πλησίαζε γρήγορο κι ελαφρύ, τινάζοντας το χιόνι δεξιά κι αριστερά, με τα κουδουνάκια να χτυπάνε και το νάνο να κροταλίζει το καμουτσίκι του.
«Στάσου!» είπε η Κυρία, και ο νάνος τράβηξε τόσο απότομα τα γκέμια, που οι τάρανδοι κόντεψαν να κάτσουν κάτω. Αμέσως όμως ξαναβρήκαν την ισορροπία τους, και στάθηκαν μασουλίζοντας τα λουριά και ξεφυσώντας. Μέσα στον παγωμένο αέρα, η ανάσα που έβγαινε απ’ τα ρουθούνια τους έμοιαζε με καπνό.
«Και τι είσαι συ, παρακαλώ;» είπε η Κυρία καρφώνοντας με τα μάτια της τον Έντμουντ.
«Ε… εγώ - εμένα - εμένα με λένε Έντμουντ», είπε σαστισμένο το αγόρι. Διόλου δεν του άρεσε ο τρόπος που τον κοιτούσε.
Η Κυρία κακοφανίστηκε. «Με τέτοιο τρόπο μιλάνε σε Βασίλισσα;» ρώτησε, και του Έντμουντ του φάνηκε πιο αυστηρή από πριν.
«Να με συμπαθάτε, Μεγαλειοτάτη, μα δεν το ήξερα», είπε ο Έντμουντ.
«Δεν ξέρεις τη Βασίλισσα της Νάρνια;».
«Αχά! Τώρα θα με μάθεις καλύτερα! Λοιπόν, για τελευταία φορά: Τι είσαι;».
«Σας παρακαλώ, Μεγαλειοτάτη», είπε ο Έντμουντ, «δεν καταλαβαίνω τι εννοείτε. Εγώ πάω σχολείο -δηλαδή, πήγαινα. Τώρα έχουμε διακοπές».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Λουκούμια
«Μα τέλος πάντων, τι είσαι;» ξαναείπε η Βασίλισσα. «Μήπως είσαι, ας πούμε, παραμεγαλωμένος νάνος που έκοψε τη γενειάδα του;».
«Όχι, Μεγαλειοτάτη», είπε ο Έντμουντ. «Εγώ δεν είχα ποτέ μου γένια. Είμαι αγοράκι».
«Αγοράκι! Θες να πεις πως είσαι Γιος του Αδάμ;».
Ο Έντμουντ δε σάλεψε ούτε μίλησε. Εκείνη τη στιγμή ήτανε τόσο μπερδεμένος, που δεν μπορούσε να καταλάβει τι σημαίνει η ερώτηση.