«Το μόνο σίγουρο», είπε η Βασίλισσα, «είναι πως, πριν απ’ όλα, είσαι ηλίθιος. Λοιπόν, απάντησέ μου μια κι έξω, γιατί αλλιώτικα θα χάσω την υπομονή μου. Είσαι άνθρωπος;».
«Μάλιστα, Μεγαλειοτάτη», είπε ο Έντμουντ.
«Και πώς έγινε και βρέθηκες στην επικράτειά μου, παρακαλώ;».
«Με συμπαθάτε, Μεγαλειοτάτη, μπήκα από μια ντουλάπα».
«Ντουλάπα; Τι θα πει ντουλάπα;».
«Να - άνοιξα την πόρτα και βρέθηκα εδώ, Μεγαλειοτάτη!» είπε ο Έντμουντ.
«Αχά!» έκανε η Βασίλισσα, μιλώντας πιο πολύ στον εαυτό της παρά στο παιδί. «Μια πόρτα, λοιπόν! Μια πόρτα από τον κόσμο των ανθρώπων! Το είχα ακουστά πως υπάρχει κάτι τέτοιο. Αυτό μπορεί να μου τα χαλάσει όλα. Ευτυχώς που είναι μόνο ένας, θα τα βγάλω πέρα εύκολα μαζί του». Και με τούτα τα λόγια, σηκώθηκε, κοίταξε τον Έντμουντ με μάτια που πετούσαν φωτιές και σήκωσε το σκήπτρο της. Ο Έντμουντ ήταν σίγουρος πως κάτι τρομερό θα γίνει, μα δεν μπορούσε να σαλέψει ούτε τοσοδά. Και πάνω που έλεγε πως πάει χαμένος, η βασίλισσα φάνηκε να το μετανιώνει.
«Καημένο μου παιδί!» είπε με αλλιώτικη φωνή. «Φαίνεσαι ξεπαγιασμένο! Έλα, κάθισε δίπλα μου εδώ στο έλκηθρο, κι εγώ θα σε σκεπάσω με το μανδύα μου όσο θα τα κουβεντιάζουμε».
Του Έντμουντ, για να λέμε την αλήθεια, διόλου δεν του άρεσε αυτό το σχέδιο, μα δεν τόλμησε να παρακούσει· σκαρφάλωσε λοιπόν στο έλκηθρο και κάθισε στα πόδια της, και κείνη τον τύλιξε σε μια πτυχή του γούνινου μανδύα της και τον βόλεψε ζεστά ζεστά.
«Μήπως θέλεις να πιεις τίποτα;» είπε. «Τι λες;».
«Ναι, Μεγαλειοτάτη, παρακαλώ», είπε ο Έντμουντ, και ένιωσε τα δόντια του να χτυπάνε.
Κάπου μέσα από τα σκεπάσματά της, η Βασίλισσα ξετρύπωσε ένα μικρό μπουκαλάκι που έμοιαζε σαν μπρούντζινο. Απλωσε έπειτα το χέρι κι έσταξε μια σταγόνα στο χιόνι, πλάι στο έλκηθρο. Ο Έντμουντ είδε για μια στιγμή τη σταγόνα μετέωρη στον αέρα, ν’ αστράφτει σα διαμάντι. Όμως τη στιγμή που άγγιξε το χιόνι, κάτι ακούστηκε να τσιτσιρίζει, και νάσου ένα κύπελλο όλο πετράδια! Ήταν γεμάτο με κάτι που άχνιζε. Ο νάνος το πήρε και το ’δωσε στον Έντμουντ, υποκλίθηκε βαθιά και χαμογέλασε· αλλά δεν ήταν διόλου φιλικό τούτο το χαμόγελο. Ο Έντμουντ ένιωσε να συνέρχεται ρουφώντας το μαγικό ποτό. Πρώτη φορά στη ζωή του δοκίμαζε τέτοιο πράμα·
ήταν γλυκό κι αφριστό και πηχτό σαν κρέμα, και τον ζέστανε από την κορφή ως τα νύχια.
«Δεν έχει όμως γούστο, Γιε του Αδάμ, να πίνεις νηστικός», είπε η Βασίλισσα. «Τι τραβάει η όρεξή σου;».
«Λουκούμια, παρακαλώ, Μεγαλειοτάτη», είπε ο Έντμουντ. Η Βασίλισσα έσταξε κι άλλη μια σταγόνα από το μπουκαλάκι της στο χιόνι, και στη στιγμή ξεφύτρωσε ένα στρογγυλό κουτί, δεμένο με πράσινη μεταξωτή κορδέλα που, όταν το άνοιξε, αποδείχτηκε πως είχε μέσα κάμποσα κιλά διαλεχτά λουκούμια. Κάθε λουκούμι ήταν γλυκό και μαλακό ως την καρδιά, κι ο Έντμουντ πρώτη φορά γευόταν τέτοια λιχουδιά. Τώρα πια είχε ζεστοκοπηθεί μια χαρά κι ένιωθε σα στο σπίτι του.
Όσο έτρωγε, η Βασίλισσα του έκανε ένα σωρό ερωτήσεις. Στην αρχή ο Έντμουντ προσπάθησε να θυμηθεί πως είναι ανάγωγο να μιλάς με γεμάτο στόμα, αλλά γρήγορα ξεχάστηκε και κοίταγε μόνο να μπουκώσει όσο πιο πολλά λουκούμια μπορούσε· μα όσο πιο πολλά έτρωγε, τόσο πιο πολλά ήθελε, και μήτε που αναρωτήθηκε γιατί έδειχνε τέτοια περιέργεια η Βασίλισσα. Έτσι τον έβαλε να της τα πει όλα: πως έχει έναν αδερφό και δύο αδερφές, και πως η μια του αδερφή είχε ξαναπάει στη Νάρνια κι είχε βρει ένα Φαύνο, και πως κανείς άλλος, εκτός από τον ίδιο και τ’ αδέρφια του, δεν ήξερε για τη Νάρνια. Η Βασίλισσα φάνηκε να ενδιαφέρεται πιο πολύ για το γεγονός ότι ήταν τέσσερις, και κάθε λίγο σ’ αυτό ξανάφερνε την κουβέντα. «Είσαι σίγουρος πως είσαστε τέσσερις;» ρωτούσε και ξαναρωτούσε. «Δύο Γιοι του Αδάμ και δύο Κόρες της Εύας; Ούτε περισσότεροι ούτε λιγότεροι;» και ο Έντμουντ, με το στόμα μπουκωμένο λουκούμια έλεγε και ξανάλεγε. «Μα αφού σας το είπα και πριν», κι όλο ξέχναγε να την πει «Μεγαλειοτάτη», αλλά τώρα πια η Βασίλισσα δεν έδειχνε να πολυσκοτίζεται.
Καμιά φορά τελειώσαν όλα τα λουκούμια. Ο Έντμουντ κοιτούσε το κουτί με λαχτάρα, και μέσα του παρακάλαγε να τον ρωτήσει αν θέλει κι άλλα. Φυσικά, η Βασίλισσα ήξερε πολύ καλά τι σκέφτεται το παιδί· ήξερε ακόμα, κι ας μην είχε ιδέα ο Έντμουντ, πως τα λουκούμια ήταν μαγικά, κι αν τα δοκίμαζες μια φορά μονάχα, ήθελες όλο και περισσότερα, κι αν σ’ άφηναν μπορούσες να τρως ώσπου να σκάσεις. Δεν του ’δωσε όμως άλλα, κι είπε μονάχα.
«Γιε του Αδάμ, θα ήθελα πολύ να γνωρίσω τ’ αδέρφια σου. Θα μου τους φέρεις να τους δω;».
«Θα προσπαθήσω», απάντησε ο Έντμουντ, κοιτάζοντας ακόμα τ’ αδειανό κουτί.
«Γιατί βέβαια, αν ξαναρθείς - κι αν φυσικά φέρεις και τους άλλους - θα σου δώσω πολλά λουκούμια. Τώρα δεν μπορώ, τα μάγια πιάνουν μόνο μια φορά. Όμως, στο σπίτι μου, το πράγμα αλλάζει».