«Και δεν πάμε τώρα στο σπίτι σας;» είπε ο Έντμουντ. Όταν πρωτομπήκε στο έλκηθρο, έτρεμε μήπως φύγουν για κανέναν άγνωστο τόπο και δεν μπορέσει να γυρίσει πίσω, όμως είχε ξεχάσει πια εντελώς το φόβο του.
«Είναι πολύ όμορφο το σπίτι μου», είπε η Βασίλισσα. «Να δεις που θα σου αρέσει. Έχει ολόκληρα δωμάτια γεμάτα λουκούμια και - το σπουδαιότερο -εγώ δεν έχω δικά μου παιδιά. Θα ήθελα πολύ ένα καλό αγοράκι για να το κάνω Πρίγκιπα, κι αργότερα που θα φύγω να γίνει Βασιλιάς της Νάρνια. Και, όσο είναι Πρίγκιπας, θα φοράει χρυσή κορώνα και θα τρώει όλη μέρα λουκούμια· ε λοιπόν, εσύ είσαι το πιο έξυπνο κι όμορφο παλικαράκι που είδα ποτέ μου. Θαρρώ πως θα μου άρεσε να σε κάνω Πρίγκιπα - κάποια μέρα, όταν μου φέρεις και τους άλλους».
«Δε γίνεται τώρα;» είπε ο Έντμουντ. Είχε αναψοκοκκινίσει, το στόμα και τα δάχτυλά του κολλούσαν, και δε φαινόταν μήτε έξυπνος, μήτε όμορφος, κι ας έλεγε η Βασίλισσα.
«Ναι, μα αν σε πάρω τώρα», απάντησε, «δε θα δω τ’ αδέρφια σου. Και θέλω πολύ να γνωρίσω τους χαριτωμένους συγγενείς σου. Μην ξεχνάς, σε λίγο θα γίνεις Πρίγκιπας - κι αργότερα Βασιλιάς· αυτό είναι σίγουρο. Θα πρέπει να έχεις αυλικούς και ευγενείς. Γι’ αυτό λοιπόν, θα κάνω τον αδερφό σου δούκα και τις αδερφές σου δούκισσες».
«Μα εκείνοι δεν έχουν τίποτα ιδιαίτερο», είπε ο Έντμουντ, «και, τέλος πάντων, τους φέρνω καμιά άλλη φορά».
«Ναι, αλλά όταν βρεθείς στο σπίτι μου μπορεί να τους ξεχάσεις», είπε η Βασίλισσα. «Θα περνάς τόσο καλά, που θα βαριέσαι να πας να τους φέρεις. Λοιπόν, γύρνα τώρα στη χώρα σου, και να ξανάρθεις άλλη μέρα, μαζί τους, κατάλαβες; Να μην ξανάρθεις αν δεν τους φέρεις».
«Μα εγώ ούτε που ξέρω πώς να γυρίσω στη χώρα μου», κλαψούρισε ο Έντμουντ.
«Πολύ εύκολο», είπε η Βασίλισσα. «Βλέπεις εκείνο το φανάρι;». Του ’δειξε με το σκήπτρο της, κι ο Έντμουντ γύρισε και είδε τον ίδιο εκείνο φανοστάτη όπου είχε ανταμώσει το Φαύνο η Λούσυ. «Ίσια πέρα από κει, είναι ο δρόμος για τον Κόσμο των Ανθρώπων. Και τώρα κοίτα από την άλλη μεριά» - κι έδειξε στην αντίθετη κατεύθυνση - «και πες μου αν ξεχωρίζεις δυο μικρά λοφάκια που ορθώνονται πάνω απ’ τα δέντρα».
«Μάλλον ναι», είπε ο Έντμουντ.
«Ωραία. Λοιπόν, το σπίτι μου είναι ανάμεσα σε κείνους τους λόφους. Έτσι, την άλλη φορά που θα ’ρθεις, βρες πρώτα το φανοστάτη, κι έπειτα κοίτα κατά πού πέφτουν οι λόφοι. Μόλις περάσεις το δάσος, θα βγεις στο σπίτι μου. Και μην ξεχνάς, μπορεί να θυμώσω πολύ αν έρθεις μόνος σου».
«Θα προσπαθήσω», είπε ο Έντμουντ.
«Α, καλά που το θυμήθηκα», είπε η Βασίλισσα. «Δε χρειάζεται να τους μιλήσεις για μένα. Θα ’χει γούστο αν το κρατήσουμε μυστικό, τι λες; Θα τους κάνουμε έκπληξη. Όλο κι όλο που θέλω από σένα, είναι να τους φέρεις στους δύο λόφους - σαν έξυπνο παιδί που είσαι, εύκολα θα βρεις μια δικαιολογία. Και όταν φτάσετε στο σπίτι μου, πες μόνο, “Για να δούμε ποιος μένει εδώ”, ή κάτι τέτοιο. Είμαι σίγουρη πως έτσι θα ’ναι πιο καλά. Αφού η αδερφή σου συνάντησε το Φαύνο, μπορεί ν’ άκουσε παράξενες ιστορίες για μένα - άσκημες ιστορίες, που ίσως την κάνουν να φοβάται να με συναντήσει. Ξέρεις, οι Φαύνοι λένε ό,τι τους κατέβει. Και τώρα -».
«Αχ, σας παρακαλώ» είπε ξαφνικά ο Έντμουντ, «σας χιλιοπαρακαλώ, δώστε μου ένα λουκουμάκι ακόμα για το δρόμο».
«Αποκλείεται», είπε η Βασίλισσα και γέλασε. «Πρέπει να περιμένεις ως την άλλη φορά». Και με τα λόγια αυτά, έγνεψε του νάνου να ξεκινήσει. Την ώρα που το έλκηθρο χανόταν από τα μάτια του, η Βασίλισσα του κούνησε το χέρι και ξαναφώναξε: «Την άλλη φορά! Κι όπως είπαμε! Μην το ξεχάσεις. Να ’ρθεις γρήγορα!».
Ο Έντμουντ είχε απομείνει με τα μάτια στυλωμένα στο σημείο όπου χάθηκε το έλκηθρο, όταν άκουσε κάποιον να τον φωνάζει. Γύρισε και είδε τη Λούσυ που ερχόταν από την άλλη άκρη του δάσους.
«Αχ, Έντμουντ!» φώναξε. «Μπήκες και συ! Μα είναι θαύμα, και τώρα -».
«Καλά ντε, σύμφωνοι, είχες δίκιο κι η ντουλάπα είναι στ’ αλήθεια μαγική», είπε ο Έντμουντ. «Αμα θες, να σου ζητήσω και συγνώμη. Πού γύριζες όμως τόση ώρα; Έφαγα τον κόσμο να σε γυρεύω».
«Αν ήξερα πως είχες μπει, θα σε περίμενα», είπε η Λούσυ. Ήτανε τόσο ευτυχισμένη και χαρούμενη, που δεν πρόσεξε πόσο απότομα της απαντούσε ο Έντμουντ, μήτε πόσο κόκκινο και παράξενο φαινόταν το πρόσωπό του. «Μου έκανε το τραπέζι ο χρυσός μου ο κύριος Τούμνους, ο Φαύνος, και είναι μια χαρά κι η Λευκή Μάγισσα ούτε που τον πείραξε που μ’ άφησε να φύγω, και λέει πως μάλλον δε θα το ’μαθε κι ίσως τελικά να μην έχει τραβήγματα».
«Η Λευκή Μάγισσα;» έκανε ο Έντμουντ. «Ποια είναι αυτή;».
«Είναι φοβερή και τρομερή», είπε η Λούσυ, «και παρασταίνει τη Βασίλισσα της Νάρνια, αλλά δεν έχει δικαίωμα να γίνει Βασίλισσα, κι όλοι οι Φαύνοι και οι Δρυάδες και οι Ναϊάδες και οι Νάνοι και τα Ζώα -δηλαδή, οι καλοί τουλάχιστον - τη μισούν. Και μπορεί να κάνει τους ανθρώπους πέτρα κι ένα σωρό άλλα φοβερά, κι από τα μάγια της είναι πάντα χειμώνας στη Νάρνια - πάντα χειμώνας, αλλά ποτέ δεν έρχονται Χριστούγεννα. Και γυρνάει μ’ ένα έλκηθρο που το σέρνουν τάρανδοι, με το σκήπτρο στο χέρι και κορώνα στο κεφάλι».