Выбрать главу

Robert Jordan

Ο Άρχοντας του Χάους

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Το Πρώτο Μήνυμα

Ο Ντεμάντρεντ πάτησε τις μαύρες πλαγιές του Σάγιολ Γκουλ κι η πύλη, μια τρύπα στο υλικό της πραγματικότητας, εξαφανίστηκε ακαριαία. Από πάνω του, γκρίζα κοχλάζοντα σύννεφα έκρυβαν τον ουρανό σαν μια αναποδογυρισμένη θάλασσα από βαριά σταχτιά κύματα που έσκαγαν στην κρυμμένη κορυφή του βουνού. Από κάτω του, παράξενα φώτα άστραφταν στην άγονη κοιλάδα, με ξεθωριασμένα γαλάζια και κόκκινα χρώματα, ανήμπορα να διώξουν τον πηχτό ζόφο που κουκούλωνε την πηγή τους. Οι κεραυνοί υψώνονταν προς τα σύννεφα, ενώ ακούγονταν νωθρά μπουμπουνητά. Σ’ όλη την πλαγιά, ατμοί και καπνοί πετιούνταν από σκόρπιες ρωγμές· μερικά ανοίγματα ήταν μικρά όσο ένα ανθρώπινο χέρι, ενώ άλλα ήταν τόσο μεγάλα που μπορούσαν να καταπιούν δέκα άνδρες μαζί.

Άψηsε αμέσως τη Μία Δύναμη, και μαζί με τη γλύκα που χάθηκε, χάθηκαν κι οι οξυμένες αισθήσεις που έκαναν τα πάντα να μοιάζουν πιο σαφή, πιο καθαρά. Η απουσία του σαϊντίν άφησε ένα κενό μέσα του, όμως εδώ πέρα μόνο ένας ανόητος θα εμφανιζόταν έτοιμος να διαβιβάσει. Εκτός αυτού, εδώ πέρα μόνο ένας ανόητος θα ήθελε να βλέπει ή να μυρίζει ή να νιώθει πιο καθαρά.

Κάποτε, στην Εποχή των Θρύλων —όπως την αποκαλούσαν τώρα— τούτο το μέρος ήταν ένα ειδυλλιακό νησί σε ένα δροσερό πέλαγος, το αγαπημένο όσων απολάμβαναν τα γραφικά μέρη. Παρά τους ατμούς, τώρα επικρατούσε τσουχτερό κρύο· ο Ντεμάντρεντ δεν άφηνε τον εαυτό του να το νιώσει, όμως το ένστικτό του τον έκανε να τυλιχτεί στον βελούδινο μανδύα του, που ήταν επενδυμένος με γούνα. Μια πουπουλένια ομίχλη τόνιζε τα χνώτα του, η οποία μόλις και γινόταν αντιληπτή πριν τη ρουφήξει ο αέρας. Μερικές εκατοντάδες λεύγες βορειότερα ο κόσμος ήταν όλος από πάγο, όμως το Θακαν’ντάρ ήταν πάντα ξερό σαν έρημος, μολονότι πάντα το αγκάλιαζε ο χειμώνας.

Υπήρχε νερό, κάτι σαν νερό, ένα μελανό, παχύρρευστο ρυάκι που κυλούσε στη βραχώδη πλαγιά πλάι σε ένα σιδηρουργείο με γκρίζα στέγη. Εκεί μέσα ακούγονταν σφυροκοπήματα, και με κάθε κλαγγή ένα λευκό φως έλαμπε στα μικρά παράθυρα. Μια ρακένδυτη γυναίκα ζάρωνε με απόγνωση στον τραχύ πέτρινο τοίχο του σιδηρουργείου, σφίγγοντας ένα μωρό στην αγκαλιά, κι ένα κοκαλιάρικο κοριτσάκι έκρυβε το πρόσωπό του στα φουστάνια της γυναίκας. Αιχμάλωτοι από κάποια επιδρομή στις Μεθόριες, αναμφιβόλως. Μα ήταν τόσο λίγοι· οι Μυρντράαλ θα πρέπει να ήταν εξοργισμένοι. Οι λεπίδες τους χαλούσαν ύστερα από ένα διάστημα κι έπρεπε ν’ αντικατασταθούν, παρ’ όλο που οι επιδρομές στις Μεθόριες είχαν μειωθεί.

Ένας σιδεράς βγήκε έξω, μια χοντροκομμένη, νωθρή ανθρώπινη φιγούρα που έμοιαζε να είναι πελεκημένη από το βουνό. Οι σιδεράδες δεν ήταν πραγματικά ζωντανοί· αν τους πήγαινες μακριά από το Σάγιολ Γκουλ, μετατρέπονταν σε πέτρες ή σε χώμα. Ούτε κι ήταν κανονικοί σιδηρουργοί· δεν έφτιαχναν τίποτα εκτός από τα σπαθιά. Τούτος εδώ στα δυο του χέρια κρατούσε μια λεπίδα σπαθιού με μια μακριά λαβίδα, μια λεπίδα που είχε ήδη περάσει από λουτρό βαφής, πάλλευκη σαν το φεγγαρόλουστο χιόνι. Είτε ζωντανός είτε νεκρός, ο σιδεράς έδειξε μεγάλη προσοχή, καθώς βύθιζε το ακτινοβόλο μέταλλο στο σκοτεινό ποταμάκι. Όποια ομοίωση ζωής διέθετε μπορούσε να λήξει με το άγγιγμα αυτού του νερού. Όταν το μέταλλο ξαναφάνηκε, είχε ένα νεκρικό μαύρο χρώμα. Όμως η κατασκευή του δεν είχε τελειώσει ακόμα. Ο σιδεράς ξαναμπήκε μέσα με συρτό βήμα, και ξαφνικά μια ανδρική φωνή υψώθηκε σε μια απελπισμένη κραυγή.

«Όχι! Όχι! ΟΧΙ!» Ύστερα ο άνδρας ούρλιαξε, ενώ ο ήχος απομακρυνόταν χωρίς να χάνει την έντασή του, σαν να είχαν παρασύρει εκείνον που ούρλιαζε σε μια αφάνταστα μακρινή απόσταση. Τώρα η λεπίδα ήταν έτοιμη.

Γι’ άλλη μια φορά πρόβαλε ένας σιδεράς —ίσως ο ίδιος, ίσως άλλος— και σήκωσε τη γυναίκα όρθια. Η γυναίκα, το μωρό και το παιδί άρχισαν να οδύρονται, αλλά εκείνος πήρε το μωρό και το πέταξε στην αγκαλιά της μικρούλας. Στο τέλος, η γυναίκα βρήκε μέσα της μια σπίθα αντίστασης. Κλαψουρίζοντας, άρχισε να κλωτσά στα τυφλά και πάσχισε να γδάρει με τα νύχια της τον σιδερά. Αυτός δεν της έδωσε μεγαλύτερη σημασία, απ’ όση θα έδινε σε μια πέτρα. Οι κραυγές της γυναίκας χάθηκαν μόλις βρέθηκε μέσα. Τα σφυριά ξανάρχισαν το καμπάνισμά τους, πνίγοντας τους λυγμούς των παιδιών.

Μία λεπίδα είχε ολοκληρωθεί, μια άλλη φτιαχνόταν και δύο ακόμα έπονταν. Ο Ντεμάντρεντ ποτέ δεν είχε δει λιγότερους από πενήντα αιχμαλώτους να περιμένουν για να συνεισφέρουν το ελάχιστο που μπορούσαν στον Μέγα Άρχοντα του Σκότους. Οι Μυρντράαλ σίγουρα θα ήταν εξοργισμένοι.

«Χρονοτριβείς ενώ σε έχει καλέσει ο Μέγας Άρχοντας;» Η φωνή ήχησε σαν σάπιο πετσί που τριβόταν και ξεφλούδιζε.

Ο Ντεμάντρεντ γύρισε αργά —πώς τολμούσε ένας Ημιάνθρωπος να του απευθύνεται μ’ αυτό τον τόνο— όμως η απάντηση πνίγηκε στο στόμα του. Δεν έφταιγε το ανόφθαλμο βλέμμα, ούτε το ασπρουλιάρικο πρόσωπο· η ματιά των Μυρντράαλ γεννούσε φόβο, όμως ο Ντεμάντρεντ είχε διώξει από μέσα του τον φόβο εδώ και καιρό. Έφταιγε το ίδιο το μαυροντυμένο πλάσμα. Όλοι οι Μυρντράαλ είχαν το ανάστημα ψηλού άνδρα, ήταν η φιδίσια απομίμηση ενός άνδρα, κι έμοιαζαν μεταξύ τους λες κι είχαν χυθεί στο ίδιο καλούπι. Αυτός εδώ, όμως, ήταν τρία κεφάλια ψηλότερος.