Выбрать главу

Η Νυνάβε κι η Ηλαίην, αν μπορούσαν, δεν θα είχαν αποκαλύψει σε άλλες την ύπαρξη της Μογκέντιεν, όμως η Μπιργκίτε το ήξερε από την αρχή, κι είχαν αναγκαστεί να το πουν στη Σιουάν και τη Ληάνε. Η Σιουάν ήξερε αρκετά για τις συνθήκες που είχαν οδηγήσει στη σύλληψη της Μογκέντιεν, ώστε να απαιτήσει πλήρεις εξηγήσεις, κι είχε αρκετό κύρος για να της τις προσφέρουν. Η Νυνάβε κι η Ηλαίην ήξεραν μερικά από τα μυστικά της Σιουάν και της Ληάνε· εκείνες έμοιαζαν να ξέρουν όλα τα μυστικά των άλλων δύο, εκτός από την αλήθεια για την Μπιργκίτε. Είχε δημιουργηθεί μια εύθραυστη ισορροπία, με τη Σιουάν και τη Ληάνε να έχουν το πάνω χέρι. Εκτός αυτού, ορισμένα αποσπάσματα από τις αποκαλύψεις της Μογκέντιεν αφορούσαν σε υποτιθέμενες πλεκτάνες των Σκοτεινόφιλων και νύξεις για το τι μπορεί να σκάρωναν οι υπόλοιποι Αποδιωγμένοι. Ο μόνος τρόπος για να τα μεταφέρουν αυτά ήταν να τα εμφανίσουν ως προερχόμενα από τους πράκτορες της Σιουάν και της Ληάνε. Δεν υπήρχε τίποτα για το Μαύρο Άτζα —που ήταν κρυμμένο βαθιά κι η ύπαρξή του διαψευδόταν από καιρό— μολονότι αυτό ενδιέφερε περισσότερο τη Σιουάν. Οι Σκοτεινόφιλοι την αηδίαζαν, όμως και μόνο η ιδέα ότι κάποιες Άες Σεντάι έδιναν όρκο στον Σκοτεινό, αρκούσε για να μετατρέψει το θυμό της Σιουάν σε μια παγερή οργή. Η Μογκέντιεν ισχυριζόταν ότι φοβόταν να προσεγγίσει οποιαδήποτε Άες Σεντάι, κι αυτό φαινόταν πιστευτό. Ο φόβος ήταν το μόνιμο χαρακτηριστικό αυτής της γυναίκας. Δεν ήταν παράξενο που τόσο καιρό κρυβόταν στις σκιές, ώστε είχε καταλήξει να αποκαλείται Αράχνη. Εν γένει, ήταν τόσο πολύτιμος θησαυρός που δεν μπορούσαν να τον παραδώσουν στον δήμιο, όμως οι περισσότερες Άες Σεντάι δεν θα το έβλεπαν έτσι. Οι περισσότερες Άες Σεντάι θα αρνούνταν να χρησιμοποιήσουν ή να εμπιστευτούν ό,τι είχαν μάθει από την Αποδιωγμένη.

Η Νυνάβε ένιωσε σουβλιές ενοχής κι απέχθειας, και δεν ήταν η πρώτη φορά. Όσες κι αν ήταν αυτές οι γνώσεις, δικαιολογούσαν το ότι έκρυβε μια Αποδιωγμένη από τη Δικαιοσύνη; Αν την παρέδιδε, το επακόλουθο θα ήταν τιμωρία, άσχημη τιμωρία, όχι μόνο για την ίδια τη Νυνάβε αλλά και για την Ηλαίην, τη Σιουάν και τη Ληάνε. Αν την παρέδιδε, θα σήμαινε ότι το μυστικό της Μπιργκίτε θα έβγαινε στο φως. Κι ότι όλες εκείνες οι γνώσεις θα χάνονταν. Η Μογκέντιεν μπορεί να μη γνώριζε από Θεραπεία, αλλά είχε δώσει στη Νυνάβε πολλά στοιχεία για το τι ήταν εφικτό, και σίγουρα είχε κι άλλα στο κεφάλι της. Με οδηγό αυτά τα στοιχεία, τι θα ανακάλυπτε, άραγε, στο τέλος;

Η Νυνάβε ήθελε να κάνει μπάνιο, κι αυτό δεν είχε σχέση με τη ζέστη. «Θα μιλήσουμε για τον καιρό», είπε πικρά.

«Ξέρεις περισσότερα από μένα για τον έλεγχο του καιρού». Η φωνή της Μογκέντιεν έδειχνε κούραση, και μια ηχώ ξεγλίστρησε από το βραχιόλι. Της είχαν κάνει πολλές ερωτήσεις για το ζήτημα. «Ένα μόνο ξέρω, πως αυτό που συμβαίνει είναι έργο του Μέγα — του Σκοτεινού». Είχε το θράσος να χαμογελάσει μ’ έναν εκνευριστικό τρόπο γι’ αυτό το ολίσθημα. «Δεν υπάρχει απλός άνθρωπος με τη δύναμη να τον αλλάξει».

Η Νυνάβε έβαλε τα δυνατά της για να μη σφίξει τα δόντια. Η Ηλαίην στο ζήτημα του ελέγχου του καιρού ήξερε περισσότερα από κάθε άλλη στο Σαλιντάρ, κι είχε πει το ίδιο. Επίσης είχε πει κι αυτή για τον Σκοτεινό, αν κι αυτό το καταλάβαιναν ακόμα κι οι βλάκες, αφού έκανε τόση ζέστη τη στιγμή που έπρεπε να χιονίζει, επικρατούσε ανομβρία και τα ποτάμια ξεραίνονταν. «Τότε θα μιλήσουμε για τη χρήση διαφορετικών υφάνσεων στη Θεραπεία διαφορετικών ασθενειών». Η άλλη είπε ότι αυτό τότε απαιτούσε περισσότερο χρόνο απ’ όσο τώρα, αν κι η ενέργεια που απαιτείτο προερχόταν από τη Δύναμη κι όχι από τον ασθενή και τη γυναίκα που διαβίβαζε. Από την άλλη μεριά βέβαια έλεγε ότι τότε σε μερικά είδη Θεραπείας οι άνδρες ήταν καλύτεροι από τις γυναίκες, η Νυνάβε όμως δεν το έχαβε αυτό. «Όλο και κάποια φορά θα είδες να το κάνουν».

Βολεύτηκε στη θέση της κι άρχισε να ψάχνει για ψήγματα χρυσού στη λάσπη. Κάποιες γνώσεις άξιζαν πολλά. Κρίμα μόνο που ένιωθε σαν να έψαχνε στον βόρβορο.

Η Ηλαίην δεν δίστασε καθόλου όταν βρέθηκε έξω, απλώς κούνησε το χέρι στην Μπιργκίτε και προχώρησε. Η Μπιργκίτε, με τα χρυσά μαλλιά της χτενισμένα σε μια περίπλοκη πλεξούδα που έφτανε ως τη μέση, έπαιζε με δύο αγοράκια, ενώ φυλούσε σκοπιά στο στενό δρομάκι, με το τόξο ακουμπισμένο σε έναν μισοπεσμένο φράχτη δίπλα της. Ή τουλάχιστον προσπαθούσε να παίξει με τα αγοράκια. Ο Τζέριλ κι ο Σιβ κοίταζαν τη γυναίκα με το παράξενο κίτρινο παντελόνι και το κοντό σκούρο σακάκι, όμως δεν έδειχναν κάποια άλλη αντίδραση. Ποτέ δεν αντιδρούσαν και ποτέ δεν μιλούσαν. Υποτίθεται πως ήταν τα παιδιά της «Μάριγκαν». Η Μπιργκίτε χαιρόταν να παίζει μαζί τους, κι ένιωθε κάποια θλίψη· πάντα της άρεσε να παίζει με τα παιδιά, ειδικά με αγοράκια, και πάντα έτσι ένιωθε παίζοντας μαζί τους. Η Ηλαίην το ήξερε, όπως ήξερε και τα δικά της συναισθήματα.