Выбрать главу

Αν της περνούσε από το νου ότι έφταιγε η Μογκέντιεν για την κατάσταση τους... Όμως εκείνη ισχυριζόταν ότι έτσι ήταν όταν τα είχε πάρει ως μεταμφίεση στη Γκεάλνταν, ορφανά από το δρόμο, ενώ κάποιες Κίτρινες αδελφές έλεγαν ότι τα μάτια των παιδιών είχαν δει πολλά στις ταραχές της Σαμάρα. Η Ηλαίην το πίστευε, απ’ αυτά που είχε ανταμώσει κι η ίδια εκεί. Οι Κίτρινες αδελφές έλεγαν ότι θα τα βοηθούσαν ο χρόνος κι η περιποίηση· η Ηλαίην το έλπιζε. Αρκεί να μη βοηθούσε την υπεύθυνη να διαφύγει από τη δικαιοσύνη, αυτό ευχόταν.

Τώρα δεν ήθελε να σκεφτεί τη Μογκέντιεν. Τη μητέρα της. Όχι, αυτήν σίγουρα δεν ήθελε να τη σκεφτεί. Τη Μιν. Και τον Ραντ. Κάποιος θα υπήρχε για να το αντιμετωπίσει αυτό. Μόλις που αντιλήφθηκε την Μπιργκίτε να της ανταποδίδει τον χαιρετισμό, πέρασε βιαστικά το στενάκι και βγήκε στον κεντρικό δρόμο του Σαλιντάρ κάτω από έναν ανέφελο, καυτό μεσημεριανό ήλιο.

Για πολλά χρόνια το Σαλιντάρ ήταν εγκαταλελειμμένο πριν αρχίσουν να συγκεντρώνονται εκεί οι Άες Σεντάι που διέφευγαν του πραξικοπήματος της Ελάιντα, τώρα όμως υπήρχαν καινούριες καλαμοσκεπές στα σπίτια, τα περισσότερα από τα οποία παρουσίαζαν πρόσφατα μερεμέτια, και στα τρία μεγάλα πέτρινα κτήρια που κάποτε ήταν πανδοχεία. Το ένα, το μεγαλύτερο, κάποιες το έλεγαν Μικρό Πύργο· εκεί συνεδρίαζε η Αίθουσα. Είχαν κάνει επισκευές μόνο όπου υπήρχε ανάγκη, φυσικά· υπήρχαν σπασμένα τζάμια σε πολλά παράθυρα, και συχνά απουσίαζαν εντελώς. Είχαν να ασχοληθούν με σημαντικότερα πράγματα από το να διορθώσουν πέτρινους τοίχους και να πιάσουν τα βαψίματα. Οι χωματόδρομοι ξεχείλιζαν ανθρωπομάνι. Δεν ήταν μόνο οι Άες Σεντάι, φυσικά, αλλά κι οι Αποδεχθείσες με τα ριγωτά φορέματά τους, οι φουριόζες μαθητευόμενες με τα ολόλευκά τους, οι Πρόμαχοι που προχωρούσαν με τη θανάσιμη χάρη λεοπάρδαλης είτε ήταν λεπτοί είτε χοντροκαμωμένοι, οι υπηρέτες που είχαν ακολουθήσει τις Άες Σεντάι από τον Πύργο, ακόμα και τα λίγα παιδιά. Κι οι στρατιώτες.

Η Αίθουσα εδώ προετοιμαζόταν για να επιβάλλει τις αξιώσεις της στην Ελάιντα με τη δύναμη των όπλων αν ήταν αυτό αναγκαίο, μόλις διάλεγαν μια αληθινή Έδρα της Αμερλιν. Η μακρινή κλαγγή των σφυριών από τα καμίνια έξω από το χωριό, τρυπούσε τα μουρμουρητά του πλήθους κι έλεγε για άλογα που πεταλώνονταν και πανοπλίες που επισκευάζονταν. Ένας άνδρας με τετράγωνο πρόσωπο, με πλήθος γκρίζες τρίχες στα μελαχρινά μαλλιά του, προχωρούσε αργά με το άλογό του στο δρόμο, φορώντας ανοιχτοκίτρινο σακάκι και λακουβιασμένο θώρακα. Ανοίγοντας δρόμο μέσα στο πλήθος, κοίταζε τις ομάδες των ανδρών που προχωρούσαν σε βηματισμό, με τόξα ή μακριές λόγχες στους ώμους. Ο Γκάρεθ Μπράυν είχε συμφωνήσει να αναλάβει τη στρατολόγηση και την ηγεσία του στρατού της Αίθουσας του Σαλιντάρ, αν κι η Ηλαίην ευχόταν να ήξερε ολόκληρη την ιστορία του πώς και του γιατί. Κάτι που είχε να κάνει με τη Σιουάν και τη Ληάνε, αν κι η Ηλαίην δεν μπορούσε να φανταστεί τι, μιας κι ο Γκάρεθ Μπράυν τους έβαζε δουλειές αλύπητα, ειδικά τη Σιουάν, εκπληρώνοντας κάποιον όρκο που η Ληάνε ούτε και γι’ αυτόν δεν ήξερε λεπτομέρειες. Μόνο ότι η Σιουάν παραπονιόταν συνεχώς που πέρα από τα άλλα καθήκοντά της, ήταν υποχρεωμένη να καθαρίζει το δωμάτιό του και τα ρούχα του. Παραπονιόταν, όμως το έκανε· σίγουρα ήταν κάποιος μεγάλος όρκος.

Το βλέμμα του Μπράυν προσπέρασε την Ηλαίην σχεδόν δίχως δισταγμό. Ήταν απόμακρος κι ευγενικός με ψυχρό τρόπο μαζί της από τότε που εκείνη είχε φτάσει στο Σαλιντάρ, αν και τον γνώριζε από τότε που ήταν μωρό στην κούνια. Μέχρι πριν λιγότερο από ένα χρόνο, ο Μπράυν ήταν Στρατηγός των Φρουρών της Βασίλισσας, στο Άντορ. Κάποτε η Ηλαίην νόμιζε ότι αυτός κι η μητέρα της θα παντρεύονταν. Όχι, δεν θα σκεφτόταν τη μητέρα της! Τη Μιν. Έπρεπε να βρει τη Μιν και να μιλήσουν.

Μόλις όμως άρχισε να διασχίζει την ανθρωποθάλασσα του χωματόδρομου, την αντάμωσαν δύο Άες Σεντάι. Δεν είχε άλλη επιλογή παρά να σταματήσει και να κλίνει το γόνυ, ενώ ο κόσμος χυνόταν γύρω τους. Κι οι δύο γυναίκες έλαμπαν. Καμία τους δεν είχε ούτε σταλαγματιά ιδρώτα. Βγάζοντας ένα μαντίλι από το μανίκι της για να σκουπίσει το πρόσωπό της, η Ηλαίην ευχήθηκε να της είχαν διδάξει αυτή τη γνώση των Άες Σεντάι. «Καλημέρα, Ανάγια Σεντάι, Τζάνυα Σεντάι».