«Καλημέρα, παιδί μου. Μας έχεις κι άλλες ανακαλύψεις σήμερα;» Ως συνήθως, η Τζάνυα Φρέντε μιλούσε σαν να έπρεπε να βγάλει όλες τις λέξεις μαζεμένες. «Κάνατε τόσα σημαντικά βήματα, εσύ κι η Νυνάβε, ειδικά για Αποδεχθείσες. Ακόμα δεν καταλαβαίνω πώς το καταφέρνει η Νυνάβε, τη στιγμή που αντιμετωπίζει τόσες δυσκολίες με τη Δύναμη, αλλά πρέπει να πω ότι είμαι κατενθουσιασμένη». Αντίθετα από τις περισσότερες Καφέ αδελφές, που ήταν συχνά αφηρημένες μακριά από τα βιβλία και τα διαβάσματά τους, η Τζάνυα Σεντάι ήταν περιποιημένη, τα κοντά μελαχρινά μαλλιά της χτενισμένα γύρω από το αγέραστο πρόσωπο που έδειχνε τις Άες Σεντάι που είχαν δουλέψει καιρό με τη Δύναμη. Όμως η όψη της λεπτής γυναίκας φανέρωνε ίχνη του Άτζα της. Το φόρεμά της ήταν απλό, γκρίζο, από ανθεκτικό μάλλινο ύφασμα —οι Καφέ συνήθως θεωρούσαν τα ρούχα απλώς ως μια αξιοπρεπή προστασία — ενώ ακόμα κι όταν σου μιλούσε, ήταν λιγάκι κατσουφιασμένη, σαν να μισόκλεινε τα μάτια καθώς σκεφτόταν κάτι άλλο. Χωρίς το κατσούφιασμα, θα ήταν ομορφούλα. «Ο τρόπος για να τυλίγεσαι με φως ώστε να γίνεσαι αόρατος. Εξαιρετικό. Είμαι βέβαιη ότι κάποια θα βρει πώς να σταματάς το κυμάτισμα έτσι ώστε να μπορείς να μετακινηθείς. Επίσης η Καρένα είναι ενθουσιασμένη με το κολπάκι που ξέρει η Νυνάβε για να κρυφακούς. Είναι πονηριά της, τώρα που το σκέφτομαι, αλλά χρήσιμο. Η Καρένα πιστεύει ότι μπορεί να το προσαρμόσει έτσι ώστε να συνομιλείς από απόσταση. Για σκέψου το. Να μιλάς με κάποιον που είναι ένα μίλι παραπέρα! Ή δύο, ή ακόμα και...» Η Ανάγια της άγγιξε το μπράτσο κι αυτή έπαψε αμέσως, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια καθώς κοίταζε τις άλλες Άες Σεντάι.
«Κάνεις μεγάλες προόδους, Ηλαίην», είπε γαλήνια η Ανάγια. Η γυναίκα με το ντόμπρο πρόσωπο ήταν πάντα γαλήνια. Προστατευτική και καλοσυνάτη, έτσι θα την περιέγραφε κανείς, κι επίσης στοργική, αν και τα χαρακτηριστικά των Άες Σεντάι έκαναν αδύνατο να προσδιορίσεις την ηλικία της. Επίσης, ήταν μια από κείνες του στενού κύκλου της Σέριαμ που είχαν την πραγματική εξουσία στο Σαλιντάρ. «Πραγματικά, μεγαλύτερες απ’ ό,τι περιμέναμε, κι ήδη περιμέναμε πολλά. Η πρώτη που έφτιαξε τερ’ανγκριάλ μετά το Τσάκισμα. Αυτό ήταν καταπληκτικό, παιδί μου, και θέλω να το ξέρεις. Πρέπει να είσαι περήφανη».
Η Ηλαίην είχε καρφώσει τα μάτια στο χώμα μπροστά της. Δύο αγοράκια, που την έφταναν ως τη μέση, διέσχιζαν το πλήθος τρέχοντας πέρα-δώθε, γελώντας. Μακάρι να μην ήταν κανείς εκεί δίπλα να τα ακούει αυτά. Όχι ότι οι περαστικοί τους έριχναν δεύτερη ματιά. Υπήρχαν τόσες Άες Σεντάι στο χωριό που ακόμα κι οι μαθητευόμενες δεν έκλιναν το γόνυ παρά μόνο όταν κάποια Άες Σεντάι τους απηύθυνε το λόγο, κι όλοι είχαν δουλειές που έπρεπε να είχαν γίνει από χτες.
Δεν ένιωθε διόλου περήφανη. Ειδικά αφού όλες οι «ανακαλύψεις» τους προερχόταν από τη Μογκέντιεν. Κι ήταν πολλές —αρχίζοντας από την «αντιστροφή», που έκανε μια ύφανση να μη μπορεί να φανεί από άλλη εκτός από τη γυναίκα που την είχε δημιουργήσει— όμως δεν τις είχαν φανερώσει όλες. Για παράδειγμα, το πώς έκρυβες την ικανότητά σου να διαβιβάζεις. Δίχως αυτό, η Μογκέντιεν θα είχε αποκαλυφθεί μέσα σε λίγες ώρες —κάθε Άες Σεντάι μπορούσε από απόσταση μερικών βημάτων να καταλάβει αν μια γυναίκα μπορούσε να διαβιβάζει — κι αν το μάθαιναν, ίσως έβρισκαν και πώς να το αντιλαμβάνονται. Μια άλλη γνώση ήταν το πώς να μεταμφιέζεσαι· με την αντιστροφή της ύφανσης, η «Μάριγκαν» δεν είχε την παραμικρή ομοιότητα με τη Μογκέντιεν.
Μερικά απ’ αυτά που ήξερε η Αποδιωγμένη παραήταν απεχθή. Ο πειθαναγκασμός, για παράδειγμα: λύγιζες τη βούληση του άλλου και μπορούσες να του εμφυτεύσεις οδηγίες με τέτοιο τρόπο ώστε εκείνος δεν θυμόταν καν τις διαταγές όταν τις εκτελούσε. Υπήρχαν και φρικτότερα πράγματα. Άκρως απεχθή, που ίσως ήταν επικίνδυνο να τα εμπιστευθούν σε οποιονδήποτε. Η Νυνάβε είχε πει ότι έπρεπε να τα μάθουν ούτως ώστε να μάθουν και πώς να τα αντιμετωπίζουν, όμως η Ηλαίην διαφωνούσε. Είχαν τόσα μυστικά, έλεγαν τόσα ψέματα σε φίλους κι ανθρώπους που ήταν με το μέρος τους, που της ερχόταν να πάρει τους Τρεις Όρκους με τη Ράβδο των Όρκων κι ας μην είχε γίνει ακόμα Άες Σεντάι. Ένας απ’ αυτούς τους όρκους σε δέσμευε ώστε να μη λες λέξη που να μην είναι αληθινή, σε δέσμευε σαν να ήταν μέρος της σάρκας σου.
«Δεν τα κατάφερα όπως ήθελα με τα τερ’ανγκριάλ, Ανάγια Σεντάι». Αυτό τουλάχιστον ήταν κάτι ολόδικό της. Το πρώτο ήταν το βραχιόλι και το περιδέραιο —περιττό να ειπωθεί ότι εκείνο ήταν ένα καλοφυλαγμένο μυστικό— όμως υπήρχαν τροποποιημένα αντίγραφα μιας φρικτής εφεύρεσης, του α’ντάμ, που οι Σωντσάν είχαν αφήσει πίσω τους όταν η εισβολή τους είχε απωθηθεί στο Φάλμε. Ήταν εξαρχής δική της ιδέα εκείνος ο απλός πράσινος δίσκος που έκανε αόρατη κάποια που κατά τα άλλα δεν ήταν αρκετά δυνατή — ελάχιστες γυναίκες ήταν τόσο δυνατές. Δεν είχε κανένα ανγκριάλ ή σα’ανγκριάλ να μελετήσει, κι έτσι πιο πριν ήταν αδύνατο να το κατασκευάσει, αλλά ακόμα κι όταν πέτυχε να αντιγράψει τη συσκευή των Σωντσάν, τα τερ’ανγκριάλ είχαν αποδειχθεί δυσκολότερα απ’ όσο υπολόγιζε. Χρησιμοποιούσαν τη Μία Δύναμη αντί να την πολλαπλασιάσουν, και τη χρησιμοποιούσαν για ένα συγκεκριμένο σκοπό. Μερικά μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από γυναίκες που δεν μπορούσαν να διαβιβάσουν, ακόμα κι από άνδρες. Θα έπρεπε να είναι πιο απλά. Μπορεί να ήταν όσον αφορά στη λειτουργία τους, αλλά δεν ήταν απλά στην κατασκευή.