Η μετριοφροσύνη της φράσης της προκάλεσε το ξέσπασμα της Τζάνυα. «Αυτά είναι ανοησίες, παιδί μου. Ανοησίες και τίποτα άλλο. Δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία ότι όταν ξαναβρεθούμε στον Πύργο και σε εξετάσουμε σωστά και σου βάλουμε τη Ράβδο των Όρκων στο χέρι, θα φορέσεις και το επώμιο και το δαχτυλίδι. Δεν υπάρχει αμφιβολία. Στ’ αλήθεια εκπληρώνεις όλες τις υποσχέσεις που είδαμε πάνω σου. Και περισσότερες. Κανένας δεν περίμενε ότι—» Η Ανάγια της ξανάγγιξε το μπράτσο· έμοιαζε να είναι το σύνθημά τους, επειδή άλλη μια φορά η Τζάνυα έπαψε κι ανοιγόκλεισε τα μάτια.
«Μην παραφουσκώνεις το μυαλό του παιδιού», είπε η Ανάγια. «Ηλαίην, δεν θέλω να σε βλέπω μουτρωμένη. Δεν αρμόζουν αυτά στην ηλικία σου». Ήταν στοργική, αλλά μπορούσε να γίνει αυστηρή. «Δεν θέλω να σκοτίζεσαι για λίγες αποτυχίες, τη στιγμή που η επιτυχία σου ήταν τόσο υπέροχη». Η Ηλαίην είχε προσπαθήσει πέντε φορές με τον πέτρινο δίσκο. Δύο φορές δεν έγινε τίποτα, δύο άλλες ο δίσκος την είχε κάνει να φανεί θολή και της είχε φέρει αναγούλα. Η πετυχημένη απόπειρα ήταν η τρίτη. Κατά τη γνώμη της Ηλαίην, ήταν πολλές αυτές οι αποτυχίες. «Ό,τι έκανες ήταν υπέροχο. Κι εσύ κι η Νυνάβε επίσης».
«Σ’ ευχαριστώ», είπε η Ηλαίην. «Σας ευχαριστώ. Θα προσπαθήσω να μη μουτρώνω». Όταν μια Άες Σεντάι σου έλεγε ότι μουτρώνεις, το μόνο που δεν έπρεπε να κάνεις ήταν να πεις ότι δεν μούτρωνες. «Με συγχωρείς, σε παρακαλώ; Όπως έμαθα, η αντιπροσωπεία για το Κάεμλυν φεύγει σήμερα και θέλω να αποχαιρετήσω τη Μιν».
Την άφησαν να φύγει, φυσικά, αν κι η Τζάνυα θα της έτρωγε μισή ώρα αποχαιρετώντας την αν δεν ήταν δίπλα της η Ανάγια. Η Ανάγια κάρφωσε με το βλέμμα την Ηλαίην —σίγουρα τα ήξερε όλα για τα λόγια που είχε ανταλλάξει με τη Σέριαμ— αλλά δεν είπε τίποτα. Μερικές φορές η σιωπή μιας Άες Σεντάι ήταν πιο ηχηρή από τα λόγια της.
Παίζοντας με το δαχτυλίδι που είχε στο μεσαίο δάχτυλο του αριστερού χεριού της, η Ηλαίην συνέχισε σχεδόν τρεχάλα, με το βλέμμα στυλωμένο μακριά μπροστά ώστε αν προσπαθούσε να τη σταματήσει κάποια άλλη για να τη συγχαρεί, να μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν την είχε δει. Ίσως να πετύχαινε το κόλπο, ίσως και να σήμαινε μια επίσκεψη στην Τιάνα· υπήρχε ανεκτικότητα όταν έκανες καλή δουλειά, όμως δεν ήταν κι απεριόριστη. Εκείνη τη στιγμή, θα προτιμούσε την Τιάνα κι όχι τα εγκώμια που δεν της άξιζαν.
Το χρυσό δαχτυλίδι ήταν φίδι που δάγκωνε την ουρά του, το Μεγάλο Ερπετό, ένα σύμβολο των Άες Σεντάι που όμως το φορούσαν κι οι Αποδεχθείσες. Όταν κέρδιζε το επώμιο, με κρόσσια στο χρώμα του Άτζα που θα επέλεγε, θα έβαζε το δαχτυλίδι σε όποιο δάχτυλο ήθελε. Η Ηλαίην εξ ανάγκης θα πήγαινε στο Πράσινο Άτζα· μόνο οι Πράσινες αδελφές είχαν περισσότερους από έναν Προμάχους, κι αυτή ήθελε τον Ραντ. Ή τουλάχιστον όσο μπορούσε να τον έχει. Η δυσκολία ήταν ότι είχε ήδη δεσμεύσει την Μπιργκίτε, την πρώτη γυναίκα που είχε γίνει ποτέ Πρόμαχος. Κι αυτός ήταν ο λόγος που γνώριζε τα συναισθήματα της Μπιργκίτε, που ήξερε ότι της είχε καρφωθεί μια σκλήθρα στο χέρι εκείνο το πρωί. Μόνο η Νυνάβε ήξερε γι’ αυτό το δεσμό. Οι Πρόμαχοι ήταν για τις πλήρεις Άες Σεντάι· δεν θα υπήρχε η παραμικρή ανοχή για μια Αποδεχθείσα που είχε παραβιάσει αυτή την απαγόρευση. Είχε γίνει από ανάγκη, όχι από καπρίτσιο —αλλιώς η Μπιργκίτε θα πέθαινε— όμως αυτό μάλλον δεν θα αρκούσε ως δικαιολογία. Αν καταπατούσες τους κανόνες που αφορούσαν τη Δύναμη, μπορεί να απέβαινε μοιραίο τόσο για σένα όσο και για άλλους· για να το χαράξουν καλά στο μυαλό σου, οι Άες Σεντάι σπανίως άφηναν να παραβιάσει κανείς ατιμώρητα οποιονδήποτε κανόνα, για οποιονδήποτε λόγο.
Υπήρχαν τόσες πλεκτάνες εδώ στο Σαλιντάρ. Δεν ήταν μόνο η υπόθεση της Μπιργκίτε και της Μογκέντιεν. Ένας από τους Όρκους εμπόδιζε τις Άες Σεντάι να λένε ψέματα, αλλά όταν δεν μιλούσες για κάτι, τότε δεν έλεγες ψέματα γι’ αυτό. Η Μουαραίν ήξερε πώς να υφάνει ένα μανδύα αορατότητας, ίσως με το ίδιο τέχνασμα που είχαν μάθει από τη Μογκέντιεν· πριν μάθει οτιδήποτε η Νυνάβε περί Δύναμης, είχε δει τη Μουαραίν να το κάνει μια φορά. Όμως καμία άλλη στο Σαλιντάρ δεν το ήξερε. Ή τουλάχιστον καμία δεν το παραδεχόταν. Η Μπιργκίτε είχε επιβεβαιώσει αυτό που η Ηλαίην απλώς υποψιαζόταν. Οι περισσότερες Άες Σεντάι, ίσως όλες, απέκρυπταν τουλάχιστον ένα μέρος όσων μάθαιναν· οι περισσότερες είχαν τα μυστικά τεχνάσματα τους. Κάποια απ’ αυτά γίνονταν κοινό κτήμα και διδάσκονταν στις μαθητευόμενες και τις Αποδεχθείσες — άλλα μπορεί να χάνονταν όταν πέθαιναν οι Άες Σεντάι. Δυο-τρεις φορές, πάνω που έκανε κάποια επίδειξη, της είχε φανεί ότι είχε δει μια λάμψη στα μάτια μερικών. Η Καρένα είχε μάθει το κόλπο να κρυφακούει με ταχύτητα που δημιουργούσε υποψίες. Αλλά μια Αποδεχθείσα δεν μπορούσε να κάνει τέτοια κατηγορία σε βάρος μιας Άες Σεντάι.