Παρ’ όλο που τα ήξερε αυτά, δεν γινόταν πιο υποφερτή η απάτη της, ίσως όμως βοηθούσαν λιγάκι. Αυτά, κι επίσης το ότι είχε γίνει από ανάγκη. Μακάρι μόνο να μη την εγκωμίαζαν άλλο πια για πράγματα που δεν είχε κάνει.
Ήξερε πού θα έβρισκε τη Μιν. Ο ποταμός Έλνταρ βρισκόταν ούτε τρία μίλια δυτικά του Σαλιντάρ, κι ένα ποταμάκι κυλούσε στις παρυφές του χωριού καθώς διέσχιζε το δάσος για να φτάσει στο ποτάμι. Τα περισσότερα δένδρα που φύτρωναν στην πόλη είχαν κοπεί όταν άρχισαν να καταφθάνουν οι Άες Σεντάι, όμως σωζόταν ένα τμήμα της όχθης πίσω από κάποια σπίτια, σε μια ακρούλα γης που ήταν υπερβολικά στενή για να είναι αξιοποιήσιμη. Η Μιν ισχυριζόταν ότι προτιμούσε τις πόλεις, όμως συχνά πήγαινε να καθίσει ανάμεσα σε κείνα τα δένδρα. Ήταν ένας τρόπος για να γλιτώσει για λίγο την παρέα των Άες Σεντάι και των Προμάχων, κάτι ζωτικής σημασίας για τη Μιν.
Και πράγματι, όταν η Ηλαίην πέρασε τη γωνιά ενός πέτρινου σπιτιού και βγήκε στη λεπτή λουρίδα γης, πλάι σε ένα ποταμάκι εξίσου λεπτό, η Μιν καθόταν εκεί με την πλάτη σ’ ένα δένδρο, ατενίζοντας το ρυάκι που κελάρυζε στα βότσαλα. Δεν του είχαν μείνει πολλά νερά· το ρυάκι κυλούσε σε ένα πυθμένα από ξεραμένη λάσπη που είχε το διπλάσιο πλάτος. Τα δένδρα σ’ αυτό το σημείο κρατούσαν ακόμα μερικά φύλλα, αν και το δάσος τριγύρω σιγά-σιγά έμενε γυμνό, ακόμα κι οι βελανιδιές.
Ένα ξερό κλαράκι έτριξε κάτω από το μαλακό παπούτσι της Ηλαίην κι η Μιν πετάχτηκε όρθια. Ως συνήθως, φορούσε γκρίζο αγορίστικο σακάκι και παντελόνι, όμως είχε γαλάζια λουλουδάκια κεντημένα στα πέτα του σακακιού και στο πλάι των στενών μπατζακιών. Το παράξενο ήταν που η Μιν έμοιαζε να μην έχει ιδέα από ραφτική, παρ’ όλο που έλεγε ότι οι τρεις θείες που την είχαν αναθρέψει ήταν μοδίστρες. Κοίταξε την Ηλαίην και μετά έκανε μια γκριμάτσα και πέρασε τα δάχτυλά της από τα μελαχρινά μαλλιά της που κυλούσαν ως τους ώμους της. «Ξέρεις», ήταν το μόνο που είπε.
«Σκέφτηκα ότι πρέπει να μιλήσουμε».
Η Μιν ξανάσιαξε τα μαλλιά της. «Η Σιουάν μου το είπε μόλις σήμερα το πρωί. Από κείνη τη στιγμή προσπαθώ να βρω το θάρρος να σου μιλήσω. Θέλει να τον κατασκοπεύσω, Ηλαίην. Για την αντιπροσωπεία, και μου έδωσε ονόματα στο Κάεμλυν, ανθρώπους που μπορούν να της μεταφέρουν μηνύματα».
«Δεν θα το κάνεις, φυσικά», είπε η Ηλαίην, δίχως να το θέσει ως ερώτηση, κι η Μιν της έριξε μια ματιά ευγνωμοσύνης. «Γιατί φοβόσουν να έρθεις να με βρεις; Είμαστε φίλες, Μιν. Κι υποσχεθήκαμε ότι δεν θα αφήσουμε κανέναν άνδρα να μας χωρίσει. Ακόμα κι αν τον αγαπάμε».
Το γέλιο της Μιν είχε μια βραχνάδα· η Ηλαίην σκέφτηκε ότι πολλοί άνδρες θα το έβρισκαν ελκυστικό. Κι επίσης η Μιν ήταν όμορφη, μ’ ένα σκανταλιάρικο τρόπο. Κι επίσης μερικά χρόνια μεγαλύτερη· άραγε αυτό ήταν πλεονέκτημα ή μειονέκτημα; «Αχ, Ηλαίην, το είπαμε όταν εκείνος ήταν μακριά μας. Αν έχανα εσένα θα ήταν σαν να χάνω μια αδελφή, αλλά τι θα γίνει αν η μια από μας αλλάξει γνώμη;»
Καλύτερα να μη ρωτούσε ποια υποθετικά θα άλλαζε γνώμη. Η Ηλαίην προσπάθησε να μη σκεφτεί ότι αν έδενε και φίμωνε τη Μιν με τη Δύναμη κι αντέστρεφε την ύφανση, τότε θα μπορούσε να την κρύψει σε κανένα υπόγειο γι’ αρκετές ώρες μετά την αναχώρηση της αποστολής. «Δεν θα αλλάξουμε γνώμη», είπε απλά. Μπα, δεν μπορούσε να το κάνει αυτό στη Μιν. Ίσως μπορούσε να της ζητήσει να μην πάει αν δεν ήταν κι οι δυο μαζί. Αντί γι’ αυτό, είπε, «Σε αποδέσμευσε ο Γκάρεθ από τον όρκο σου;»
Αυτή τη φορά το γέλιο της Μιν ήταν ξερό και κοφτό. «Πού τέτοια τύχη. Λέει ότι θα δουλεύω γι’ αυτόν μέχρι κάποτε να του το ξεπληρώσω. Εκείνη που θέλει στ’ αλήθεια είναι τη Σιουάν, το Φως ξέρει γιατί». Το πρόσωπό της σφίχτηκε για μια στιγμή κι η Ηλαίην σκέφτηκε ότι είχε δει κάποια εικόνα γι’ αυτό. Η Μιν ποτέ δεν σου μιλούσε για τις εικόνες αν δεν αφορούσαν εσένα.