Выбрать главу

«Μπορεί να μην εντυπωσιάζομαι». Η Μιν χαμογελούσε πλατιά, όμως τα λόγια της ήταν σοβαρά. «Εγώ γεννήθηκα στα Όρη της Ομίχλης, Ηλαίην, στα ορυχεία. Ο νόμος της μητέρας σου δεν έχει δύναμη τόσο μακριά στα δυτικά». Το χαμόγελο χάθηκε από το πρόσωπό της. «Συγγνώμη, Ηλαίην».

Συγκρατώντας ένα ξέσπασμα αγανάκτησης —η Μιν ήταν υπήκοος του Θρόνου του Λιονταριού ακριβώς όπως κι η Νυνάβε!— η Ηλαίην έγειρε το κεφάλι στο δένδρο. «Ας μιλήσουμε για κάτι ευχάριστο». Ο ήλιος φαινόταν να κρέμεται καυτός πάνω τους ανάμεσα από τα κλαριά, ο ουρανός ήταν ένα απέραντο γαλάζιο σεντόνι δίχως καν ένα συννεφάκι να σπάει τη μονοτονία ως τον ορίζοντα. Την έπιασε μια παρόρμηση κι ανοίχτηκε στο σαϊντάρ, το άφησε να τη γεμίσει· ήταν σαν να είχαν στραγγίξει όλη τη χαρά της ζωής από τον κόσμο και με το καταστάλαγμα να είχαν αντικαταστήσει κάθε σταγόνα αίματος στις φλέβες της. Αν μπορούσε να φέρει έστω κι ένα σύννεφο, θα ήταν σημάδι ότι όλα στο τέλος θα ήταν μια χαρά. Η μητέρα της θα ζούσε, ο Ραντ θα την αγαπούσε. Κι όσο για τη Μογκέντιεν... θα έβρισκαν λύση. Με κάποιον τρόπο. Ύφανε ένα εύθραυστο ιστό στον ουρανό μέχρι εκεί που έφτανε το βλέμμα της, χρησιμοποιώντας Αέρα και Νερό, ψάχνοντας να βρει υγρασία για να φτιάξει σύννεφο. Αν πάσχιζε αρκετά... Η γλύκα δεν άργησε να γίνει πόνος, το σήμα κινδύνου· αν αντλούσε υπερβολική ποσότητα Δύναμης, θα σιγανευόταν μόνη της. Ένα συννεφάκι μόνο.

«Κάτι ευχάριστο;» είπε η Μιν. «Ξέρω ότι δεν θες να μιλάς για τον Ραντ, όμως αν αφήσεις τις δυο μας κατά μέρος, δεν παύει να είναι ό,τι πιο σημαντικό στον κόσμο αυτή τη στιγμή. Κι ό,τι καλύτερο. Οι Αποδιωγμένοι πέφτουν σαν τις μύγες όπου κάνει την εμφάνιση του, ενώ τα έθνη μπαίνουν στην ουρά να τον προσκυνήσουν. Οι Άες Σεντάι εδώ είναι έτοιμες να τον υποστηρίξουν. Ξέρω ότι έτσι θα κάνουν, Ηλαίην· πρέπει να το κάνουν. Να δεις που μετά θα έρθει η Ελάιντα να του προσφέρει τον Πύργο. Η Τελευταία Μάχη θα είναι παιχνιδάκι γι’ αυτόν. Νικάει, Ηλαίην. Νικάμε».

Αφήνοντας την Πηγή, η Ηλαίην σωριάστηκε πίσω, ατενίζοντας έναν ουρανό κενό σαν τα συναισθήματά της. Δεν χρειαζόταν να ξέρεις να διαβιβάζεις για να δεις τον Σκοτεινό επί τω έργω, κι αφού μπορούσε να αγγίξει με τέτοιο τρόπο τον κόσμο, αφού μπορούσε να τον αγγίξει καν... «Σίγουρα νικάμε;» είπε, τόσο μαλακά που η Μιν δεν την άκουσε.

Το μέγαρο ήταν ακόμα μισοτελειωμένο κι οι ψηλές ξύλινες επενδύσεις της μεγάλης σάλας ακόμα ανοιχτόχρωμες κι αλέκιαστες, όμως η Φάιλε νι Μπασίρε τ’ Αϋμπάρα δεχόταν εκεί την αυλή της κάθε απόγευμα, όπως ήταν πρέπον για τη σύζυγο του άρχοντα, καθισμένη σε μια πελώρια καρέκλα με ψηλή ράχη και σκαλισμένα γεράκια, μπροστά σε ένα αστόλιστο πέτρινο τζάκι που αντίκριζε άλλο ένα στον απέναντι τοίχο του δωματίου. Στην άδεια καρέκλα πλάι της, με τους σκαλισμένους λύκους και τη μεγάλη λυκοκεφαλή στην κορυφή της, κανονικά θα καθόταν ο σύζυγός της, ο Πέριν τ’ Μπασίρε Αϋμπάρα, ο Πέριν ο Χρυσομάτης, Άρχοντας των Δύο Ποταμών.

Φυσικά, το μέγαρο ήταν απλώς ένα μεγάλο αγροτόσπιτο κι η σάλα είχε μήκος μικρότερο από δεκαπέντε βήματα —τι βλέμμα της είχε ρίξει ο Πέριν όταν αυτή επέμενε να την κάνουν τόσο μεγάλη· ακόμα ήταν συνηθισμένος να θεωρεί τον εαυτό του σιδερά, ή μαθητευόμενο σιδερά— και το όνομα που της είχαν δώσει όταν γεννιόταν ήταν Ζαρίν, όχι Φάιλε. Όλα αυτά δεν είχαν σημασία. Ζαρίν, ήταν το όνομα μιας αργόσχολης γυναίκας που αναστέναζε περιπαθώς διαβάζοντας ποιήματα που είχαν γράψει κάποιοι για τα χαμόγελά της. Φάιλε, ήταν το όνομα που είχε διαλέξει η ίδια όταν είχε ορκιστεί κι είχε γίνει Κυνηγός του Κέρατος του Βαλίρ, και σήμαινε γεράκι στην παλιά Γλώσσα. Όσοι κοίταζαν καλά το πρόσωπό της, με τη λεπτή μύτη και τα ψηλά ζυγωματικά και τα μαύρα γερτά μάτια της που πετούσαν αστραπές όταν θύμωνε, δεν είχαν την παραμικρή αμφιβολία για το ποιο όνομα της ταίριαζε καλύτερα. Όσο για τους υπόλοιπους, οι προθέσεις είχαν μεγάλη σημασία. Εξίσου σημαντική ήταν η ευπρέπεια κι η κοσμιότητα.

Τα μάτια της εκείνη τη στιγμή άστραφταν. Δεν έφταιγε το πείσμα του Πέριν, ούτε και το εκτός εποχής λιοπύρι. Αν κι η αλήθεια ήταν ότι δεν βοηθούσε στα νεύρα της το ότι πάλευε άδικα με μια βεντάλια από φτερά φασιανού να κάνει αεράκι για να δροσίσει τον ιδρώτα που κυλούσε στα μάγουλά της.

Ήταν προχωρημένο απόγευμα και λίγοι έμεναν από τους ανθρώπους που είχαν έρθει για να κρίνει η Φάιλε τις διαφορές τους. Για την ακρίβεια, είχαν έρθει για να τους δεχθεί σε ακρόαση ο Πέριν, αλλά τον είχε τρομάξει η ιδέα ότι θα έβγαζε κρίση για ανθρώπους που τους ήξερε όλη του τη ζωή. Κι όταν η Φάιλε δεν κατάφερνε να τον στριμώξει, εξαφανιζόταν σαν λύκος στην ομίχλη όταν ερχόταν η ώρα της μέρας που δεχόταν τον κόσμο. Ευτυχώς που δεν τους πείραζε όταν τους άκουγε η Αρχόντισσα Φάιλε αντί για τον Άρχοντα Πέριν. Ή καλύτερα, ελάχιστοι ενοχλούνταν, κι είχαν τη σύνεση να το κρύψουν.